Στην ιστορία της Γαλλίας, το Παρίσι διεκδίκησε δύο φορές τον τίτλο της Επαναστατικής Πρωτεύουσας, μία το 1792 και άλλη μία το 1871. Την πρώτη φορά –και υπό την ώθηση των ριζοσπαστικών στοιχείων –ο δήμος ανέλαβε την εξουσία με σκοπό τη «σωτηρία της πατρίδας και της υποθέσεως της ελευθερίας». Αυτό κράτησε λίγους μήνες και είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της βασιλείας. Με το συνεπακόλουθο πολυάριθμων «επαναστατικών» ενεργειών. Που όμως δεν έπιαναν «μία» μπροστά στην Κομμούνα των Παρισίων του 1871 (La Commune de Paris en 1871) –έτσι, βλέπετε, έμεινε στην Ιστορία αυτή η προλεταριακή επανάσταση. Μια επανάσταση που φούντωσε πολύ γρήγορα. Την πτώση της μοναρχίας επέφερε ένας πόλεμος στημένος πάνω σε μια σκοπιμότητα: Ο Ναπολέων Γ’ είχε αντιληφθεί, χρόνια πριν, το τρίξιμο της καρέκλας του. Στην αρχή, το έριξε στο δημοψήφισμα. Εφαγε τα μούτρα του όμως και τότε κατέφυγε στον πόλεμο που, ως γνωστόν, είναι το πλέον σύνηθες μέσο των σαθρών απολυταρχικών καθεστώτων. Μέσα σε έναν μήνα οι Παριζιάνοι βλέπουν την πόλη τους να πολιορκείται, τον στρατό να συντρίβεται και τον ίδιο τον Ναπολέοντα Γ’ να πέφτει στα χέρια του «εχθρού» ως αιχμάλωτος πολέμου. Ετσι, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να εξεγερθεί ο λαός. Ο οποίος ενώνεται με την Εθνοφυλακή (σπάνια συμβαίνουν τέτοια «παντρέματα» στην Ιστορία!) και μαζί κόβουν τη φόρα της κυβέρνησης που προσπαθεί να τους «μαντρώσει». Στο μεταξύ, στις Βερσαλλίες η κυβέρνηση προετοιμάζεται. Συγκεντρώνει δυνάμεις. Τα νούμερα τρομακτικά: ένας στρατός εκατόν είκοσι χιλιάδων επιτίθεται στην Κομμούνα στις 2 Απριλίου και οι αναρχικοί ηττώνται. Ακολουθεί σφαγή: σαράντα χιλιάδες εργάτες τουφεκίζονται μέσα σε λίγες ώρες.
Κι όμως, η Κομμούνα άφησε κάτι πίσω της. Και δεν εννοώ «ένα φωτεινό παράδειγμα» ή «μια μεγάλη ιδέα». Εννοώ έργα. Στον τομέα της εργασίας πάρθηκε μια σειρά από μέτρα προς ανακούφιση των μικροαστών: κολεκτιβοποίηση βιομηχανιών, κατάργηση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, χρεοστάσιο στο εμπόριο και στα ενοίκια, απαγόρευση τοκογλυφικών γραφείων και καθιέρωση της δεκάωρης εργασίας ημερησίως. Στον τομέα τής (δωρεάν, πλέον) παιδείας, η Κομμούνα προχώρησε στον πλήρη διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Ενας λόγος παραπάνω για την ελληνική κυβέρνηση να καταδικάσει όσο πιο σθεναρά μπορούσε το όλο κίνημα: ο βουλευτής Λομβάρδος έβγαλε πύρινο λόγο εναντίον της στη συνεδρίαση της 22ας Μαΐου του 1871.
ΔΥΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ. Ο Πίτερ Γουάτκινς, φιλμογράφος που έπαιξε όσο λίγοι με τα στενά όρια της φιξιόν και του ντοκιμαντέρ, γύρισε μετά κόπου την «Κομμούνα» σε ασπρόμαυρο φιλμ 16 χιλιοστών το 2000 και αντιμετώπισε ένα ολοφάνερο πρόβλημα: πώς να υπογραμμιστούν οι σημάνσεις μιας ιστορίας που αφορά το σήμερα δίχως να γίνει κανείς διδακτικός; Η λύση, ιδιοφυής: οι δραματικές εξελίξεις στο Παρίσι του 1871 «καλύπτονται» από δύο τηλεοπτικά συνεργεία: η Εθνική Τηλεόραση των Βερσαλλιών παρουσιάζει την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, η Κομμούνα TV μεταφέρει τις απόψεις των επαναστατημένων. Και όλοι μαζί στοιβαγμένοι σε ένα παλιό εργοστάσιο στο Ανατολικό Παρίσι, εκεί όπου παλαιότερα έστεκαν τα στούντιο του Ζορζ Μελιέ. Η θεατρικότητα αυτής της συμβάσεως ισορροπεί σε κόκκο νεορεαλιστικό και το –είναι αλήθεια –συναρπαστικό φιλμ ανακατεύει διαρκώς τη σημειολογική τράπουλα. Η γραφή της Ιστορίας από την πένα των νικητών –αλλά και η κατάργηση της «ουδετερότητας» του κινηματογραφιστή (μια και, στο φινάλε, «νικητής» είναι αυτός που κρατά μια κάμερα –ακόμα και ο ίδιος ο Γουότκινς!), ο δυϊσμός κάθε επαναστατικού σώματος αλλά και μιας δραματουργικής ομάδας που υπηρετεί την «αλήθεια» (οι ηθοποιοί, ερασιτέχνες στην πλειονότητά τους, ανέλαβαν ρόλους που αντικατόπτριζαν τις πολιτικές τους θέσεις και σχημάτισαν ομάδες «μελέτης» που έσκυψαν πάνω από ιστορικά έγγραφα μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα), ζητήματα που η ταινία αποκωδικοποιεί και επαναδιαπραγματεύεται αδιάκοπα μέχρι το τελευταίο καρέ. Αλλωστε, οι γνήσιες επαναστάσεις ποτέ δεν οπισθοδρόμησαν τον πολιτισμό. Το αριστούργημα του Πίτερ Γουότκινς που φέρνει το σινεμά πάνω κάτω, δίχως όμως να ταρακουνήσει το συντακτικό του, το αποδεικνύει.

Σκηνοθεσία – σενάριο: Πίτερ Γουότκινς. Διεύθυνση φωτογραφίας: Οντ-Γκέιρ Σάθερ. Ηθοποιοί: Ελιάν Ανι Αντάλτο, Αν Καρτιέ, Πιερ Μπαρμπό. Διάρκεια: 240’