Βορράς ή Νότος; Το ιστορικό δίλημμα της ευρωπαϊκής πολιτικής της Γερμανίας επανέρχεται, καθώς η νέα κυβέρνηση Μέρκελ ετοιμάζεται να αναλάβει το δύσκολο έργο γεφύρωσης των διαφορών σχετικά με τη μελλοντική πορεία της ευρωζώνης.
Από τη μια μεριά ο πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος περιμένει ως αντάλλαγμα για τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί στη Γαλλία την υπερεθνική ολοκλήρωση της ευρωζώνης ως πρωτοπορία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης: υπουργός Οικονομικών, κοινός προϋπολογισμός, στήριξη των ευάλωτων δημοσιονομικά χωρών.
Από την άλλη μεριά η «νεο-χανσεατική» συμμαχία οκτώ κρατών του Βορρά και της Βαλτικής (κάποια εκτός ευρώ), η οποία στο μίνι μανιφέστο που εξέδωσε στις 6 Μαρτίου επιμένει στον αυστηρό δημοσιονομικό έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών και απορρίπτει τις ομοσπονδιακές προτάσεις Μακρόν.
Η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης, και όχι μόνο επειδή είναι γεωγραφική γέφυρα μεταξύ Γαλλίας και Βορρά. Τα αντιτιθέμενα αιτήματα της Μεσογείου και της Βαλτικής διαπερνούν την ίδια τη γερμανική πολιτική και κοινωνία. Η μεταρρύθμισης της ευρωζώνης απαιτεί από τη Γερμανία περίτεχνη διπλωματία στο εξωτερικό, αλλά ενέχει τον κίνδυνο διχασμού στο εσωτερικό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη διχάζει τη Γερμανία. Τη δεκαετία του ’60 η Δυτική Γερμανία βρισκόταν ξανά ενώπιον της επιλογής μεταξύ μιας περίκλειστης υπερεθνικής Ευρώπης και μιας ανοιχτής διακυβερνητικής Ευρώπης. Οπως σήμερα, ένας Χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος (Αντενάουερ) ξεκινούσε έπειτα από 12 χρόνια διακυβέρνησης την τελευταία του θητεία αποδυναμωμένος απέναντι σε ένα φιλόδοξο γάλλο πρόεδρο (Ντε Γκολ).
Η διαμάχη κλειστής – ομοσπονδιακής και ανοιχτής – αποκεντρωμένης Ευρώπης ενεργοποίησε προϋπάρχοντα πολιτιστικά και ιδεολογικά ρήγματα στη Δυτική Γερμανία και στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Η συντηρητική καθολική πτέρυγά του στη Νότια Γερμανία θαύμαζε τον Ντε Γκολ και έβλεπε την ΕΟΚ των έξι κρατών-μελών ως πρόπλασμα μιας ομοσπονδίας. Η φιλελεύθερη προτεσταντική πτέρυγά του στη Βόρεια Γερμανία ζητούσε το άνοιγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες και τη Μεγάλη Βρετανία.
Οι αναλογίες είναι προφανείς, η διαφορά όμως είναι ότι σήμερα τα ρήγματα που διαπερνούν τη Γερμανία είναι πολύ βαθύτερα. Αν τη δεκαετία του ’60 αναμετρήθηκαν ο καθολικός Νότος και ο προτεσταντικός Βορράς σε συνθήκες οικονομικής ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας, σήμερα η Γερμανία είναι πολύ εντονότερα διχασμένη μεταξύ εύπορης Δύσης και φτωχότερης Ανατολής, και μεταξύ λαϊκισμού και ελίτ. Τα δυο αυτά ρήγματα τροφοδοτούν την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, ήδη δεύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις.
Οι ιδέες του Μακρόν έχουν τη συγκρατημένη αποδοχή της Μέρκελ και της γερμανικής Κεντροαριστεράς. Οι θέσεις των χωρών του Βορρά και της Βαλτικής όμως, που υποστηρίζουν δρακόντειους δημοσιονομικούς ελέγχους και απορρίπτουν υπερεθνικούς μηχανισμούς στήριξης, απηχούν τη δυσαρέσκεια της γερμανικής κοινωνίας για τα προγράμματα διάσωσης και την απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Και ένα Βερολίνο φοβικό έναντι του λαϊκισμού δύσκολα θα ικανοποιήσει τα σχέδια του Μακρόν για μια υπερεθνική και αλληλέγγυα ευρωζώνη.
Η ειρωνεία είναι ότι τη δεκαετία του ’60 το όραμα της ανοιχτής Ευρώπης ήταν όρος εκσυγχρονισμού του δυτικογερμανικού κράτους ύστερα από χρόνια κυριαρχίας του συντηρητικού Αντενάουερ και γι’ αυτό τελικά επικράτησε. Αντίθετα σήμερα η πρόταση των Βορείων συνιστά μια αντιδραστική άρνηση κάθε μεταρρύθμισης. Δυστυχώς για τον Μακρόν η ικανοποίηση αυτού του αμυντικού αιτήματος αποτελεί για τις γερμανικές ελίτ όρο επιβίωσης.
Ο δρ Αγγελος Χρυσόγελος είναι διδάσκων Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών στο King’s College London και ερευνητικός εταίρος του Chatham House