Συγκινητικές είναι οι προσπάθειες των επιχειρηματιών του τουριστικού τομέα αυτής της πόλης που κατοικούμε όλοι. Οταν το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τους γάλλους τουρίστες να προσέχουν, αισθανθήκαμε βαρύτατα προσβεβλημένοι και τους καλέσαμε να το βουλώσουν, γιατί η πόλη μας μυρίζει γιασεμί και εσπεριδοειδή σε πλήρη άνθιση όταν δεν τα υπερκαλύπτει –αυτά τα αρώματα –η υπέροχη τσίκνα της ψησταριάς, που αναπέμπει προς τους θεούς σεβάσματα, που έχουν μια ιστορία 5.000 ετών. Σύμφωνα με τον Αθηναίο λοιπόν, έπρεπε ο γάλλος τουρίστας, αφού στηθεί μερικές ώρες στην ουρά για να δει από κοντά την Ακρόπολη ή κάποιο άλλο αξιοθέατο, να κλειστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του και να παρακολουθήσει στην τηλεόρασή του τις μάχες που γίνονταν εκεί κοντά, όταν «τα παιδιά» εγκατέλειπαν τη φιλόξενη στέγη του πανεπιστημιακού ασύλου για να επεκτείνουν το βασίλειό τους στους πέριξ δρόμους και να «απελευθερώσουν» –κατάσχουν δηλαδή –μερικά κτίρια ακόμη που δεν χρησιμοποιούνται.
Η κυβέρνηση, που ήρθε στην εξουσία καταδικάζοντας την αστυνομική βία και προτείνοντας διάλογο μέχρις εσχάτων και συμβιβασμό με τους παραβιάζοντες τους νόμους, προτείνει κάθε τόσο ένα κονκλάβιο. Στο μεταξύ, η βία επεκτείνεται, διεισδύει στα γήπεδα και βρίσκει φιλόξενη στέγη σε εκκλησιαστικά κηρύγματα μητροπολιτών, που δικαιολογούνται ότι οι προσκλήσεις τους για την άσκηση ενεργού βίας δεν αφορούσαν τους κακόμοιρους ομοφυλόφιλους αλλά τους πολιτικούς, που είναι καλό να τους βαράει κανείς κάθε τόσο για να στεγνώσουν γρηγορότερα από τα φτυσίματα.
Είχα πάει το 1982 για πρώτη φορά στις ΗΠΑ. Επί σειρά ετών το αμερικανικό δημόσιο δεν έβρισκε ικανοποιητικές τις απαντήσεις μου στο απαράδεκτο έντυπο που σε αναγκάζανε να συμπληρώσεις. Θεωρώντας, με πραγματικά αξιοζήλευτο ρεαλισμό, ότι η ίδια απάντηση από το ίδιο πρόσωπο αλλάζει σημασία όταν αυτός που τη δίνει είναι βουλευτής, μου χορήγησε την πολυπόθητη βίζα. Εμεινα 15 μέρες με ένα πλαίσιο ανταλλαγής σπουδαστών στο Stuyvesant στο Μανχάταν. Το νεαρό ζεύγος πανεπιστημιακών, με το οποίο είχα ανταλλάξει κατοικία, πριν φύγει με προειδοποίησε να μη διασχίσω ποτέ τον δρόμο, γιατί από την άλλη μεριά, σε λίγων μέτρων απόσταση, ομιλείτο η ισπανική, ήταν δηλαδή ένα απ’ τα φοβερά και τρομερά «Μπάριο», όπου κατοικούσαν οι λατινοαμερικανικές μειονότητες της πόλης με την αντίστοιχη εγκληματικότητα και ό,τι άλλο θέλετε. Από το παράθυρό μου έβλεπα ένα από τα τμήματα της Νέας Υόρκης που δεν επέτρεπαν την παρουσία λευκών, ήταν δηλαδή άβατο, όπως είναι σήμερα για τον Αθηναίο τα Εξάρχεια, τα Ανω Λιόσια και άλλες συνοικίες της πόλης.
Τα χρόνια πέρασαν και στη Νέα Υόρκη βγήκε για πρώτη φορά ένας Ρεπουμπλικανός δήμαρχος, ο Τζουλιάνι. Είπε στην αστυνομία ότι το δικό του δόγμα ήταν η «zero tolerance»(μηδενική ανοχή). Επιδείνωσε όλες τις ποινές, ακόμα και για τα πιο μικρά παραπτώματα, όπως το να πετάξεις μια γόπα τσιγάρου από το παράθυρό σου, και προχώρησε στη διά της βίας απελευθέρωση ολόκληρων συνοικιών όπου επικρατούσε η ανομία, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος. Σήμερα στο Χάρλεμ, το παλιό γκέτο των μαύρων, κυριαρχεί μια μεικτή κατηγορία κατοίκων που σέβονται τον νόμο και τον εφαρμόζουν προς κάθε κατεύθυνση. Ανά πάσα στιγμή της μέρας και της νύχτας μπορείς να περάσεις τον καιρό σου σε αυτή την κοσμοπολίτικη συνοικία χωρίς ιδιαίτερους κινδύνους.
Δυστυχώς, επίσης, τις συνέπειες αυτής της περιπέτειας, που επιλέξαμε να ζήσουμε όλοι μαζί, άλλοι με την υποστήριξή τους και άλλοι με την αποχή τους, θα τις πληρώσουμε συλλογικά. Μαζί με τα ξερά θα καούν και τα χλωρά.