Πριν από λίγες μέρες είδα μια θεατρική παράσταση στην οποία, για λόγους σημειολογικούς, εμφανιζόταν επί σκηνής κάποια γνωστή γυναικεία μορφή της ελληνικής αρχαιότητας. Σε γενικές γραμμές η παράσταση δεν ήταν κακή. Η φιγούρα όμως που περιφερόταν επί σκηνής (με μία λευκή μουσελίνα εν είδει χιτώνα, βοστρύχους τίγκα στη λακ και σανδάλια από αυτά που κρέμονται σαν τσαμπιά από τα τουριστικά μαγαζιά) προσπαθώντας να μετουσιώσει σε κίνηση τις στάσεις των αρχαίων αγαλμάτων προκαλούσε την αμηχανία όχι μόνο του κοινού, αλλά νομίζω και της ίδιας της ηθοποιού που την παρίστανε. Αυτός είναι πάντα ο κίνδυνος της αναπαράστασης αρχαιοελληνικών μορφών και στοιχείων. Να παρεκκλίνει στη γραφικότητα. Μια αισθητική που αναπαράχθηκε σωρηδόν για να συντηρήσει τη βιομηχανία των souvenir (ως προς αυτό, πολύ καλά έκανε) και που βασίστηκε αποκλειστικά στην πρόχειρη αντιγραφή και καθόλου στην έμπνευση.
Αλλο ένα τουλπάνι πιασμένο με δύο πόρπες στους ώμους και άλλο οι πτυχώσεις στα ρούχα της μαντάμ Γκρε και της Σοφίας Κοκοσαλάκη. Αλλο το τρίπτυχο χλαμύδα, σανδάλι και σφιχτό βραχιόλι σε σχήμα φιδιού στο μπράτσο και άλλο η Σαπφώ με τα πολύχρωμα ρούχα έτσι όπως τη ζωγράφισε ο Γκόντγουαρντ. Η περισσότερο ή λιγότερο υπαινικτική εικαστική αναφορά σε μία εποχή μπορεί να έχει καλό ή κακό αποτέλεσμα. Εξαρτάται από τον δημιουργό. Το ξεπατίκωμα όμως μιας αισθητικής που ούτε καν γνωρίζουμε πώς ήταν στην πραγματικότητα είναι σίγουρα γραφικό. Το πρώτο είναι έναυσμα για τη φαντασία. Το δεύτερο την ισοπεδώνει. Το μεν μας εξοικειώνει με το θέμα στο οποίο αναφέρεται. Το δε μας απομακρύνει.
Παρατηρώ πως οι φιγούρες της Φουτάμπα Σάτο παραπέμπουν μάλλον στις κούκλες Bratz παρά στα γύψινα αγαλματίδια της Πανδρόσου. Οι μορφές της έχουν μακριές βλεφαρίδες και έντονα χείλη. Ετσι, σίγουρα κάποιοι νέοι άνθρωποι στην Ιαπωνία θα ενδιαφερθούν για την ελληνική αρχαιότητα. Από κει και πέρα την αλήθεια ας ψάξουν να τη βρουν μόνοι τους.