ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ. Ο Βαρνάβας Κυριαζής –εξαιρετικός κύπριος ηθοποιός –με είχε δει σε μια μαθητική παράσταση όπου έκανα τον Ορέστη στις «Χοηφόρες». Οταν απολύθηκα από τον Στρατό και ετοιμαζόμουν να έρθω στην Ελλάδα για να σπουδάσω στη Φιλοσοφική, βρήκε τη μητέρα μου και της είπε «ο γιος σου ήταν πολύ καλός. Πες του να ρθει να με βρει να του διδάξω κανέναν μονόλογο να δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου». Είχε σπουδάσει και η μητέρα μου ηθοποιός, οπότε είχα μεγαλώσει μέσα στον κόσμο του θεάτρου. Πήγα στον Βαρνάβα και μου δίδαξε τον ρόλο του Διονύσου –σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά –με τον οποίο έδωσα εξετάσεις και αποφοίτησα με δασκάλα τη Λυδία Κονιόρδου. Υστερα από χρόνια ήρθε πάλι ο Βαρνάβας και μου ζήτησε να γράψω μουσική για τις «Βάκχες» –σε σκηνοθεσία Paolo Baicco. Ηθελαν η μουσική να έχει βασικό ρόλο στην παράσταση. Επειτα μου ζητήθηκε να παρουσιάσω το έργο με τη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, οπότε μετέγραψα αυτή τη σύνθεση οργάνων και φωνών. Τώρα με την πρόταση του Μεγάρου ξαναδούλεψα εξαρχής όλο το έργο και αισθάνομαι ότι το ολοκλήρωσα επιτέλους. Οτι πήρε την τελική του μορφή σαν ένα ιδιότυπο ορατόριο.
ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ. Ο ρόλος του συνθέτη, του στιχουργού, του ενορχηστρωτή και του ερμηνευτή είναι στο μυαλό μου ένα πράγμα, επειδή τα κάνω ταυτόχρονα. Οπότε δεν τα διαχωρίζω. Κινούμαι όμως και από μια εσωτερική παρόρμηση, από το τι έχω ανάγκη. Με κάθε κομμάτι δουλεύουμε κι ένα μέρος του εαυτού μας. Αυτό που παρουσιάζω δεν είναι ένα κομμάτι ωρίμασης. Είναι κάτι που το κάνω πολλά χρόνια, αλλά δεν βγαίνει συχνά. Ενας άνθρωπος που γράφει μουσική για συμφωνικές ορχήστρες δεν είναι πιο ώριμος από έναν παραδοσιακό αυτοδίδακτο μουσικό που πάνω στα βουνό εκφράζει τα ίδια ακριβώς πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Είναι διαφορετικό πεδίο, το οποίο με το που ανοίγεται μπροστά σου υποχρεωτικά αναγκάζεσαι κι εσύ να προπονηθείς με έναν τρόπο για να μπορέσεις να το τρέξεις, διότι είναι ένα στάδιο αρκετά μεγάλο.
ΟΥΤΟΠΙΑ. Βλέπω πάντα τα πράγματα απλά και συνολικά. Δυσκολεύομαι πολύ να διαχωρίσω και να εξειδικεύσω σε τομείς τη ζωή μου. Αυτό που λένε «ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος» μου φαίνεται αστείο. Δεν μπορώ να καταλάβω τη διαφορά. Δεν έρχομαι μέσα από την τέχνη μου κοντά σε τίποτα. Πάντα απομακρύνομαι επειδή η προσωπική και καλλιτεχνική ολοκλήρωση είναι άμεσα συνδεδεμένες με την ουτοπία, η οποία μεταφέρεται ένα βήμα πιο πέρα όταν κάνεις κι εσύ ένα βήμα. Δεν πλησιάζεις ποτέ. Δεν είναι ένα σακί που γεμίζει κάποια στιγμή. Ελπίζω να μην ολοκληρωθώ ποτέ και να παραμείνω ισοβίως ανώριμος.
ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΙΣΜΟΣ. Ο Διόνυσος δείχνει ότι αν δεν σεβαστείς το ζώο μέσα σου και μείνεις πιστός –απλώς πιστός –στην ηθική σου και στη λογική σου, στο εξευγενισμένο μέρος του εαυτό σου, τότε το θηρίο θα βγει από μέσα σου και θα σε κατασπαράξει. Μουσικά προσπάθησα να έχω και τους δύο αυτούς κόσμους μέσα. Και το ιερό πρόσωπο του Διονύσου και το πρόσωπο του θηρίου. Ολοι οι άνθρωποι το αναγνωρίζουμε αμέσως, γιατί είναι ένα πρόσωπο που έχουμε μέσα μας. Απλώς το καταπιέζουμε και προσπαθούμε να μην το κοιτάξουμε για χρόνια. Ακούμε όλα τα μη που μας αναγκάζουν να μπούμε σε ένα καλούπι καθωσπρεπισμού το οποίο μας καταπιέζει, μας κόβει τα φτερά και τη δημιουργικότητα. Ολη η ενέργεια –που βεβαίως εκφράζεται με έναν ευγενή τρόπο –πηγάζει από το «σκοτεινό» μέρος. Από πιο άγρια κομμάτια, τα λιγότερο καλλιεργημένα. Και η τέχνη από εκεί πηγάζει. Και ο έρωτας.
ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ. Ολα αυτά που προσπαθήσαμε να τα κάνουμε του «σαλονιού» μας καταπίνουν και μας καταστρέφουν. Και ο Ευριπίδης παρουσιάζει αυτά τα δύο πρόσωπα μέσα από τους δύο Χορούς: έναν αόρατο που χτυπιέται πάνω στα βουνά και έναν των Βακχών επί σκηνής –πρόκειται για ασιάτισσες ιέρειες του Διονύσου –οι οποίες μέσα στο κείμενο, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, φαίνονται απολύτως ισορροπημένες με τον κόσμο όπου λειτουργούν. Δηλαδή γυναίκες που βρήκαν τον εαυτό τους μέσα από αυτή τη λατρεία. Το παρουσιάζει πολύ ξεκάθαρα ο Ευριπίδης. Είναι ένα έργο που ασχολείται με το «εκτός εαυτού». Οτιδήποτε μπορεί να σε βγάλει δηλαδή έξω από αυτό που νομίζεις ότι είσαι εσύ.
ΑΣΦΥΞΙΑ. Θεωρώ άθλιο να γκρινιάζω και να μιζεριάζω. Μπορεί πολλά πράγματα από αυτά που κάνω να μην αναγνωρίζονται. Ομως αναγνωρίζονται άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τους αξίζει. Κατάφερα να ζω κάνοντας την τέχνη μου, χωρίς να χρειάζεται να κάνω και άλλη δουλειά για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Ζω μια δημιουργική και ενδιαφέρουσα ζωή. Είναι τόσο μεγάλο το δώρο της ζωής που έχω δεχθεί. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους με τόσα πολλά προβλήματα που θα ήταν αστείο να παραπονιέμαι. Δεν έχω νιώσει ποτέ ασφυξία μέσα στο τραγούδι.
ΠΙΣΤΗ. Δεν νομίζω ότι μπορείς να υπηρετήσεις άξια καμιά τέχνη. Η υπηρεσία που της προσφέρουμε είναι πάντοτε ανάξια. Μπορεί να έχουμε φτιάξει το αριστούργημα του κόσμου, παρ’ όλ’ αυτά η ίδια η τέχνη είναι μεγαλύτερη από μας. Είναι μικρότερος ο Μπαχ από τη μουσική την ίδια, δεν θα είμαι εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος; Δεν το λέω από σεμνότητα. Οποτε υπηρέτησα λοιπόν το τραγούδι –με τρόπο ασήμαντο, μέτριο ή κακό ή υστερόβουλο –δεν με εκδικήθηκε. Θα μπορούσε να το κάνει μέσω του κοινού.
ΔΙΑΨΕΥΣΗ. Δεν δικαιώθηκα σε καμία περίπτωση από τις ελπίδες που είχα όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα το είχα αναφέρει και στο πρώτο κείμενο που έγραψα. Είχα γράψει ότι η Ιστορία θα με διαψεύσει. Γι’ αυτό και το είχα ονομάσει σήμερα. Το ήξερα ότι ήταν χαρά μιας μέρας –ήταν ξεκάθαρο. Αλλά όπως είχα γράψει, έστω και για μια μέρα να μπορέσει ένας άνθρωπος να χαρεί και να ελπίσει μέσα στην τόση μαυρίλα, είναι σπουδαίο. Αν δημιουργούνταν οι συνθήκες για να προκύψει κάτι νέο, θα το ξανάγραφα. Την ελπίδα δεν πρέπει να τη χάνουμε.