Η έννοια της ετεροτοπίας είναι ο πυρήνας της παράστασης χορού «Έρημη χώρα –ΜΕΤΑ» που θα παρουσιάσει ο Σπύρος Κουβαράς στο Σύγχρονο Θέατρο από τις 13 έως τις 15 Απριλίου (Ευμολπιδών 45, Αθήνα, Τηλ. 2103464380).
Ο χορογράφος και χορευτής μαζί με την ομάδα σύγχρονου χορού Synthesis 748 που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 2008, έχοντας πια ως έδρα τους την Αθήνα, υπογράφουν την πρώτη τους δημιουργία επί ελληνικού εδάφους. Μάλιστα, το νέο τους αυτό έργο έχει την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου.
Ο διεθνής χορογράφος, με διακαλλιτεχνικές συνεργασίες, μεταξύ των οποίων και με το πείραμα CERN στην Ελβετία, δημιουργεί και αυτή την φορά ένα εικαστικό και χορογραφικό σύμπαν που προσεγγίζει την έννοια της ετεροτοπίας ως ένα ευρύ πεδίο ενδεχομενικοτήτων και μια συνεχής μετασχηματι-στική διαδικασία του υπάρχοντος.
Η παράσταση αντλώντας υλικό από την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ και από το αίσθημα έντονης αποστέρησης και απο-προσωποποίησης που διαποτίζει το έργο, διε-ρευνά κοινές αναφορές του ποιήματος του συγγραφέα με το σύγχρονο, κοινωνικό-πολιτικό τοπίο, εστιάζοντας όμως κυρίως στην έννοια του ΜΕΤΑ ως βιωμένη ετερο-τοπία.
Πέρα από τους πέντε χοροευτές, επί σκηνής θα δημιουργηθεί επίσης και μια εικαστική εγκατάσταση, η οποία όμως δεν αποτυπώνει κάποιο συγκεκριμένο τόπο ή χρόνο αλλά διαμορφώνει σταδιακά έναν μεταιχμιακό άχρονο (μη)τόπο σε μια φουτουριστική, προκλητική διάθεση. Η χορογραφία δημιουργεί, ατμοσφαιρικά, μια αδιάκοπη, μη-γραμμική και ασυνεχή τελετουργία μετάβασης σε ένα μυθικο-ονειρικό πλαίσιο, στο οποίο η αλληλεπίδραση υποκειμένων/performers και υπερρεαλιστικών αντικειμένων είναι έντονη κατά την διάρκεια της.
Στο «Έρημη Χώρα-ΜΕΤΑ», μέσω μιας χορευτικής «μέθεξης» συντελείται προοδευ-τικά στο έργο, μια εξομοίωση και απογύμνωση των ατόμων και ένα αμφιλεγόμενο αίσθημα κοινότητας, ισοτιμίας και αμοιβαιότητας μεταξύ τους δημιουργείται. Σε αυτόν τον άχρονο (μη)τόπο και αντι-δομή, οι χορευτές μοιάζουν να αιωρούνται σε ένα κατώφλι «κάπου μεταξύ και ανάμεσα» στο πριν και στο τώρα, στη λήθη και στη μνήμη, στην τρωτότητα και στη στιβαρότητα, στο τραύμα και στην υπέρβασή του, υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο το δυνητικό πέρασμα από κάτι που υπήρξε σε κάτι που (επ)έρχεται.
Για όλο αυτό το περίπλοκο θέαμα που στήνει επί σκηνής, ο Σπύρος Κουβαράς μιλάει στα «Νέα», αναλύοντας το σκεπτικό του πίσω από την δημιουργία του.
1.Πώς προέκυψε η ιδέα της παράστασης;
Γενικά στα έργα μου, ανεξάρτητα του αν προορίζονται για ένα θέατρο, για μια γκαλερί ή για ένα μουσείο, χρησιμοποιώ σαν μέθοδο ένα χορευτικό και χορογραφικό dripping θα έλεγα. Αρχικά η σκηνή, όπως και τα σώματα των χορευτών, προσεγγίζεται σαν καμβάς, σαν αφηρημένη επιφάνεια. Δεν ξεκινάω ποτέ με την ιδέα, αντίθετα ξεκινάω με την φόρμα, με την μορφή και την επεξεργασία της. Τα εργαλεία μου μπορεί να είναι μια κίνηση ή ένα υλικό και σε σε πρώτη φάση πειραματίζομαι μαζί τους. Στην συνέχεια αρχίζω να ψάχνω αρμονικές και να «πλάθω» γεωμετρικές σχέσεις μεταξύ τους, ερευνώντας πάνω στις εντάσεις και στις δυναμικές αυτών των σχέσεων στον χώρο ώστε να δημιουργηθεί ένας βασικός χορογραφικός καμβάς πάνω στον οποίο θα στάξουν τα επιμέρους στοιχεία του έργου. Αυτή η σε βάθος κατεργασία της μορφής, αυτό το σμίλεμα της φόρμας θα με οδηγήσει προοδευτικά στην ιδέα/περιεχόμενο και έτσι θα αρχίσει να μορφοποιείται σιγά σιγά το έργο. Για την συγκεκριμένη παράσταση ήθελα εξαρχής να δουλέψω με κάποια φυσικά υλικά (χώμα/ξύλο/πέτρα) και με μια μηχανιστική προσέγγιση στην κίνηση, στοιχεία τα οποία με οδήγησαν σε βάθος χρόνου σε μια δεύτερη ανάγνωση του ποιήματος του Έλιοτ και στην επιθυμία μου να εξετάσω το «ΜΕΤΑ» μιας Έρημης Χώρας, μιας οποιασδήποτε Έρημης Χώρας.
2.Τι υλικό χρησιμοποιείτε από την “Έρημη Χώρα” του Τ.Σ. Έλιοτ και πώς το αξιοποιείτε στην χορογραφία;
Η παράσταση σε καμία περίπτωση δεν είναι μια μεταφορά/απόδοση του έργου του Έλιοτ, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ ρεαλιστικό για εμένα και ο ρεαλισμός είναι κάτι που έχω απαρνηθεί καλλιτεχνικά. Ωστόσο το αίσθημα έντονης αποστέρησης και απο-προσωποποίησης που διαπνέει το ποίημα του Έλιοτ υπάρχει και στην παράσταση και η χορογραφία διερευνά κοινές αναφορές του ποιήματος με το σύγχρονο, κοινωνικό-πολιτικό τοπίο, εστιάζοντας όμως κυρίως στην έννοια του ΜΕΤΑ ως βιωμένη ετεροτοπία. Θα έλεγα ότι πρόκειται περισσότερο για μια αλληγορία του πραγματικού, για μια διαδικασία αναζήτησης του έτερου σε σχέση με το υπάρχον για αυτό άλλωστε και η παράσταση αντλεί υλικό τόσο απο την ανάλυση του Α. Λεφέβρ πάνω στην έννοια της ετεροτοπίας, όσο και από τις φαντασιακές εστίες του Κ. Καστοριάδη.
3.Πώς επηρεάζει η εικαστική εγκατάσταση την εξέλιξη της χορογραφίας;
Το «Έρημη Χώρα-ΜΕΤΑ», αρχικά προοριζόταν να έχει και exhibitive και performative χαρακτήρα, να λειτουργεί δηλαδή και σαν έκθεση και σαν παράσταση, στην πορεία όμως, για διάφορους λόγους, ο αρχικός σχεδιασμός ανατράπηκε και το έργο επανασχεδιάστηκε στην αμιγώς παραστατική του μορφή, κρατώντας ωστόσο αναλλοίωτη την εικαστικότητα της χορογραφίας. Δεν μπορώ να πω αν επηρεάζει ή όχι, αυτό που μπορώ να πω είναι οτι στην δουλειά μου, χορογραφία και εγκατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, μιας και πρόκειται για μια συνολική ενορχήστρωση του χώρου όπως αυτή αποτυπώνεται από την σχέση σώματος, ήχου και εικόνας. Οι performers είναι και χωροθέτες με την έννοια ότι μέσω της χορευτικής και εικονοπλαστικής τους διάδρασης με τα αντικείμενα αφενός μετασχηματίζουν την αρχική σκηνική σύνθεση και αφετέρου, ενίοτε, λειτουργούν σαν σωματικές προεκτάσεις των αντικειμένων και το αντίστροφο.
4.Πώς απογυμνώνεται μέσω του χορού το κάθε άτομο για να περάσει σε μια εφήμερη κοινωνία μέθεξης;
Στο έργο, υπάρχει μια οργανική, σχεδόν κυτταρική σχέση μεταξύ της χορογραφίας και της μουσικής του, αδερφού και επί χρόνια συνεργάτη μου, Γιώργου Κουβαρά η οποία και δημιουργεί ατμοσφαιρικά μια μη γραμμική τελετουργία μετάβασης σε έναν άχρονο (μη)τόπο. Το σχεδόν αδιάκοπο, αυτής της νεο-τελετουργίας σε συνδυασμό με το άχρονο και το απροσδιόριστο του τόπου, δημιουργούν στα υποκείμενα/χορευτές μια ψυχική απογύμνωση και μια ομογενοποίηση και έτσι ένα αμφιλεγόμενο αίσθημα κοινότητας, ισοτιμίας και αμοιβαιότητας μεταξύ τους δημιουργείται, που ενώ δεν διακρίνεται από κάποιον ορισμένο στόχο δρα ως κινητήριος δύναμη για κάτι νέο, συγκροτώντας μια εφήμερη «κοινωνία μέθεξης».
5.Η αιώρηση των χορευτών σε ένα κατώφλι “κάπου μεταξύ και ανάμεσα”, ποιες μορφές μπορεί να πάρει;
Στην παράσταση συνολικά ενυπάρχει ένα αίσθημα μεταιχμιακότητας, ένα μεταβατικό σημείο μεταξύ του πριν και του μετά. Κατά συνέπεια μια γενικότερη-μεταφορική-συνθήκη «αιώρησης» δημιουργείται. Το ίδιο το έργο αφήνει ερωτηματικά με το αν ξεκινά στο ΜΕΤΑ ή περιμένουμε να δούμε το ΜΕΤΑ και αυτή ή απροσδιόριστη χρονικότητα, που άλλωστε συναντάται σχεδόν όλες τις δουλειές μου, σωματοποιείται από τους χορευτές που «αιωρούνται» ανάμεσα στη λήθη και στη μνήμη, στην τρωτότητα και στη στιβαρότητα, στο τραύμα και στην υπέρβασή του, υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο το δυνητικό πέρασμα από κάτι που υπήρξε σε κάτι που (επ)έρχεται.