Η φοροδιαφυγή, η πιθανότητα μείωσης συντάξεων και αφορολόγητου αλλά και ο τρόπος με τον οποίο απαντούν τα νοικοκυριά στις έρευνες καταναλωτικής εμπιστοσύνης είναι σύμφωνα με τον ΣΕΒ οι τρεις πιθανές αιτίες για το παράδοξο που παρατηρείται, να καταγράφεται έξαρση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017 η οποία, όμως, δεν συνοδεύθηκε από μια εξίσου δυναμική αύξηση των λιανικών πωλήσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
«Μια ερμηνεία του φαινομένου αυτού, μπορεί να είναι η όξυνση της φοροδιαφυγής, καθώς, σε μια τέτοια περίπτωση, αφενός δεν καταγράφονται οι λιανικές πωλήσεις και αφετέρου προκύπτουν μεγαλύτερα εισοδήματα που βελτιώνουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών καλύπτει προς το παρόν μόλις το 25% περίπου των πραγματοποιούμενων λιανικών πωλήσεων, αφήνοντας πολύ χώρο σε πλήθος δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται ακόμη χωρίς παραστατικά», αναφέρει ο Σύνδεσμος στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
«Η επέκταση της χρήσης των καρτών στις συναλλαγές έχει εξασθενήσει κατά πάσα πιθανότητα τη συλλογή αποδείξεων για το χτίσιμο του αφορολόγητου, ενώ, ταυτόχρονα, δεν υφίσταται σύστημα καθολικού ελέγχου των συναλλαγών με κάρτες και των αποδείξεων που εκδίδονται μέσω των ταμειακών μηχανών», προσθέτει.
Μια πρόσθετη εξήγηση, πάντα κατά τον ΣΕΒ, είναι ότι η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης δεν εδράζεται τόσο στην παρούσα οικονομική συγκυρία, αλλά μάλλον αποτυπώνει μη οικονομικές παραμέτρους και, κυρίως, πολιτικές προσδοκίες για μια εν γένει σταθεροποίηση της οικονομίας.
Τέλος τονίζεται ότι «αυτό που ίσως θα βαραίνει στο σχηματισμό των προσδοκιών να είναι η προγραμματισμένη για το 2019-2020 μείωση των συντάξεων και μείωση του αφορολογήτου, που θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα συνολικά κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ή κατά Euro3,6 δισ. περίπου».
Ο ΣΕΒ αναφέρει ότι κατά τον Μάιο του 2018 θα ληφθούν αποφάσεις κατά πόσον και τα δύο μέτρα θα ληφθούν ταυτόχρονα το 2019 και προσθέτει ότι η σημερινή συγκυρία είναι η πλέον κατάλληλη για να εφαρμοσθούν μέτρα που βελτιώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω μείωσης φόρων και εισφορών.