Τι σπουδαίο μάθημα για όλα τα μειράκια της θεατρικής τέχνης, ξένα και ντόπια, που στερημένα την αρτεσιανή πηγή που τροφοδοτεί τα κείμενα καταφεύγουν στα εμφιαλωμένα και συχνά ληγμένα νερά, τα οποία μάλιστα νοθεύουν με φάρμακα και φαρμάκια. Αναφέρομαι στις μεταμοντέρνες προκλήσεις (διότι ως προκλήσεις αναγγέλλονται από τους αμήχανους δράστες) που δανείζονται διάσημα έργα του κλασικού και του νεοκλασικού, συχνά και του μοντέρνου δραματολογίου και τους αλλάζουν τα φώτα, αντί, αν είχαν τάλαντο, να τους άλλαζαν, σε σχέση με παλιότερες ερμηνείες, τον φωτισμό. Ενα από τα πλέον συχνά θύματα είναι τραγικά κείμενα των μεγάλων ποιητών της κλασικής Αθήνας. Τα επιλέγουν συνειδητά γιατί γνωρίζουν πως οδηγούν γενιές και γενιές στα ταμεία των θεάτρων, άρα είναι κράχτες και ελκυστικά θεάματα και ακροάματα. Αλλά οι ξυλοσχίστες, επειδή είναι ανίκανοι να διεισδύσουν στους τεράστιους και ανεξάντλητους χαρακτήρες του Αισχύλου ή του Σοφοκλή και στη ριζοσπαστική ποιητική του Ευριπίδη, χρησιμοποιούν μόνο τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα στη μαρκίζα του θεάτρου και ο παρασυρμένος θεατής, ο διψασμένος απληροφόρητος νέος, μπαίνουν στην αίθουσα αντιμέτωποι με τις συμπλεγματικές διαστροφές των κειμένων. Οι κλασικοί παραποιούνται, κατειρωνεύονται, ευτελίζονται, γιουχάρονται, χειρουργούνται και ευνουχίζονται, μπολιάζονται με κάθε είδους κείμενα άλλης εποχής, άλλης φιλοσοφίας, άλλης ηθικής και άλλης αισθητικής. Μοναδικός σκοπός των πειραγμένων αυτών αλμπάνηδων να προβάλουν το νάνο ανάστημά τους πίσω από τους προβολείς και να το γιγαντώσουν σκιάζοντας το μεγάλο πρότυπο. Ομολογημένως εξάλλου σκοπός να επισκιάσουν τον Αισχύλο και να εμφανιστούν ως αυτόνομοι και αυτοδύναμοι δημιουργοί που συχνά διαλαλούν ότι μακιγιάροντας τους «πεθαμένους» κλασικούς τούς συντηρούν. Ετσι η δουλειά τους καταντά καλλιτεχνική φορμόλη.
Επειδή είναι κατά κανόνα, γιατί, όπως ομολογούν, δεν το χρειάζονται, και αδιάβαστοι και ανιστόρητοι δεν βλέπουν πως ταλαντούχοι ποιητές ή πεζοί θεατράνθρωποι του παρελθόντος κατέφυγαν στους μεγάλους μύθους της αρχαίας ελληνικής, της ρωμαϊκής αλλά ευρωπαϊκής Ιστορίας που είχαν εμπνεύσει παλιότερους δημιουργούς και έγραψαν νέα έργα, με νέες προβληματικές, νέες αισθητικές και συχνά επαναστατικές προσεγγίσεις.
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη ενέπνευσε τον Σενέκα που έγραψε μια δική του «Μήδεια» (και τα δύο ανέβασε ο Ευαγγελάτος χωρίς να θυμίζει αισθητικά η μία την άλλη παράσταση) αλλά και το αριστούργημα, η όπερα του Κερουμπίνι «Μήδεια», που δόξασε η Κάλλας το λιμπρέτο της, από τον ίδιο βαθύρριζο μύθο ξεκινούσε. Αφήνω που η ελληνική δραματουργία διαθέτει την έξοχη παρωδία «Μήδεια» του Μποστ. Κανένας από τους δημιουργούς αυτούς δεν ασέλγησε πάνω στο κείμενο του Ευριπίδη. Αντλησαν όλοι, ως όφειλαν, από την ίδια πηγή του μύθου και πρότειναν την προσωπική τους εκδοχή.
Αυτά όμως είναι στα ψιλά γράμματα για τους σκιτζήδες της μεταμοντερνιάς. Πουλάνε στην αφίσα Ευριπίδη και στην αίθουσα εκθέτουν είτε την αταλαντοσύνη τους ή, το συχνότερο, χασάπη ωραίων σωμάτων.
Αυτές τις σκέψεις, για άλλη μια φορά, μου προκάλεσε η ενδιαφέρουσα και εμπνευσμένη εκδοχή του μύθου της «Φαίδρας, του Θησέα και του Ιππόλυτου» που πριν από 90 χρόνια παρέδωσε στο διεθνές κοινό μια μεγάλη ρωσίδα ποιήτρια, η Μαρίνα Τσβετάγεβα, και τώρα παίζεται στο θέατρο Σημείο, πίσω από το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο μύθος της Φαίδρας έρχεται από τα σκοτάδια της προϊστορίας. Πρέπει κανείς να μελετήσει την κρητική μινωική παράδοση για να συναντήσει τις τρεις γενιές που οφείλονται στο σπέρμα του Μίνωα. Με την Πασιφάη γέννησε τις κόρες Αριάδνη και Φαίδρα και με την κτηνοβασία στην αγελάδα τον Μινώταυρο. Χρειάζεται όμως εδώ να θυμηθούμε πως η Πασιφάη είναι σεληνιακής καταγωγής, αναφέρεται στην πανσέληνο και τα δύο κορίτσια της είναι φάσεις της Σελήνης.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας πως και αναλυτές των μύθων αλλά κυρίως οι ψυχαναλυτές στα χρόνια μας βυθιζόμενοι στον πυθμένα των μύθων συνέδεσαν τις φάσεις της Σελήνης με τις περιόδους της γυναικείας γονιμότητας, τα έμμηνα, αλλά και τον σεληνιασμό και ο Ιπποκράτης συνέδεσε με τις σεληνιακές φάσεις και τη ροή, πάνω – κάτω, των υδάτων τών Στενών του Ευρίπου, στη Χαλκίδα.
Ο Θησέας συνδέθηκε και με τα τρία παιδιά του Μίνωα. Σκότωσε τον Μινώταυρο φτάνοντας χωρίς να χαθεί στον πολυδαίδαλο (Δαίδαλος ήταν ο αρχιτέκτονας) Λαβύρινθο, όπου βρισκόταν το τέρας, έχοντας ως οδηγό τον μίτο της Αριάδνης. Δεν χρειάζεται βέβαια πολλή σοφία για να αποκωδικοποιήσει κανείς τον συμβολισμό του Λαβυρίνθου: το τέρας που κατοικεί στο τέρμα του και η μυητική διαδικασία μιας γυναίκας να οδηγήσει τον άντρα να εξοντώσει την κτηνωδία που ενυπάρχει στη σεξουαλική επιθυμία και να απολαύσει την κλιμάκωση και την ευωχία της ηδονής και την απογείωση της εκπύρωσης. Αλλά η Αριάδνη – φάση σεληνιακή, στην επιστροφή από την Κρήτη κι όταν έπιανε το πλοίο του Θησέα Νάξο το εγκατέλειψε για τον Διόνυσο. Ετσι ο Θησέας έπεσε σε έρωτα στην αδελφή της Φαίδρα. Τι ήρωας κι αυτός! Στην Αργοναυτική Εκστρατεία πολέμησε τις πολεμικές παρθένες Αμαζόνες και βίασε την Ιππολύτη που γέννησε τον Ιππόλυτο, νέο ταμένο στην παρθενία και στην Αρτεμιν και ως εκ τούτου εχθρό της Αφροδίτης.
Ετσι ο κοινόχρηστος μύθος μάς παραδίδει μια Αφροδίτη έξαλλη με τον ερωτικά αδιάφορο και αδιάφθορο νεανία Ιππόλυτο ώστε να εμπνεύσει παραβατικό έρωτα της μητριάς του Φαίδρας με ολέθρια αποτελέσματα.
Ο Ευριπίδης στον «Ιππόλυτο», ένα από τα αριστουργήματά του, τολμά να αναλύσει σε βάθος και δημόσια (πράγμα αδιανόητο στην εποχή, ακόμη και στην τραγωδία –η εξομολόγηση γίνεται στον μετέχοντα στα γεγονότα Χορό των γυναικών της Τροιζήνας) ένα ολέθριο πάθος, μια αλαζονική εφηβική απάρνηση, μια αυτοκτονία με συκοφαντίες εις βάρος του απαρνητή, μια απάνθρωπη τιμωρία εκ μέρους του απατημένου Θησέα και μια αποκάλυψη της Αλήθειας.
Ο Σενέκας έγραψε «Φαίδρα» και ο Ρακίνας με την απογυμνωμένη λεκτικά ποίησή του έγραψε το αριστούργημα του γαλλικού κλασικισμού. Εχει ανέβει από τον Χουβαρδά παλιότερα σε μετάφραση του ποιητή Πασχάλη.
Μια έξοχη «Φαίδρα» έχει εντάξει στην «Τέταρτη διάσταση» ο Γιάννης Ρίτσος και είχε έξοχα αποδοθεί από την ηθοποιό Ζογγολοπούλου στο θέατρο Σημείον με ένα από τα αριστουργηματικότερα χτισμένα σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη: ένα δωμάτιο με θέα από το μπαλκόνι τη θάλασσα, ένα πάτωμα ξύλινο με ώχρα, μια θερινή κάψα και μια Φαίδρα να καίγεται από τον ερωτικό πυρετό και τον πόθο που μεταποιείται σε απελπισία για την άρνηση.
Και τώρα χαρήκαμε μία ρωσική «Φαίδρα». Ενα κείμενο μιας μεγάλης ποιητικής φωνής την περίοδο που ανθούν ακόμη τα λενινιστικά ανοίγματα στην πρωτοπορία (1924).
Η Τσβετάγεβα δομεί ένα νεορομαντικό παραλήρημα γεμάτο με απροσδόκητους στίχους και συμβολισμούς διεισδυτικούς. Η ποιήτρια δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τροφό, μια δόλια και συνάμα γόησσα μεσάζουσα που συντελεί στην προδιαγεγραμμένη καταστροφή.
Απέναντι ο άτεγκτος, ο σκληρός Ιππόλυτος και ο προδομένος Θησέας.
Η μετάφραση έγινε από τον Χρήστο Χρυσόπουλου. Εχει πριν από όλα θερμοκρασία, παλμό, ευφράδεια, γοητεία ο λόγος.
Ο Νίκος Διαμαντής δίδαξε τους ρόλους με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, τον ρυθμό του, τις σκιές και τα ξέφωτα των αισθημάτων. Ενα σκηνικό ποίημα. Ο Βαγγέλης Ρόκκος (Ιππόλυτος – Θησέας) έχει κύρος, πάθος και σκηνικό ήθος και ύφος ποιητικού γένους.
Ο Σταύρος Γιαννακόπουλος (Αγγελος – Υπηρέτης) λιτός.
Η Ιωάννα Μακρή (Φαίδρα – Τροφός) έξοχη. Ο καλύτερος έως τώρα ρόλος της. Τι πάθος, τι απελπισία, τι προσδοκία, τι προδοσία. Με μέτρο.