Ευτυχώς που υπάρχει η Ιστορία. Κι αν θα θέλαμε να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε, είναι τόσο συγκλονιστικά όσα μπορούν να ελέγχονται εδώ και δύο αιώνες στον τόπο μας, όχι μόνο χάρη σε γραπτές μαρτυρίες αλλά και με προσωπικές αφηγήσεις, που μια ιαματική τύψη αποκλείεται να μην την αισθανθούμε. Και πόσο ωραία χτίζει τη γέφυρα ο Νικήτας Κακλαμάνης ανάμεσα στο 1821 και το σήμερα, τρία χρόνια πριν από τη συμπλήρωση δύο αιώνων όταν είχαμε σηκωθεί ως έθνος «λίγο ψηλότερα».
Ο Σολζενίτσιν έλεγε πως η εξουσία πάνω στους ανθρώπους έχει ισχύ μέχρι τη στιγμή που τους παίρνουν τα πάντα. Οταν μείνουν χωρίς τίποτα, τότε παύουν να εξουσιάζονται και είναι πραγματικά ελεύθεροι…
Η υλική ανέχεια και ο πνευματικός πλούτος γεννούν αληθινούς ήρωες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν κι αυτή της Πανωραίας Χατζηκώστα. Της άλλοτε εύπορης Μικρασιάτισσας και κατόπιν φτωχής ηρωίδας, που έμελλε τελικά να πολιτογραφηθεί ατυχώς ως Ψωροκώσταινα…
Η Πανωραία, μια από τις όμορφες κόρες των Κυδωνιών της Μικρασίας, έζησε μια ευτυχισμένη ζωή με την οικογένειά της μέχρι τον Ιούνιο του 1821 όταν οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον τόπο της σε αντίποινα για την πυρπόληση δικού τους πολεμικού πλοίου στη Χαλκιδική. Ο άντρας της και τα παιδιά της σφαγιάστηκαν άγρια, εκείνη σώθηκε από καθαρή τύχη καταφεύγοντας στα Ψαρά. Εκεί στο νησί, ολομόναχη και πάμπτωχη πλέον, έγινε γνωστή ως Ψαροκώσταινα. Για καλή της τύχη, στα Ψαρά κατέφυγε και ο φιλόσοφος και μεγάλος δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο οποίος την πήρε υπό την προστασία του. Αργότερα, εγκαταλείποντας τα Ψαρά βρέθηκε μαζί του στο Ναύπλιο μέχρι το 1824, τη χρονιά δηλαδή που χάνει τον προστάτη της από τύφο. Εντελώς μόνη πλέον, η Πανωραία βρίσκει τρόπους να βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο και πότε την πλύστρα. Δυο χρόνια αργότερα, ζώντας υπό τις ίδιες άθλιες συνθήκες διαβίωσης, αλλά διατηρώντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, παρίσταται στον έρανο για τους αποκλεισμένους μαχητές του Μεσολογγίου. Μια γυναίκα τσακισμένη, ανάμεσα σε εξαθλιωμένους και κατεστραμμένους Ελλαδίτες, που δεν έχουν το κουράγιο ή τη δύναμη να προσφέρουν…
Κι όμως, σε κάτι τέτοιες στιγμές ξεχωρίζουν οι δειλοί από τους θαρραλέους. Η φτωχότερη των φτωχών, η Πανωραία Χατζηκώστα, έβγαλε το μοναδικό της γρόσι κι ένα δαχτυλίδι και τα απόθεσε στο τραπέζι του εράνου.
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Η κίνησή της αναζωπύρωσε το κουράγιο και τον ενθουσιασμό των παρισταμένων που έλεγαν «για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα, πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Χάρη σε εκείνη πήραν δύναμη και ξεκίνησαν να καταθέτουν στο τραπέζι του εράνου ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ετσι η Πανωραία Χατζηκώστα, η Ψαροκώσταινα της προσφυγιάς, έγινε η σεπτή μορφή του ανιδιοτελούς αγώνα για λευτεριά. Δούλεψε με αυταπάρνηση και κατόπιν προστάτευσε ορφανά και αδυνάτους χωρίς ανταμοιβή, ενώ εξαιτίας της παραμελημένης εμφάνισής της έμεινε στην Ιστορία ως «Ψωροκώσταινα».
Ατυχώς, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της, σε συνεδρίαση της πρώτης Βουλής το 1842, κάποιος “Έλληνας” βουλευτής χαρακτήρισε την Ελλάδα “Ψωροκώσταινα”. Και κανείς εκ των παρισταμένων δεν αντέδρασε…
Από τότε μέχρι σήμερα ουδείς αναζήτησε την αλήθεια, κανείς δεν έψαξε τις ρίζες ενός τέτοιου προσωνυμίου, κανείς δεν αντέδρασε στην προσβολή. Είναι η ευκολία της αποδοχής μιας στρεβλής ιστορικής αλήθειας; Είναι η αμάθεια; Είναι η μοιρολατρία κι ο ραγιαδισμός που μας κατατρύχουν;
Ισως είναι η άβολη παραδοχή ότι κάπου, κάποτε υπήρξαν μορφές φωτεινές που πάλεψαν μέσα από τα σκοτάδια τους και αγωνίστηκαν για την πατρίδα χωρίς προσχήματα, με σημαία την αγάπη, την αλληλεγγύη και την πίστη στα ιδανικά τους.
Ισως και νά ‘ναι το αίσθημα αδυναμίας και κατωτερότητας που μας κυριεύει, όταν όλοι μας –πολίτες και πολιτικοί –αντιλαμβανόμαστε στη σημερινή κρίση όπου έχουμε περιέλθει πως συχνά είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων.
Στους ατέρμονους κύκλους που διαγράφει η Ιστορία της φυλής μας μπορεί κανείς εύκολα να παρατηρήσει ότι διαχρονικά η αιτία των δεινών μας δεν ήταν τόσο το “στραβό το ριζικό μας” όσο “το κεφάλι το κακό μας”…
Ο κοινωνικός αυτοματισμός της διαίρεσης, τα ιδεολογικά προσχήματα, η μισαλλοδοξία, ο αριβισμός, το πρόταγμα του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινού καλού, η ατολμία και η μοιρολατρία είναι κάποια από τα συστατικά που μας οδήγησαν κατά καιρούς σε μεγάλες εθνικές απογοητεύσεις…
Οπως άλλοτε, έτσι και σήμερα, σε μια περίπλοκη, κρίσιμη ιστορική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από εσωτερικά αδιέξοδα, από μια πανθομολογούμενη πολιτική ένδεια, με ένα ξοφλημένο αριστερό αφήγημα και τις προδομένες προσδοκίες ενός λαού που βρέθηκε απέναντι σε μια ακόμη “gauche caviar”, με την καταπίεση και την αγωνία της καθημερινής επιβίωσης και φυσικά υπό το βάρος μιας τριπλής εθνικής απειλής για τα σύνορα και την οντότητά μας, είναι σαφής και πιο ζωτική από ποτέ η ανάγκη ενεργοποίησης υγιών πατριωτικών αντανακλαστικών. Η μεγάλη αρχή έγινε με το πρόσφατο, συγκλονιστικό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, όπου ο λαός μας ενώθηκε και ένωσε τη φωνή του για να διαδηλώσει τα δίκαια του τόπου του. Εκεί φάνηκε ξεκάθαρα ότι καμιά δυσκολία, καμιά διάψευση, καμιά ιδεολογική διαφορά δεν στέκονται ικανές να κάμψουν το ηθικό και την κρίση των Ελλήνων. Εκεί ήταν που αναζωπυρώθηκε η αισιοδοξία και η πίστη σ’αυτόν τον λαό. Πίστη στις δυνατότητες και τα ιδανικά του.
Γιατί κάπου εκεί βρίσκεται και το κομβικό σημείο που σε κάθε εποχή διαχωρίζει τους δειλούς απ’ τους γενναίους. Και εκεί ακριβώς έγκειται η εν δυνάμει μεγαλοσύνη του Ελληνα: να θέλει, να τολμά και –παρά τις αντιξοότητες ή τα εγγενή προβλήματά του –να διεκδικεί για την πατρίδα του. Γιατί στην ουσία και στην πράξη έχουμε πλέον αποδείξει ότι κατέχουμε την απόλυτη δύναμη και την ακλόνητη θέληση να μεταμορφώσουμε μια “Ψωροκώσταινα” σε Πανωραία…