Ενας κίνδυνος, υπαρκτός όταν πρέπει κανείς να εργαστεί σε χώρο που θα τον προσείλκυε και στον ελεύθερό του χρόνο, είναι να παρασυρθεί από ένα σωρό γοητευτικούς περισπασμούς: εν προκειμένω, από μια λαχταριστή έκδοση του «Absolutely Live» των Doors σε μπλε βινύλιο ή μια ιαπωνική του «Mirage» των Camel· από ένα σφραγισμένο «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν» των Μουσικών Ταξιαρχιών ή από ένα πρωτότυπο αλλά ακριβούτσικο «Διόνυσε καλοκαίρι μας» του Ξαρχάκου.
Από ένα πικάπ επίσης, που παραδόξως στέκεται κάθετα, προς όφελος όχι της μουσικής αλλά του ντιζάιν, όπως θα παραδεχτεί ο πωλητής. Από τη σχολαστικότητα ενός μεσήλικου που ελέγχει το σάουντρακ του «Jesus Christ Superstar», λες και κρατάει ράβδους πλουτωνίου. Από αξεσουάρ όπως καθαριστικά βελόνας, βελούδινα πανάκια και βαλιτσάκια, αλλά και από καλά διαβασμένους μουσικοκριτικούς, που θα είχε ενδιαφέρον να μάθει κανείς τι αναζητούσαν στη στοίβα με το καρτελάκι «r’n’b».
Ισως μια έκδοση του «Lady Soul» της Αρίθα Φράνκλιν, με κείμενο του Τζον Λάνταου στο οπισθόφυλλο, ίσως όχι· δεν έχει πολλή σημασία. Το φετινό 12ο Vinyl is Back στο Ελληνικό Μουσείο Αυτοκινήτου, εορταστικό, καθότι συμπλήρωνε πέντε χρόνια (διοργανώνεται περισσότερες από μία φορές τον χρόνο) από τότε που ξεκίνησε στο Μηχανουργείο της Τεχνόπολης και συνεχίστηκε στο Cine Κεραμεικός, πραγματοποιήθηκε από τις 16 ώς τις 18 Μαρτίου και είχε βινύλια για όλα τα γούστα.
ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΒΙΝΥΛΙΟ. «Η ικανοποίηση είναι μεγάλη, γιατί στο μεταξύ είδαμε να αυξάνονται σημαντικά οι πωλήσεις δίσκων στην Ελλάδα, χρόνο με τον χρόνο, με αγοραστές ακόμα και ένα πιο νεανικό κοινό» έλεγε ο Γιάννης Αλεξίου, εκ των διοργανωτών του Vinyl is Back, αλλά και δημοσιογράφος, συγγραφέας, συλλέκτης περίπου 10.000 κομματιών. Ενδιαφέρον για εκείνον ήταν ότι οι νέοι προτιμούν δίσκους από τη δεκαετία του ’90, όταν άρχισε να κυριαρχεί το CD: ειδικά οι τριαντάρηδες είναι λες και επιστρέφουν στα πρώτα τους ακούσματα μέσω αναλογικού πλέον μέσου. Κάποιοι, έλεγε, έχουν την άνεση να αγοράσουν δίσκους χωρίς να παζαρέψουν καν. Αλλοι επιλέγουν έναν τίτλο, φειδωλά μα και στοχευμένα.
Το Vinyl is Back έχει δώσει χώρο σε όλους: 50.000 άτομα υπολογίζεται ότι έχουν περάσει την πόρτα των διοργανώσεών του, φεύγοντας με περίπου 45.000 δίσκους στις τσάντες τους. Οι αριθμοί αντανακλούν τις ανοδικές τάσεις της παγκόσμιας αγοράς βινυλίου –από το 2009 η παραγωγή αυξάνεται διεθνώς με ρυθμό ανάπτυξης περίπου 9% ετησίως, ενώ φέτος οι πωλήσεις αναμένεται να φτάσουν σε αξία το 1 δισ. δολάρια -, έχουν όμως και εγχώριες διακυμάνσεις και ιδιαιτερότητες: η χρονιά με τις υψηλότερες πωλήσεις από το 1991 ήταν στην Ελλάδα η περσινή. Στις πρόσφατες εμπορικές επιτυχίες ανήκουν το «Endless River» των Πινκ Φλόιντ, που είχε πουλήσει 7.000 βινύλια, το «Book of Souls» των Iron Maiden με 7.500 και οι επανεκδόσεις των Judas Priest που είχαν εξαντληθεί.
IRON MAIDEN ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Ηταν εύκολο να διαπιστώσει κανείς στο τριήμερο του Vinyl is Back ότι το κλασικό ροκ και τα σκληρά παρακλάδια του παραμένουν αγαπητά στην Ελλάδα. Οχι μόνο από μια έκδοση του «Somewhere in Time» των Maiden με τα τραγούδια γραμμένα σε ελληνικό αλφάβητο (το «Γουέηστεντ Γήαρς» λ.χ.) ή εκείνη με μια συναυλία των Mayhem στη Λειψία, κόστους 120 ευρώ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, τσουχτερά ήταν και τα «Λεπιδόπτερα» της Λένας Πλάτωνος, μια συλλογή της Βούλας Πάλλα ή μια άλλη με επιτυχίες ντίσκο, από το περιοδικό «Disco Μόδα», με τη Βίνα Ασίκη στο εξώφυλλο. Στις παράλληλες εκδηλώσεις, τα live των Magic de Spell, του Νίκου Γρηγοριάδη και της Κατερίνας Κυρμιζή ή των Locomondo (που ηχογραφήθηκε στο πλαίσιο της σειράς Vinyl is Back – Live Sessions) χειροκροτούνταν μέχρι και από τους πιο απόμακρους πάγκους. DJ όπως η Kafka και ο Ακης Λαδικός έδιναν το δικό τους χρώμα.
Μιλώντας με συλλέκτες όπως ο 50χρονος Σταύρος, περήφανος κάτοχος 5.000 δίσκων, διαπίστωνε κανείς ότι σαράντα ευρώ για το ζωντανά ηχογραφημένο «Thelonius in Action» δεν ήταν πολλά. «Το βινύλιο έχει μια διαδικασία, είναι σαν ψυχοθεραπεία, ενώ το streaming όχι» έλεγε ο αγοραστής. Ο 62χρονος Γιώργος, των 10.000 κομματιών, είχε προτιμήσει Μάιλς Ντέιβις, Hall & Oates και Ρόμπερτ Πάλμερ –κριτήριό του, πολύ βασικότερο από τη σπανιότητα, ήταν η καλή κατάσταση ενός δίσκου. Ο Ιωσήφ, από το Δισκάδικο, βετεράνος των δισκοπάζαρων, είχε φέρει πολλές τρέχουσες κυκλοφορίες, γνωρίζοντας ότι αρκετοί καινούργιοι αγοραστές ακολουθούν απλώς την τάση. «Το βινύλιο, πάντως, δεν θα σε προδώσει ακόμα και γρατσουνισμένο» έλεγε. «Θα μάθεις το σημείο που πηδάει η βελόνα και θα συνεχίσεις. Αν χαραχτεί όμως το CD ή χαλάσει ένα αρχείο, δεν ακούς μουσική».
Λίγο μακρύτερα από τον πάγκο του, πλάι σε μεσήλικους που συναγωνίζονταν στις γνώσεις τους για την τζαζ, ή σε βλοσυρούς τύπους που έψαχναν βιαστικά τις στοίβες, κάνοντας τους δίσκους να φτεροκοπάνε, βρισκόταν και η αντιπροσωπεία του αμερικανικού Discogs: της δημοφιλέστερης ίσως διαδικτυακής κοινότητας καταλογογράφησης και αγοραπωλησίας βινυλίων. Βρισκόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, γιατί, όπως έλεγε η Λιζ, υπεύθυνη για τη διάδοση του εγχειρήματος, «οι Ελληνες ανήκουν πλέον στους πιο παθιασμένους αγοραστές, πωλητές αλλά και καταγραφείς του Discogs στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Στη διάρκεια της παραμονής της, η Λιζ επισκέφθηκε αρκετά δισκάδικα και συνομίλησε με κάμποσους συλλέκτες προκειμένου να διευρύνει το δίκτυο της κοινότητας. Η ίδια συλλέγει εκδόσεις δίσκων της Sade και των Black Sabbath από όσο περισσότερες χώρες μπορεί: από την Ελλάδα θα φύγει ικανοποιημένη.
«ΤΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΤΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ». Για κάποιον λιγότερο δικτυωμένο, πάντως, μια αντίστοιχη αναζήτηση ίσως να εξελισσόταν δυσκολότερα: από την ανάκαμψη του βινυλίου στην Ελλάδα κι έπειτα, σύμφωνα με τον Γιάννη Αλεξίου, ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η απροθυμία αρκετών κατόχων δίσκων να τους πουλήσουν, πόσω μάλλον να τους χαρίσουν. «Η εικόνα που βλέπαμε λίγο παλιότερα, με βινύλια παρατημένα στους κάδους, δεν υπάρχει πια» επισήμαινε ο Γιάννης. «Τους κρατάνε, επανεκτιμώντας την αξία τους. Κι αν θελήσουν να τους δώσουν, αποδέκτες μπορεί να γίνουν και οι παλιατζήδες, που εδώ και λίγα χρόνια, όταν μπαίνουν σε ένα σπίτι για να παραλάβουν ένα έπιπλο, ρωτάνε: “Μήπως έχετε και δίσκους;”».