Σε ποιον βαθμό δέχεται να κινδυνέψει κανείς πραγματικά γράφοντας ποίηση και να μην αραδιάζει απλά λέξεις έστω και αρμολογημένες με έναν τόσο εντελή τρόπο ώστε το ποίημα να φαίνεται πως λάμπει; Να κινδυνεύσεις εσωτερικά με έναν τρόπο που καμιά άλλη τέχνη, ακόμα και του λόγου, δεν φαίνεται να προϋποθέτει, με την έννοια ότι ανακαλύπτεις ουσίες που σε κάνουν έναν «άλλον», σε μεταβάλλουν σε έναν εαυτό που δεν θα υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή του και θα σου παρέμενε άγνωστος, αν δεν έγραφες ποίηση. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, με το πρώτο της κιόλας βιβλίο, το εκδομένο το 1963 (55 ήδη χρόνια!), το Λύκοι και σύννεφα, έδειχνε όχι μόνο να αποδέχεται τον κίνδυνο αυτό, αλλά να μη διστάζει να τον εκφράζει ως πρωτογενές βίωμα, σε μια εποχή μάλιστα σχεδόν καθολικά προσανατολισμένη σε μια ποίηση κοινωνικής διαμαρτυρίας, διανθισμένης βέβαια με ανταύγειες μιας υπαρξιακής οιμωγής.

Αν θα έπρεπε σώνει και καλά να ανακαλύψουμε μια συγγένεια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ με προγενέστερους ή σύγχρονους ομοτέχνους της, θα ήταν η άμεση ένταξή της σε αυτή την λαμπρή σειρά των «καταραμένων» ποιητών (δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα ελληνικά ή ξένα γιατί είναι πολύ γνωστά) με μια όμως διαφορά: μια πολύ μικρότερη διάθεση αυτοκαταστροφής ώστε στην Αγγελάκη-Ρουκ η ποίηση –όσο και αν συνετέλεσε στον αφανισμό του ποιητή, τον συχνά συνώνυμο με έναν θρίαμβο –η ίδια να διασώζεται.

Η στροφή

Το γράφει άλλωστε πολύ ωραία η Αγγελάκη-Ρουκ σε ένα επιμνημόσυνο κείμενό της για την ποιήτρια Κοραλία Θεοτοκά, αμέσως μετά την αυτοκτονία της δημιουργού των Μεγάλων διαδικασιών, δημοσιευμένο στο αλησμόνητο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Τραμ, στα 1977: «Κόβοντας απ’ τα δρομάκια τα σπαρμένα καντήλια (σ.σ. του νεκροταφείου) λέω: Κοραλία, η ποίηση (γελάς τώρα, σε βλέπω) γιατί δεν σ’ έσωσε; Γιατί άφησε από τα χέρια της το σκοινάκι που σε κρατούσε; Αλλά ξαφνικά ένας στίχος της: “Είμαι στέρεος, γιατί μάχομαι έξω από το σώμα”. Μήπως λοιπόν κάπου κάτι σώζει… σώζεται;».Φαίνεται πως το «σκοινάκι» που έδενε και εξακολουθεί να δένει την Αγγελάκη-Ρουκ με την ποίηση η ίδια το δυνάμωσε («σφυρηλάτησε», θα λέγαμε, αν το ρήμα δεν είχε κάτι το τόσο στέρεο ώστε να γίνεται αντιποιητικό), με τα δεκαέξι ποιητικά της βιβλία (πόσο αλησμόνητοι ανάμεσα σε άλλους οι τίτλοι Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, Ωραία έρημος η σάρκα, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα), ώστε να φτάσει στο σημερινό με τον τίτλο Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο.

Εναν τίτλο που μαζί με εκείνον του προηγούμενού της βιβλίου, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, σαν να φανερώνουν μια «στροφή» της Αγγελάκη-Ρουκ σε μια ποίηση γειωμένα φιλοσοφική ώστε στο βαθμό που το ανθρώπινο σώμα λογαριαζόταν ως η τελική εγγύηση για καθετί που είχε γραφεί ώς το 2011, το ίδιο ακριβώς να κατακυρώνει τη σημασία μιας στοχαστικής περίσσειας όπως παρατηρείται στα δύο τελευταία της βιβλία. Ακόμα και όταν η αίσθηση της φθοράς και της απώλειας διαγραφόταν ως προοπτική, η έντασή της παρέμενε τόσο κυριαρχική όσο και σήμερα που η προοπτική έχει μεταμορφωθεί σε βεβαιότητα. Με αποτέλεσμα μια γέφυρα να ενώνει τα διεστώτα μέσα στο χρόνο και όσο σπαρακτική ακουγόταν η ποιήτρια πριν από σαράντα χρόνια στα Σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, άλλο τόσο να προσλαμβάνεται σήμερα με την ανατριχιαστική ηρεμία του ποιήματος «Αδειο», που θα μπορούσε θαυμάσια να ονομάζεται «Τέλος»: «Τι έγιναν τα πολύτιμα πετράδια που αφήνουν πίσω τους οι εμπειρίες; Πού τ’ άφησαν; Μέσα μου; Μα δεν ακούγεται ούτε η ηχώ της νοσταλγίας ούτε της απόγνωσης. Το μέσα μου είναι το απόλυτο άδειο. Εφυγε και το μέλλον».

Μία άλλη διάσταση

Βέβαια, ακόμα και το πιο ρηξικέλευθο, επαναστατικό δημιούργημα, έχει ως προϋπόθεσή του την παραδοχή μιας ελάχιστης έστω σύμβασης, αλλιώς πώς να εξηγηθεί ότι η Αγγελάκη-Ρουκ, που έχει διαπρέψει σε μια σχέση με τις λέξεις τόσο προσωπική, με το νόημά τους να φαίνεται ότι μπορεί να δώσει μιαν άλλη διάσταση σε περιστατικά όχι μόνο προσωποπαγή αλλά και ιστορικά, θυσιάζεται σε μια τόσο κοινότοπη αίσθηση του χρόνου με να τον χαρακτηρίζει ως «ανήλεο», όπως ακριβώς θα τον αισθανόταν ο «μέσος άνθρωπος», που δεν θα μπορούσε να συνάψει κανέναν εντελώς ιδιαίτερο διάλογο μαζί του;

Ενώ λοιπόν ώς σήμερα φαινόταν μαζί με την ποίηση να διασώζεται και ο ποιητής, ειδικά με το Αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, έχεις την αίσθηση ότι μόνον «αφανίζοντας» τον ίδιο τον ποιητή μπορεί η ποίηση να ανθίσει ως κάτι αυτόνομο και ανέπαφο σε σχέση με τον χρόνο, έστω και αν λίπασμά της υπήρξαν «λεπτομέρειες» βίου που θα ήταν μια μορφή δικαιοσύνης η ατόφια, χωρίς μετασχηματισμό, επιβίωσή τους. «Παντοδύναμη αισθανόμουνα όλη μου τη ζωή αν και είχα γεννηθεί ανάπηρη. Τώρα βήμα δεν μπορώ να κάνω χωρίς στήριγμα». Βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε, η ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ στο σύνολό της δεν υπήρξε παρά μια διαβάθμιση της απελπισίας, αφού η «παντοδυναμία» της δεν την εμπόδισε να αισθάνεται «σαν μια πατημένη κατσαρίδα», όπως ομολογούσε σε ένα ποίημά της.

Η Αγγελάκη-Ρουκ καλλιέργησε από το πρώτο της κιόλας βιβλίο μια ποίηση τόσο βαθιά δεμένη με τη ζωή ώστε όση ομορφιά, πειθώ ή κύρος θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει στερηθεί αυτή, να μπορεί να της τα μεταγγίζει, και όχι απλώς να της τα εμφυσά, η ποίηση. Μια ποίηση που να επεμβαίνει χωρίς ίχνος ψυχαναλυτικής πρόθεσης, σχεδόν θεραπευτικά, και να επουλώνει κάθε πληγή, ακόμα και βαθαίνοντάς την, προκειμένου να μπορεί να φτάσει ώς τα άκρα της ιαματικής της αποτελεσματικότητας. Μια ποίηση που αφού έχει ξορκίσει ή ιδιοποιηθεί –είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα –τη στέρηση και τον πόνο, ακόμα και τον φόβο των γηρατειών και του θανάτου, να μπορεί να τα μεταβάλει σε προϋποθέσεις ενός θριάμβου, ώστε την απάντηση για όλα τα ερωτήματα που ταλανίζουν τη συνείδηση των ανθρώπων να μην είναι παρά μόνον η ποίηση που μπορεί να τη δώσει.

Απεμπόληση

Μάλλον ατυχής έκφραση «σε προϋποθέσεις ενός θριάμβου» όσον αφορά τη στέρηση, τον πόνο, τα γηρατειά και τον θάνατο. Τα μεταβάλλει σε συνενόχους ώστε κάθε καινούργια ανακάλυψη στο χώρο της ποίησης να ισοδυναμεί με την προσδοκία ενός θαύματος στο χώρο της ζωής. Είναι απορίας άξιο πώς η Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται να απεμπολεί τον ιαματικό χαρακτήρα της ποίησης που η ίδια τον καλλιέργησε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη στιγμή ακριβώς που αισθάνεται κανείς την ανάγκη να τον δεχτεί ως απόλυτο. Εκτός και αν η απεμπόληση αυτή γίνεται εκ του πονηρού προκειμένου να γραφούν μιας άλλης μορφής σπαρακτικώς εντελή ποιήματα («Τα ψυχρά άνθη του νου» κατά τον Καρυωτάκη). Σε τέτοιον βαθμό ώστε η διαβάθμιση της απελπισίας που σημειώναμε, αν και θα έπρεπε να έχει αγγίξει το κορυφαίο της όριο, να εμφανίζεται σχεδόν ως μια απελπισία παρηγορητική.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο

Εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 88

Τιμή: 8,50 ευρώ