Είχα γνωρίσει προ οκταετίας τον Τομπάιας Γουλφ διαβάζοντας τη νουβέλα του Ο κλέφτης του στρατοπέδου (Πόλις), την οποία και είχα παρουσιάσει σε αυτές εδώ τις στήλες. Είδα στη συνέχεια αναδρομικά την ταινία «Αγεφύρωτες σχέσεις» –πρωτότυπος τίτλος: «This boy’s life», με την Ελεν Μπάρκιν, τον νεαρό τότε Λεονάρντο ντι Κάπριο και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του, που αναφέρεται στα πρώιμα χρόνια του. Διάβασα έπειτα Το παλιό σχολείο (εκδ. Πόλις), από όπου και άντλησα ποικίλα ερεθίσματα για μια σκηνή σε δικό μου εν εξελίξει έργο –την Αγρια Δύση. Ο Γουλφ μού έδινε την αίσθηση ότι η χαρά βρίσκεται σε δύο δρασκελιές απόσταση από όλους, αρκεί να μας πάρει κάποιος από το χέρι και να μας οδηγήσει ώς αυτήν. Εννοώ βέβαια την καθαρτήρια χαρά της ανάγνωσης, όχι της ζωής των ηρώων του, οι οποίοι τσαλαβουτάνε ανάμεσα σε αναποδιές και συστροφές της τύχης.
Στο Παλιό σχολείο είχα σημειώσει μια φράση (ανάμεσα σε πολλές άλλες) που πιθανότατα μπορεί να χρησιμέψει ως καθοδηγητικό κλειδί του έργου του. Μιλάει ο ποιητής Ρόμπερτ Φροστ προς τους φοιτητές ενός καλού κολεγίου: «Σκέφτομαι τον πόνο του Αχιλλέα. Θα σας πω κάτι, παιδιά. Για έναν τέτοιο πόνο, μόνο μέσα από τη φόρμα μπορείς να μιλήσεις. Ισως μόνο έτσι και να υπάρχει. Η φόρμα είναι το παν. Ειδάλλως, δεν έχεις παρά μια κραυγή –ειλικρινή, δεν λέω, που μπορεί να έχει την αξία της, αλλά σίγουρα δεν έχει ούτε βεληνεκές ούτε βάθος. Και δεν αντηχεί. Ετσι μπορεί να έχεις παράπονο αλλά όχι πόνο, και τα παράπονα είναι για διαμαρτυρίες, όχι για ποίηση».
Χαμηλόφωνος πόνος
Ετσι κι εδώ. Ο πόνος των ηρώων είναι χαμηλόφωνος και υποδηλώνεται από τα γεγονότα –ακόμη και ο ίδιος ο σωματικός πόνος. Ας πούμε, στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Κυνηγοί στο χιόνι» πυροβολείται στην κοιλιά ο ένας από τους τρεις της κυνηγετικής παρέας. Οι δύο άλλοι σύντροφοί του, αντί να τον πάνε στα επείγοντα, τον σέρνουν από δω κι από κει στην καρότσα του ημιφορτηγού τους αλληλοεξομολογούμενοι προσωπικά τους ζητήματα και διαφορές, ώσπου τον ξεχνάνε τελείως και χάνουν τον δρόμο τους μες στο χιόνι. Ή λ.χ. στο διήγημα «Μια σφαίρα στο κεφάλι», όταν ο ήρωας πυροβολείται στη διάρκεια μιας ληστείας σε τράπεζα, ο Γουλφ μετατοπίζει ελαφρά την κάμερα για να μας αφηγηθεί εικόνες από ολόκληρη τη ζωή του που περνούν από το μυαλό του μέχρι να επέλθει ο θάνατος –μια ιδιοφυής επιλογή μοναδικών στιγμών και απαλοιφή άλλων, που η ταυτόχρονη προβολή τους έχει γίνει δυνατή χάρη στις αλυσιδωτές αντιδράσεις μεταξύ ιόντων και νευροδιαβιβαστών. Ωσπου να βγει η σφαίρα απ’ το κρανίο βυθίζοντας στην οριστική λήθη μνήμες, ελπίδες, αγάπες και τραύματα, ο πρωταγωνιστής «έχει ακόμα καιρό για να μακρύνουν οι σκιές στο γρασίδι, καιρό για να γαβγίσει το δεμένο σκυλί καθώς η μπάλα ίπταται, καιρό για να χτυπήσει το καταϊδρωμένο του γάντι το παιδί στα δεξιά του γηπέδου» κ.λπ. κ.λπ.
Αναπροσδιορισμός
Υπάρχει καιρός για όλα, ακόμη και την έσχατη ώρα. Ωστόσο, μη φανταστεί ο αναγνώστης ότι έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με πολεμοχαρείς αφηγήσεις, κι ας είναι «Η χαρά του πολεμιστή» τίτλος αυτής της συλλογής. Συνήθως ο πόνος στα αφηγήματα του Γουλφ είναι υπόκωφος, απροσδιόριστος, βραδείας καύσεως. Ή απλούστατα δεν γίνεται αισθητός από τους ήρωές του που ψάχνουν τον ρόλο τους στον κόσμο, κουκουλώνουν τις ενοχές τους ή αναπροσδιορίζονται. Στο «Ενα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ», ο ήρωας ζηλεύει τον ερωτικά πετυχημένο συνάδελφό του καθώς αναγκάζεται να τον υποστεί σε κάποιο λογοτεχνικό συνέδριο. Εκεί ωστόσο θα παραβεί τους συζυγικούς του όρκους και θα συνευρεθεί με μια γοητευτική, πλην ασθενούσα γυναίκα, λάτριδα της ρεαλιστικής / νατουραλιστικής ποίησης, είδους που απεχθάνεται ο ήρωας. Μεμιάς έχει προδώσει τις αισθητικές του απόψεις, τη σχέση με τη γυναίκα του και ταυτόχρονα τις προσδοκίες της πρόσκαιρης ερωμένης που μια ζωή θα συνεχίσει να του στέλνει ανώνυμες κάρτες. Οσο για τη σύζυγο, παρά τα ίχνη που ανακαλύπτει, αδυνατεί να πιστέψει στην προδοσία: «Η αμφιβολία πέρασε από το μυαλό της στο σώμα της. Εγινε μία απ’ αυτές τις ανατριχίλες που σε ταράζουν για λίγο καιρό κι ύστερα από μερικά χρόνια εξαφανίζονται τελείως».
Ο Φορντ και ο Κάρβερ
Ο Γουλφ απεχθάνεται τις κορυφώσεις όπως απεχθάνεται και τις κραυγές. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με δυο γραμμές και μόνο κατά το σκέλος που αποδεικνύεται λειτουργικό για την ιστορία του. Οταν λ.χ. πέφτει η στάχτη του τσιγάρου μιας ηρωίδας του στην ομελέτα που φτιάχνει, εκείνη, ύστερα από μια παύση, τα ανακατεύει όλα μαζί, δίνοντάς μας μια διάφανη εικόνα για την ψυχική της κατάσταση. Η μακρά φιλία του με τον άλλο μάστορα της αμερικανικής μικρής φόρμας, τον Ρέιμοντ Κάρβερ, αλλά και με τον Ρίτσαρντ Φορντ, έκανε ορισμένους κριτικούς να τον κατατάξουν στη σχολή με τον τίτλο (άστοχο, κατά την άποψή μου) βρώμικος ρεαλισμός. Ωστόσο, το προέχον στον Γουλφ δεν είναι η αποκάλυψη κάποιου τύπου πραγματικής ή μεταφορικής βρωμιάς αλλά η χρήση της καθημερινότητας ως εργαλείου αναπροσδιορισμού του ασήμαντου και ευτελούς –αυτού που συνήθως περνά απαρατήρητο. Οι ήρωές του είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, έκκεντροι αν και όχι περιθωριακοί, οι οποίοι σε κάποια ανεξέλεγκτη τροπή των πραγμάτων γίνονται άξιοι αφήγησης –δηλαδή λογοτεχνικοί ήρωες. Οπως, ας πούμε, ο νεαρός δημοσιογράφος στο διήγημα «Θνητοί», που η ενασχόλησή του με τις νεκρολογίες τον κάνει εξπέρ του είδους και τον εξοικειώνει πλήρως με την ιδέα του θανάτου, σε σημείο που επινοεί φανταστικούς νεκρούς και αντίστοιχα βιογραφικά για να γεμίσει τη στήλη του. Μέχρι που εμφανίζεται ολοζώντανος ο αναφερόμενος σε κάποια νεκρολογία (όπως ο Μαρκ Τουέιν που σε αντίστοιχη περίπτωση βγήκε με τη δήλωση «Οι περί του θανάτου μου φήμες είναι κάπως υπερβολικές») και η γυναίκα του ζητά την κεφαλή του δημοσιογράφου επί πίνακι. Φυσικά απολύεται. Πλήρης ενοχών σκέφτεται πως η αναγγελία του θανάτου αυτού του ανθρώπου θα επισκιάζει από δω και πέρα τη ζωή του, ώσπου σε μια ευφάνταστη ανατροπή της αφήγησης αποδεικνύεται ότι την αγγελία την είχε στείλει ο ίδιος ο παθών που υπέφερε, καταπώς φαίνεται, από έλλειμμα κοινωνικής καταξίωσης: είχε επιτέλους ζήσει την ίδια του την ανάσταση ενόσω βρισκόταν ακόμα εν ζωή, σκέφτεται ο απολυμένος δημοσιογράφος μες στην οργή του.

Επινοήσεις

«Οι ιστορίες που πλάθεις θα συμβούν έτσι κι αλλιώς»
Το καλά μεταφρασμένο αυτό βιβλίο, όπως και άλλα έργα του Γουλφ (λ.χ. ολόκληρο Το παλιό σχολείο), βρίθει από εύστοχες, διόλου πομπώδεις διερωτήσεις για τη φύση και τον ρόλο της συγγραφικής τέχνης. Αυτό γίνεται σαφές λ.χ. στη σαρκαστική αντιμετώπιση της παρουσίασης ενός φιλόδοξου νεαρού σε λογοτεχνικό συνέδριο («Κανένας δεν θα επιθυμούσε να έχει διαρκέσει περισσότερο» λέει η προεδρεύουσα) αλλά και σε ολόκληρο το διήγημα «Ο ψεύτης», όπου μια μητέρα, σε απόγνωση ευρισκόμενη από τις επινοήσεις και τους φανταστικούς ρόλους που ενδύεται ο γιος της, θα του πει: «Δεν χρειάζεται να πλάθεις όλες αυτές τις ιστορίες, Τζέιμς. Θα συμβούν έτσι κι αλλιώς». Οι ίδιες ή κάποιες άλλες όντως συμβαίνουν «στις μικρές και άχαρες ζωές μας», όπως θα έλεγε κι ο Κέβιν Σπέισι στην ταινία American beauty του Σαμ Μέντεζ. Η χαρά του πολεμιστή δεν είναι κάτι άλλο από την ένταξη σε ένα κοινωνικό υποσύνολο που θέτει σε παρένθεση τις απογοητεύσεις της ζωής, αναδεικνύοντας το δυνατόν να βιωθεί (το ίδιο μοτίβο επανέρχεται άλλωστε στον Κλέφτη του στρατοπέδου).
Τι πιο λυτρωτικό να το ανακαλύπτει κανείς, μέσω μάλιστα της λογοτεχνίας;

Tobias Wolff

Η χαρά του πολεμιστήκαι άλλα διηγήματα

Μτφ.Τ. Αναστασίου,Γ. Παλαβός

Εκδ. Ικαρος, 2017, σελ. 188

Τιμή: 14,70 ευρώ