Γνωρίζαμε πως το φαγητό είναι κάτι περισσότερο από βιολογική ανάγκη. Είναι απόλαυση, μια καθημερινή ηδονή, αλλά και μια καλή ευκαιρία να εκδηλώσουμε την κοινωνικότητά μας, συναντώντας γύρω από το καλοστρωμένο τραπέζι άλλους ανθρώπους. Ολα αυτά ώς τη στιγμή που έγιναν της μόδας τα ριάλιτι μαγειρικής, εκπομπές που ήρθαν για να μετατρέψουν την κουζίνα σε ρινγκ. Για να κάνουν την απόλαυση του μαγειρέματος (αυτή την τόσο δημιουργική, χαλαρωτική, ευχάριστη διαδικασία) να μοιάζει με πόλεμο. Με τους παίκτες έτοιμους να βάλουν τα καυτά αβγά που έβρασαν για πρωινό κάτω από τις μασχάλες του αντιπάλου τους, να ακονίσουν πάνω του τα μαχαίρια τους και να ρίξουν ξίδι και αλάτι στην πληγή που θα του ανοίξουν. Και με τους κριτές, διάσημους συνήθως μαγείρους, να συμπεριφέρονται πολλές φορές στους παίκτες όπως οι σκληροτράχαλοι πλοίαρχοι συμπεριφέρονταν στους σκλάβους που τραβούσαν κουπί, με σκληρότητα και απαξίωση. Γιατί μόνο έτσι θα μάθουν;
Γιατί έτσι ανεβαίνουν τα νούμερα, είναι δοκιμασμένη η συνταγή. Ας μη γελιόμαστε, παραστάσεις επιμελώς στημένες ώστε να κρατάνε αμείωτη την προσοχή του κοινού είναι αυτού του είδους οι εκπομπές. Και συχνά τα καταφέρνουν να κερδίσουν αυτό το κοινό, όπως τα κατάφερε και το φετινό «Master chef», με τις ικανοποιητικές θεαματικότητές του και με τη μεγάλη αποδοχή που έχει στο ευρύ κοινό. Αν όμως αφήσουμε στην άκρη τα νούμερα που επιβεβαιώνουν την εμπορική επιτυχία και κρίνουμε και την εν λόγω εκπομπή με ποιοτικά κριτήρια; Οσο και αν εκ πρώτης, ξεκινώντας από την επιλογή της κριτικής επιτροπής (όπου αυτή τη φορά οι κριτές δεν παίζουν τους… σκληροτράχηλους πλοιάρχους), γίνεται εμφανής η προσπάθεια του Star να κρατήσει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο, στην εξέλιξη του παιχνιδιού το επίπεδο παίρνει τον κατήφορο. Με τους παίκτες, τον έναν μετά τον άλλο, να αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο των μονομάχων. Εκείνων που δεν μπήκαν στην αρένα για να μάθουν, όπως ισχυρίστηκαν στην αρχή, τα μυστικά της κουζίνας, αλλά για να κερδίσουν καθαρίζοντας επιδέξια (ή και αδέξια, και αυτό αρέσει στο φιλοθέαμον κοινό) τους αντιπάλους τους. Μαχαίρια υπάρχουν μπόλικα γύρω τους, όσο για τα πισώπλατα μαχαιρώματα είναι μια αλάθητη μέθοδος για να γίνει γνωστό το όνομά σου, όπως επιβεβαιώνεται από μια σύντομη ματιά στα ριάλιτι μαγειρικής α λα «Master chef». Από τότε που πρωτοέγιναν μόδα ώς τις μέρες μας.
Οι εκπομπές μαγειρικής (στην προ ριάλιτι εποχή) ξεκίνησαν από το ραδιόφωνο, για να περάσουν κατά τη δεκαετία του ’40 στην μικρή οθόνη. Πρώτη τηλεοπτική εκπομπή του είδους θεωρείται το «I love to eat», το οποίο ξεκίνησε να προβάλλεται στις 30 Αυγούστου του 1947 από το NBC και ολοκληρώθηκε τον Μάιο της ερχόμενης χρονιάς: Σε ζωντανή μετάδοση ο σεφ και συγγραφέας Τζέιμς Μπίαρντ μαγείρευε, για να κατηγορηθεί για την απροκάλυπτη διαφήμιση των εταιρειών με προϊόντα διατροφής αλλά και για να ανοίξει τον δρόμο στο από τηλεοράσεως sponsoring. Η πρώτη γυναίκα απόφοιτος της περίφημης σχολής Le Cordon Bleu, η Ντιόν Λούκας, παρουσίασε τα δικά της μαγειρικά σόου ξεκινώντας από το «The queens taste» (CBS 1948-1949), ενώ η Τζούλια Τσάιλντ (η πληθωρική μαγείρισσα τη ζωή της οποίας ερμήνευσε η Μέριλ Στριπ στον κινηματογράφο) με το «The French chef» (WGBH 1963-1973) έφερε τη γαλλική κουζίνα σε όλα τα αμερικανικά σπίτια. Σιγά-σιγά και ενώ η από τηλεοράσεως ψυχαγωγία περνούσε σε μια νέα εποχή, οι εκπομπές μαγειρικής έδωσαν τη θέση τους σε πιο «σύνθετες» παραγωγές, όπως π.χ. στο «Two fat ladies» (BBC 2, 1996) όπου οι ευτραφείς κυρίες του τίτλου, η Κλαρίσα Ντίξον Ράιτ και η Τζένιφερ Πάτερσον, ταξίδευαν στη Βρετανία (κυρίως) και μαγείρευαν, ή το «A cook’s tour» (Food Νetwork 2002), όπου ο διάσημος σεφ Αντονι Μπουρντέν ταξίδευε σε όλον τον κόσμο και μας παρουσίαζε τις τοπικές κουζίνες. Ανάμεσα σε αυτά το γιαπωνέζικο «Iron chef» (Fuji Television, 1993) είναι ένα από τα πρώτα μαγειρικά ριάλιτι διεθνώς, μια παραγωγή που μεταφέρθηκε στον Καναδά, στην Αυστραλία αλλά και στις ΗΠΑ με επιτυχία.
Το 2003 ο celebrity chef Ρόκο ντι Σπίριτο παρουσίασε το «Restaurant» (NBC) που αφορούσε τη δημιουργία (διαμόρφωση, διακόσμηση, στελέχωση) ενός νέου εστιατορίου. Δηλαδή (και) τη φαγωμάρα ανάμεσα σε όσους μπλέχτηκαν στην επιχείρηση, από τον αρχιμάγειρο ώς τον τελευταίο σερβιτόρο. Στο «Ramsay’s Kitchen Nightmares» ο σεφ Γκόρντον Ράμσεϊ λάμβανε SOS από ιδιοκτήτες εστιατορίων που βλέπουν τις επιχειρήσεις τους να πεθαίνουν και έσπευδε να βοηθήσει και να τους περιποιηθεί με τη φαρμακερή ειρωνεία του και την εξίσου φαρμακερή γλώσσα του. Το αγγλικό «Hell’s Kitchen», που ξεκίνησε να προβάλλεται το 2004, διαδέχτηκε η αμερικανική εκδοχή του, η οποία ξεκίνησε να προβάλλεται το 2005 και συνεχίζει μέχρι σήμερα, δείχνοντας πως πράγματι η κουζίνα μπορεί να γίνει κόλαση –φροντίζει γι’ αυτό και ο Εκτορας Μποτρίνι στην ελληνική version του παιχνιδιού. Οσο για το «Top chef» (Bravo), ξεκίνησε το 2006 και συνεχίζεται και αυτό μέχρι σήμερα.
Το «Master chef» έκανε την εμφάνισή του στη βρετανική τηλεόραση το 1990 για να ολοκληρωθεί σε πρώτη φάση το 2001 και να αρχίσει εκ νέου το 2005. Εμπνευστής του και παραγωγός του ο Φρανκ Ρόνταμ, επιχειρηματίας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ο οποίος παρακολουθώντας με τις κάμερές του τη δουλειά που γίνεται μέσα σε μια κουζίνα θα κάνει τη μεγαλύτερη επιτυχία της τηλεοπτικής σταδιοδρομίας του. Η ιδέα είναι απλή: η κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από διάσημους μάγειρες και ζαχαροπλάστες, διδάσκει στους συμμετέχοντες τα μυστικά της κουζίνας και ταυτόχρονα τους βάζει δοκιμασίες από την επιτυχία των οποίων θα κριθεί η παραμονή τους στο παιχνίδι. Το σόου μεταφέρθηκε από τη Βρετανία στις ΗΠΑ (Fοx) με επικεφαλής τον σεφ Γκόρντον Ράμσεϊ και με τη συμμετοχή και άλλων μεγάλων ονομάτων της παγκόσμιας γαστριμαργικής αγοράς όπως των σεφ Γκράχαμ Ελιοτ και Ααρον Σάντσες και της σπεσιαλίστα των γλυκών Κριστίνα Τόζι. Η επιτυχία μεγάλη. Το φαινόμενο «Master chef» εξαπλώθηκε ακολούθως σε όλο τον κόσμο, από την Αυστραλία, το Βιετνάμ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία ώς τη Χιλή, την Κολομβία και την Αργεντινή, και από το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισλανδία ώς την Ινδονησία, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. Η αγγλική και η αμερικανική εκδοχή συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Γεύση Ελλάδας
Το Mega είναι το πρώτο κανάλι που έφερε τον «Master chef» στην Ελλάδα. Ο πρώτος κύκλος έκανε πρεμιέρα στις 3 Οκτωβρίου 2010 και ολοκληρώθηκε στις 28 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ενώ ο δεύτερος παίχτηκε δύο χρόνια μετά, από τον Δεκέμβριο του 2012 ως το Μάρτιο του 2013. Παρουσιάστρια αρχικά ήταν η Ευγενία Μανωλίδου και στη συνέχεια η Μαίρη Συνατσάκη. Την τριάδα των σεφ αποτελούσαν οι Λευτέρης Λαζάρου, Δημήτρης Σκαρμούτσος και Γιάννης Λουκάκος. Οι ίδιοι ήταν κριτική επιτροπή και στην εκδοχή για παιδιά, το «Junior MasterChef» που είχε παρουσιάστρια τη Μαρία Μπεκατώρου και παίχτηκε από τον Νοέμβριο του 2011 ώς τον Φεβρουάριο του 2012. Το ελληνικό «Master chef» επανήλθε για τρίτο κύκλο από τη συχνότητα του Star το καλοκαίρι του 2017, με τον Σκαρμούτσο αυτή τη φορά πλαισιωμένο από τους Σωτήρη Κοντιζά και Πάνο Ιωαννίδη. Στον τέταρτο κύκλο που προβάλλεται αυτή τη στιγμή, οι Κοντιζάς και Ιωαννίδης έχουν παραμείνει, τον Σκαρμούτσο όμως έχει διαδεχθεί ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος. Η υποδοχή του νέου «Master chef» από το κοινό ήταν θετική: στις μετρήσεις για τις θεαματικότητες το ριάλιτι αφήνει πίσω εκπομπές όπως τα «Power of love» και «Dancing with the stars», ενώ υπάρχουν μέρες που κονταροχτυπιέται με το «Survivor» και το «Τατουάζ». Γι’ αυτό και το Star πρόσθεσε και νέα επεισόδια, επιμηκύνοντας τη διάρκεια του παιχνιδιού μέχρι τα μέσα Μαΐου. Και ετοιμάζει έναν ακόμα κύκλο, ο οποίος μάλλον θα βγει στο γυαλί στις αρχές του 2019.
Πού οφείλεται άραγε η επιτυχία; Η παραγωγή είναι πολύ καλά στημένη, όπως εξάλλου ήταν και τα προηγούμενα «Master chef». Ιδιαίτερους επαίνους έχει δεχτεί η φετινή τριάδα των σεφ, στην οποία πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό η απήχηση που έχει η παραγωγή: Κοντιζάς, Ιωαννίδης και Κουτσόπουλος αρέσουν, όπως φαίνεται από τα σχόλια που δημοσιεύονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Κουτσόπουλος μιλώντας στο ένθετο «Secret» των «Παραπολιτικών» προσπαθεί να εξηγήσει το σουξέ τους λέγοντας: «Δουλεύει για χρόνια μια ομάδα που γνωρίζει πολύ καλά το κόνσεπτ. Ολοι αυτοί μαζί, με την προσθήκη κάποιων καινούργιων ανθρώπων, που έφεραν μια φρέσκια προσέγγιση, είναι για εμένα ο λόγος της επιτυχίας, όπως αυτή ορίζεται με τηλεοπτικούς όρους». Ο Κοντιζάς σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Κατερίνα Καραβάτου αναφέρεται με χιούμορ σε ένα περιστατικό για να δείξει με τη σειρά του το μέγεθος της επιτυχίας: πριν αρχίσει το νέο «Master chef», και επειδή ο ίδιος δεν τα πηγαίνει καλά με τα social media, ζήτησε από τη γυναίκα του να τον βοηθήσει, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση των λογαριασμών του. Εκείνη αρνήθηκε. Οταν όμως άρχισαν να καταφθάνουν εκατοντάδες μηνύματα θαυμασμού, κυρίως από γυναίκες, το ξανασκέφτηκε και του ζήτησε τους κωδικούς. Οταν η παρουσιάστρια τον ρώτησε αν απαντά σε αυτά τα μηνύματα, ο σεφ εξήγησε πως το κάνει εκεί που μπορεί, αλλά «τι απάντηση μπορείς να δώσεις όταν σου στέλνουν μια καρδιά;».
Ο τρίτος της παρέας, ο Πάνος Ιωαννίδης, που και εκείνος παίζει το παιχνίδι της τηλεοπτικής γοητείας πολύ καλά, δήλωσε σε δική του συνέντευξη στο «People» του «Πρώτου Θέματος»: «Επειδή μου έχουν φερθεί πολύ άσχημα και πέρασα δύσκολα, δεν το κάνω σήμερα που ηγούμαι εγώ σε μια κουζίνα. Αν δεν μου κάνει κάποιος, διακόπτω τη συνεργασία μαζί του. Bullying όμως δεν θα κάνω ποτέ». Είναι αλήθεια, και ίσως αυτή να είναι μία επιπλέον λεπτομέρεια που συμβάλλει στην επιτυχία: οι κριτές είναι πάντα ευγενικοί, ακόμα και όταν εκνευρίζονται δεν παρεκτρέπονται και δεν μιλάνε άσχημα, σε αντίθεση π.χ. με τον απότομο και αγενή τρόπο του διόλου συμπαθητικού ρόλου (γιατί όλοι ρόλους ερμηνεύουν) που «χτίζει» ο Μποτρίνι στο «Hell’s kitchen». Ακόμα και όταν προσπαθούν να πυροδοτήσουν το συναίσθημα (ή και τον εκνευρισμό) κάποιων παικτών, το κάνουν με έναν χαριτωμένα υποδόριο και ευφυώς καμουφλαρισμένο πίσω από την ευγένεια τρόπο που δεν τους εκθέτει. Εξυπνη συνταγή!
Ομως, το καλογυρισμένο «Master chef» με τους πάντα κομψούς, περιποιημένους, καλοντυμένους και κόσμιους σεφ, δεν είναι σε καμία περίπτωση σχολή μαγειρικής. Παραμένει ένα σκληρό ριάλιτι, το οποίο μαζί με τα όποια ταλέντα των παικτών, βγάζει στη φόρα και τα ελαττώματά τους. Και αν εδώ οι συμμετέχοντες εκτίθεται (αφήνονται να εκτεθούν) με πιο… πολιτισμένο τρόπο απ’ ό,τι γίνεται σε άλλα ριάλιτι, δεν παύουν να δίνουν άφθονη τροφή για κουσκούς σε ένα κοινό που περισσότερο τρέφεται από το κουτσομπολιό παρά από ένα καλομαγειρεμένο πιάτο από τα χέρια της Μάγκυ, του Τζώρτζη, της Γωγώς ή του… Τιμολέων (όπως άκλιτο τον αποκαλούν οι συναγωνιστές του για να προκαλέσουν πλήθος ειρωνικών σχολίων), το οποίο ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να δοκιμάσει.
Είναι σίγουρα επιτυχία των τριών σεφ η στελέχωση της ομάδας με τους φιλόδοξους μάγειρες που διαγωνίζονται για το έπαθλο. Γιατί έβαλαν στο σπίτι ανθρώπους που εκτός από κλίση στη μαγειρική, έχουν και όλα τα άλλα που χρειάζονται: μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, μεγάλες φιλοδοξίες, διάθεση να μεταφέρουν το παιχνίδι και κάτω από το τραπέζι.
Η ευγενική συντροφιά των φιλόδοξων παικτών που γνωρίσαμε στα πρώτα επεισόδια γρήγορα άρχισε να μην είναι ούτε ευγενική, ούτε συντροφιά. Απέκτησε δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να πυροδοτήσουν ένα καλό ριάλιτι: άρχισαν να δημιουργούνται συμπάθειες και αντιπάθειες, να καλλιεργούνται φιλίες συμφέροντος και να δημιουργούνται συμμαχίες, να εκτοξεύονται κατηγορίες, να ξεσπούν μικροκαβγαδάκια που σιγά σιγά άρχισαν να μεγαλώνουν. Σε τέτοιου είδους εκπομπές, ακόμα και αν το ριζότο βγει λάσπη, το ψάρι παραψηθεί και στεγνώσει και η μαγιονέζα κόψει, ακόμα δηλαδή και αν το δείπνο αποτύχει παταγωδώς, αν πετύχει ο καβγάς όλα είναι όπως πρέπει. Και στο φετινό «Master chef» οι καβγάδες και οι έριδες γίνονται όλο και πιο έντονοι, έχουν αρχίζει να σκεπάζουν τον θόρυβο από τις κατσαρόλες και τα ταψιά.
Συμβαίνει και κάτι άλλο στο φετινό «Master chef» που δεν είναι καθόλου αστείο και το οποίο θα έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά όσους ασχολούνται επαγγελματικά με τη μαγειρική και την εστίαση: η ανδροκρατούμενη, ως γνωστόν, κουζίνα των επαγγελματιών, δείχνει το πιο δυσάρεστο και αρνητικό πρόσωπό της. Για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που είναι του συρμού, οι σεξιστικές συμπεριφορές των ανδρών προς τις γυναίκες που συμμετέχουν (αναφερόμαστε πάντα στους παίκτες και όχι στους προσεκτικούς κριτές) τούς εκθέτουν ανεπανόρθωτα. Ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αναφέρονται σε αυτές (θεωρώντας εμφανώς εαυτούς πολύ ανώτερους), οι μεθοδεύσεις τους για να τις διώξουν και η αγένεια με την οποία τις αντιμετωπίζουν (κυρίως τη Μάγκυ, την οποία φοβούνται γιατί με τις ικανότητές της τους απειλεί περισσότερο από όσο οι άλλες παίκτριες οι οποίες έχουν πια αποχωρήσει) επιβεβαιώνει πράγματα που είχαμε ακούσει, αλλά που τώρα τα βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια: πως αν η κουζίνα ενός εστιατορίου είναι χώρος σκληρός για όσους δουλεύουν εκεί, για μια γυναίκα μπορεί να είναι διπλά σκληρός. Οπως και αν έχει, με λυκοφιλίες και δηλωμένες έχθρες, με συνεργασίες και μονομαχίες, η ανάδειξη του νικητή έρχεται όλο και πιο κοντά. Απομένει να δούμε αν θα νικήσει ο καλύτερος στη μαγειρική ή ο πιο επιδέξιος στα… μαγειρέματα.