Στην Ευρώπη οι συνεταιριστικές τράπεζες κατέχουν σημαντικό μερίδιο αγοράς (περίπου 20%). Στην Ελλάδα ο θεσμός καθηλώθηκε σε μερίδια αγοράς της τάξης του 1%. Απέτυχε μάλιστα παταγωδώς να αξιοποιήσει την πολύ ευνοϊκή συγκυρία. Οταν η τεράστια και ταχεία πιστωτική επέκταση οδήγησε σε πλήρη ανασύνθεση του τραπεζικού τοπίου, οι ελληνικές συνεταιριστικές τράπεζες δεν επωφελήθηκαν.
Το πολύ χαμηλό μερίδιο αγοράς των συνεταιριστικών τραπεζών δεν είναι αποτέλεσμα συνετής διαχείρισης. Δεν παρέμειναν στην άκρη αρνούμενες να συμμετάσχουν στις υπερβολές της πιστωτικής φούσκας. Κάθε άλλο, μάλιστα! Οπως δείχνουν τα στοιχεία, οι συνεταιριστικές τράπεζες υστερούν σημαντικά στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (στοιχεία Μάρτιος 2017), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των συνεταιριστικών τραπεζών ανέρχονται στο 57,6% του συνόλου των δανείων έναντι 45,2% του τραπεζικού τομέα της χώρας. Και όλες ανεξαιρέτως οι συνεταιριστικές τράπεζες εμφανίζουν ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο του συστήματος.
Τα μεγάλα πλεονεκτήματα των συνεταιρικών τραπεζών έναντι των συστημικών είναι η στενή διασύνδεσή τους με την τοπική οικονομία και κοινωνία και η αξιόπιστη γνώση της τοπικής πραγματικότητας. Αλλά οι ελληνικές συνεταιριστικές τράπεζες όχι μόνο απέτυχαν να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους, αλλά τα μετέτρεψαν κιόλας σε μειονεκτήματα στο επίπεδο της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Αναφέρομαι στα δυο συγκριτικά πλεονεκτήματα των συνεταιριστικών τραπεζών. Α) Γνωρίζουν την ποιότητα των δανειοληπτών και είναι σε θέση να αξιολογούν πιο αξιόπιστα τη σκοπιμότητα, τους κινδύνους και τις προοπτικές συγκεκριμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Β) Χάρις στη διπλή ιδιότητα του πελάτη (δανειολήπτης και μεριδιούχος) αλλά και λόγω εγγύτητας με το κοινωνικό σύστημα αναφοράς του δανειολήπτη, υπάρχει αυξημένο κίνητρο συμμόρφωσης των δανειοληπτών προς τις υποχρεώσεις τους.
Δυστυχώς, το πλεονέκτημα εγκυμονεί και κινδύνους, π.χ. δημιουργία πελατειακών σχέσεων, σύγκρουση συμφερόντων, καθυστέρηση στη λήψη επώδυνων μέτρων όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο κ.ά. Και όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις του ελληνικού δημόσιου βίου, το πλεονέκτημα των συνεταιριστικών τραπεζών έγινε μπούμερανγκ εναντίον τους.
Προφανώς η μέχρι σήμερα αποτυχία δεν μειώνει τη σημασία και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν μελλοντικά οι συνεταιριστικές τράπεζες ως συμπληρωματικός πυλώνας χρηματοδότησης των τοπικών οικονομιών. Αναδεικνύει, όμως, το σχετικά περιορισμένο ρόλο που μπορεί αυτός ο κλάδος να παίξει στο ορατό μέλλον. Γι’ αυτό ακούστηκε τουλάχιστον οξύμωρο ο νυν υπουργός Οικονομικών, ο οποίος εκπροσωπεί την κυβέρνηση που το 2015 ρήμαξε κυριολεκτικά το 99% του τραπεζικού συστήματος, να εγκαλεί έμμεσα τον προκάτοχό του κ. Στουρνάρα, επειδή δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια στην ανάπτυξη του πυλώνα των συνεταιριστικών τραπεζών!
Ειλικρινά απορώ για την έπαρση των ακούραστων σκαπανέων που, αφού διέλυσαν το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, παραδίδουν και μαθήματα κουνώντας το δάχτυλο. Διότι η αναφορά στις συνεταιριστικές τράπεζες έγινε στο πλαίσιο της ανάπτυξης των μη συστημικών τραπεζών, δηλαδή στο πλαίσιο που περιέγραφε ο κ. Δραγασάκης από το βήμα της Βουλής πριν από δυόμισι χρόνια ως παράλληλο τραπεζικό σύστημα.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, πως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζε την Τράπεζα Αττικής ως τον βασικό φορέα υλοποίησης του παράλληλου τραπεζικού συστήματος. Ας θυμηθούμε ότι σ’ αυτό το πλαίσιο (Δεκέμβριος 2015) επιστρατεύτηκαν από την κυβέρνηση 500 εκατ. από ασφαλιστικά ταμεία και ΔΕΚΟ για την κάλυψη της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής. Ας θυμηθούμε ότι αυτά τα κεφάλαια δεν επενδύθηκαν αλλά θυσιάστηκαν κυριολεκτικά στον βωμό του παράλληλου τραπεζικού συστήματος. Ας θυμηθούμε ότι η θυσία αυτή δεν έγινε για να διασωθούν καταθέσεις ή θέσεις εργασίας – αυτά ήταν διασφαλισμένα όπως και για τόσες άλλες μικρές τράπεζες που απορροφήθηκαν από τις συστημικές στη διάρκεια της κρίσης. Οχι, η θυσία έγινε – και ποτέ δεν το έκρυψαν – για να εξασφαλίσει η κυβέρνηση μία ανεξάρτητη μη συστημική τράπεζα που δεν θα ελέγχεται από την ΕΚΤ ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια της να υλοποιήσει το «σχέδιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας»!
Και σήμερα πια γνωρίζουμε, μέσω των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων, ότι τα κεφάλαια που επενδύθηκαν έχουν χαθεί κατά 90%. Απώλεια που κινδυνεύει να πάρει οριστικό χαρακτήρα στην επικείμενη νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν απρόσμενη. Επρόκειτο για απολύτως προβλέψιμη εξέλιξη που είχε διατυπωθεί ήδη από το 2016).
Γνωρίζουμε επιπλέον, μέσω του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, πως ο ρόλος της Τράπεζας Αττικής στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας το 2015 και το 2016 ήταν κυρίως η χρηματοδότηση βοσκοτόπων και η κατά συρροήν επέκταση της πιστοληπτικής γραμμής και της χορήγησης δανείων και εγγυητικών με προνομιακά επιτόκια στην κατασκευαστική του κ. Καλογρίτσα.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τον δυνάμει αναπτυξιακό ρόλο των συνεταιριστικών τραπεζών στο μέλλον, η κυβερνητική εμμονή στις περιφερειακές μη συστημικές τράπεζες που δεν ελέγχονται από τον ευρωπαίο επόπτη ακούγεται ύποπτη. Και, φυσικά, υπενθυμίζει την ολιγωρία, την εγκληματική αμέλεια που επέδειξε η κυβέρνηση στη διαχείριση του συστημικού τραπεζικού τομέα, που είναι υπεύθυνος για το 99% της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
O Γιώργος Στρατόπουλος είναι οικονομικός αναλυτής