Η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία πρότειναν να επιβληθούν νέες κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Ιράν για το βαλλιστικό πρόγραμμά του και για τον ρόλο του στον πόλεμο στη Συρία, σύμφωνα με ένα απόρρητο έγγραφο, σε μια προσπάθεια να πείσουν την Ουάσινγκτον να παραμείνει στη συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά της Τεχεράνης.
Το έγγραφο αυτό, που περιήλθε σε γνώση του πρακτορείου Reuters, στάλθηκε σήμερα στις πρωτεύουσες των χωρών της ΕΕ, σύμφωνα με δύο πηγές, προκειμένου να εκφράσουν την άποψή τους, δεδομένου ότι θα χρειαστεί η έγκριση όλων των κυβερνήσεων για να επιβληθούν οι κυρώσεις.
Η πρόταση αποτελεί μέρος της στρατηγικής της ΕΕ για να «σωθεί» η συμφωνία που υπέγραψαν οι μεγάλες δυνάμεις με την Τεχεράνη ώστε να αναστείλει το πυρηνικό πρόγραμμά της.
Στις 12 Ιανουαρίου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διαμήνυσε στις ευρωπαϊκές χώρες που συνυπέγραψαν τη συμφωνία αυτή (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) ότι θα πρέπει να συμφωνήσουν «να διορθώσουν τις τρομερές ελλείψεις» της, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση εκείνος θα αρνηθεί να παρατείνει την άρση των κυρώσεων. Οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν θα τεθούν ξανά σε ισχύ εκτός και αν ο Τραμπ εκδώσει νέα διατάγματα για την αναστολή τους στις 12 Μαΐου.
Στο έγγραφο αναφέρεται ότι οι νέες κυρώσεις θα στοχεύουν «παραστρατιωτικούς και διοικητές».
Προτείνεται να επεκταθεί ο κατάλογος που αφορά τον ρόλο του Ιράν στη συριακή κρίση και περιλαμβάνει σήμερα ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων μεμονωμένων προσώπων, καθώς και απαγόρευση επιχειρηματικής συνεργασίας ή χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών εταιρειών του Ιράν.
Με βάση τη συμφωνία του 2015 η ΕΕ έχει διατηρήσει κάποιες κυρώσεις, που αφορούν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά ήρε τους οικονομικούς περιορισμούς. Στους όρους της συμφωνίας για τα πυρηνικά δεν περιλαμβάνεται η διακοπή του βαλλιστικού προγράμματος του Ιράν. Η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι αυτά τα όπλα προορίζονται μόνο για αμυντικούς σκοπούς και δεν έχουν καμία σχέση με τα πυρηνικά.
Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από τις χώρες που συνυπέγραψαν τη συμφωνία συναντήθηκαν σήμερα στη Βιέννη. Η αμερικανική αντιπροσωπεία είχε επίσης ξεχωριστές επαφές με τους εκπροσώπους της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας. Ο Αμερικανός απεσταλμένος Μπράιαν Χουκ δήλωσε ότι οι συνομιλίες αυτές ήταν «πολύ καλές».
«Αυτό που μας ζήτησε να κάνουμε ο πρόεδρος (Τραμπ) είναι να εργαστούμε με τους Ευρωπαίους συμμάχους και να δούμε αν μπορούμε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία πριν από τη 12η Μαΐου. Δεν έχουμε οδηγίες για μετά τις 12 Μαΐου», είπε ο Χουκ σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.
Επανέλαβε ότι τα τρία βασικά προβλήματα για την Ουάσινγκτον είναι η περιορισμένη χρονική διάρκεια της συμφωνίας, το γεγονός ότι δεν καλύπτει τις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων και ο τρόπος διεξαγωγής των επιθεωρήσεων στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις από τα Ηνωμένα Έθνη. Δεν διευκρίνισε όμως τι είδους συμφωνία επιδιώκει.
«Πρόκειται για την τρίτη συνάντηση που είχαμε (με τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες), είχαμε πολύ καλές συνομιλίες. Υπάρχουν πολλά στα οποία συμφωνούμε και όπου διαφωνούμε, εργαζόμαστε για να γεφυρώσουμε τις διαφωνίες μας» είπε ο Χουκ.
Όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους αν η απόλυση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον από τον πρόεδρο Τραμπ επηρέασε τις διαπραγματεύσεις, απάντησε: «Δεν τις επηρέασε διόλου».