Αλλοι μιλάνε μεγαλόστομα για ανθρωποφαγία (σιγά τα αίματα), άλλοι για νεαντερτάλια αμβλύνοια, άλλοι το απεχθάνονται διότι μισούν οτιδήποτε επιτυχημένο, κι έτεροι το απορρίπτουν συλλήβδην από διανοουμενισμό –σε κάθε περίπτωση το Survivor είναι ακόμα ένα τηλεοπτικό παιχνίδι και τίποτε παραπάνω. Δεν υποδύεται κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι και δεν έχει τη φιλοδοξία να υποκαταστήσει μιαν εκπομπή βιβλίου ή νεοτερικού σινεμά, ούτε τις αναλύσεις του κ. Στέλιου Ράμφου. Τελικώς, είναι υπερβολή να το καταριούνται διάφοροι, διότι όποιου δεν του αρέσει, το τηλεκομπιούτερ επιλέγει κι άλλες μανταρινιές που κάνουν πορτοκάλια.
Το ερώτημα, όμως, ανεξαρτήτως αν μας αρέσει ή όχι, είναι γιατί αυτό το τηλεοπτικό παιχνίδι έχει τόση επιτυχία. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν λιγότερο βαρετό απ’ ό,τι παίζουν τα άλλα κανάλια συνήθως, που είναι πιο αβάσταχτα κι από πονοκέφαλο; Τι είναι εκείνο που προσελκύει, έστω ολίγον μαζοχιστικά, τους τηλεθεατές –παρακολουθώντας το αποσπασματικά, για δυο τρεις μέρες, διαπιστώνεις πως τα στοιχεία που το κάνουν πιο αρεστό από μια πρωθυπουργική ομιλία, είναι σχεδόν προφανή:
Καταρχήν το παιχνίδι αυτό είναι σέξι. Περιέχει πολλή libido, και μπορεί κανείς απλώς να το βλέπει χωρίς καν να το παρακολουθεί. Εννοώ ότι έχει τόσα, σχεδόν γυμνά, πανέμορφα κορίτσια και έξοχα ημίγυμνα αγόρια – κούρους, που θα μπορούσε κανείς απλώς να κάθεται και να θαυμάζει αυτιστικά την ομορφιά τους, χωρίς καν να βλέπει τι ακριβώς κάνουν. Ο παίχτες και οι παίχτριες είναι διαλεγμένοι με αυστηρότητα, ώστε να αποτελούν καθεαυτοί θέαμα, να είναι αντικείμενα θαυμασμού, ερωτικού πόθου, επιθυμίας, χωρίς σχεδόν να πράττουν το οτιδήποτε –υπ’ αυτή την έννοια υπάρχει μια επιστροφή στις κλίμακες του κάλλους, στην επιθετική ομορφιά, στη μη αισχυντηλή αποκάλυψη του όμορφου σώματος. Υστερα από τόση μπούρκα και παχυσαρκία που μας πολιορκεί, είναι λογικό αυτά τα σώματα να προκαλούν αναπόφευκτα το οφθαλμόλουτρο. Μην ξεχνούμε ότι μέχρι και ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έγραψε πως «Ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τους αγγέλους, διότι έχει σώμα» –ακόμα και με μπιροκοιλιές και με παφλάζουσα κυτταρίτιδα, που στο εν λόγω παίγνιο αποκλείονται, διότι έχουν επιλεγεί σώματα ξεχωριστά, γυμνασμένα, που αναπόφευκτα αναπαύουν κάθε μη κακεντρεχή αμφιβληστροειδή. Δεν αντιπροσωπεύουν τη συνήθη σωματική μας πραγματικότητα, αλλά μιαν εξιδανίκευσή της.
Επειτα: το παιχνίδι ενσαρκώνει μια ζωή ακριβώς αντίστροφη του βίου στο άστυ: τέρμα οι πολυκατοικίες, οι τοίχοι, τα αυτοκίνητα, η κατάθλιψη, τα κινητά, το φέισμπουκ, η ευτυχία ενός τρίτου ορόφου σε θλιβερό στενό, τα τάμπλετς, τα μπαρ, η παράνοια του κέντρου, το άγχος, η άσφαλτος, όλα εκείνα που συνθέτουν έναν φενακισμένο βίο, εγκλωβισμένο στις δομές του παραπαίοντος πολιτισμού. Εδώ επιστρέφουμε στην αρχετυπική κατάσταση της φύσης, στο χειροποίητο, στην καλύβα, στην καρύδα, στη γυμνότητα, στο έλεος των στοιχείων της φύσης. Στον χαμένο, δύσκολο Παράδεισο των βασικών αναγκών, στον αγώνα της διασφάλισης του στοιχειώδους. Στο ελάχιστο φαγητό, στον δύσκολο ύπνο. Στον αγώνα να κερδίσεις εκείνα που μέχρι χτες, στην πόλη, θεωρούσες αυτονόητα και δεδομένα, όπως το χάμπουργκερ, το SMS, το στρώμα του ύπνου, τη δυνατότητα να επιλέξεις. Ολα σχεδόν, πρέπει να κερδηθούν απ’ την αρχή, εκτός ιστοσελίδων και δημοσίων σχέσεων, σε μια αρχέγονη συνθήκη, έστω και στημένη, πεποιημένη.
Κυρίαρχο στοιχείο είναι η στέρηση, που ξαναδίνει νόημα σε κάθε απόλαυση. Τα πράγματα παίρνουν πάλι την υπεραξία που περιείχαν αλλά το είχαμε ξεχάσει –ένα καλό, κοινό φαγητό, που είναι παντού κι εύκολα προσφερόμενο στην πόλη, εδώ γίνεται σημαντικό έπαθλο –έστω και μετά από αφελή, απλοϊκό αγώνα που απαιτεί κυρίως σωματικές δεξιότητες. Η έλλειψη, η λειψή μερίδα, η πείνα, η σωματική ταλαιπωρία, το ότι όλα κατακτώνται και τίποτε δεν δίνεται (ως κρατικό επίδομα ή μέρισμα) επαναφέρει το αρχικό ειδικό βάρος και την αξία σε όλα τα πράγματα: στο φαγητό, στον ύπνο, στην προστασία απ’ τη φύση, στη χαρά της διάκρισης. Αλλά και στη δοκιμασία του ήθους.
Ακόμη: μέσα από τα αγωνίσματα, τη συναναστροφή και τη διεκδίκηση δημιουργείται ένα απλοϊκό fiction, ανελίσσονται χαρακτήρες, αναδύονται συμπεριφορές, δημιουργείται σιγά σιγά το δίκτυο ενός σίριαλ με πρόσωπα και ήρωες μη προβλεπτούς, χωρίς να παρεμβαίνει κανένας σεναριογράφος. Μπορεί η πλοκή να είναι εμβρυώδης, αλλά προκύπτουν πολλές συγκρούσεις, μεταστροφές της τύχης, αλλαγή κοίτης της ιστορίας και τα λοιπά που δίνουν ανανεούμενο ενδιαφέρον στην αφήγηση, άρα και στους τηλεθεατές –αρκετοί απ’ αυτούς μάλιστα παθιάζονται και συμμετέχουν στις ψηφοφορίες ή υποστηρίζουν παίχτες και συγκεκριμένη ομάδα. (Πάντα ζήλευα αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκουν το κουράγιο και τηλεφωνούν και ψηφίζουν).
Βασικό προσόν, πέρα από τη libido, είναι η απλοϊκότητα που αναπαύει έναν κουρασμένο ή εξαντλημένο τηλεθεατή –ωστόσο οφείλουμε να πούμε ότι οι συμμετέχοντες παίκτες και παίκτριες μιλούν συνήθως καλά ελληνικά, με ευγένεια και αίσθηση ορίων. Πάντως το Survivor δεν έχει κερδίσει την όποια επιτυχία του τυχαία. Είναι ένα ευφυώς στημένο παιχνίδι, από πολλές πλευρές, αγγίζει αρχετυπικά ζητήματα, όπως είναι ο ερωτισμός, το κάλλος, η θριαμβεύουσα νεότητα, η αντοχή, η υγεία και η απλότητα, η διεκδίκηση των βασικών στη φύση, ο αγώνας μέσα σε κανόνες που παραβιάζονται μονίμως στο άστυ. (Μόνο παραβιάζονται;)
Ασυναίσθητα καταλήγει σ’ αυτό ο καταπονημένος τηλεθεατής, διότι αφετέρου δεν έχει –συνήθως –καλές εκπομπές την ίδια ώρα. Εξάλλου το Survivor είναι και ένα είδος εικονικών διακοπών: το εξωτικό νησί, η κακή, έστω, θάλασσα (σαν τη Χαλκιδική δεν έχει), η τροπική βλάστηση, τα ωραία, νεανικά σώματα. Και τα βλέπεις αυτά ως εικονική, αφελή, μαζοχιστική παρηγοριά και δραπέτευση από τον ελληνικό χειμώνα, με Τούρκους πέριξ, Σκοπιανούς, Τσάμηδες, κι εντός κυρ Φώτη, ψυχωτικούς του κορέκτ, δήθεν, Καρανίκα, Μπαλαούρα και άλλους που σε κάνουν να σκέφτεσαι: Η Ελλάς, πλέον, αντέχεται μόνο και μόνο γιατί συνηθίσαμε να την υποφέρουμε. (Μέχρι πότε ο Θεός θα βάζει το χέρι του;)