Η θεωρία του εκκρεμούς στην πολιτική δεν είναι καινούργια. Η εναλλαγή στην εξουσία ανάμεσα σε κόμματα που εκφράζουν τις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις έχει αναλυθεί κατά κόρον και παρατηρηθεί στην πράξη στις περισσότερες χώρες. Μόνο που σήμερα το παλιό εκκρεμές όπως το ξέραμε δεν φαίνεται να εξηγεί πειστικά αυτά που ζούμε. Εκκρεμές εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά είναι πιο πολύπλοκο και πολυδιάστατο. Στο παραδοσιακό δίπολο Αριστεράς – Δεξιάς, προόδου και συντήρησης, αντιπαραβάλλονται νέα δίπολα: ο δεξιός και ο αριστερός λαϊκισμός από τη μία, με τις πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίζονται τις αρχές της σύγχρονης ευρωπαϊκής πλουραλιστικής και φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας από την άλλη. Οι δυνάμεις που προσπαθούν να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν, απέναντι σε αυτές που πιστεύουν σε οικονομικά και πολιτισμικά ανοιχτές κοινωνίες.
Παρά τον διάχυτο φόβο για τη διεθνή επέλαση των δυνάμεων του λαϊκισμού, αυτό το νέο εκκρεμές φαίνεται να φτάνει στο όριο της ταλάντωσής του. Σημάδια υπάρχουν αρκετά: στις ΗΠΑ, η εκλογή ενός Δημοκρατικού υποψηφίου σε μία πολιτεία όπου ο Τραμπ είχε κερδίσει με 20 μονάδες διαφορά, είναι πρόκριμα για μία σαρωτική νίκη των Δημοκρατιών τον Νοέμβριο. Στη Βρετανία, οι δυνάμεις υπέρ ενός σκληρού Brexit υποχωρούν απέναντι στις δυνάμεις της λογικής. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι λαϊκιστές ηττήθηκαν καθαρά στις εκλογές. Ακόμα και στην Ιταλία μπορεί κανείς να διακρίνει στο απογοητευτικό πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα μία ωρίμαση στις πολιτικές θέσεις των μη παραδοσιακών κομμάτων, για παράδειγμα με την απομάκρυνση από τη θέση της εξόδου από την ευρωζώνη.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως μπορούμε να σημάνουμε λήξη συναγερμού. Το φαινόμενο του λαϊκισμού έχει πραγματικά αίτια που δεν έχουν αντιμετωπιστεί, και ακόμα και εκεί όπου υποχωρεί, έχει ήδη μολύνει τον πολιτικό ιστό, με τα παραδοσιακά κόμματα να υιοθετούν μέρος της ατζέντας για να επιζήσουν πολιτικά. Ομως υπάρχει μία κοινή συνισταμένη στα όσα παρατηρούμε: όπου ο λαϊκισμός επικρατεί, αναγκαστικά εν τέλει συγκρούεται με την πραγματικότητα. Οταν δε αυτό συμβαίνει, οι πολίτες αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνονται την απάτη –και η πραγματικότητα κερδίζει. Αρκεί βέβαια όταν συμβεί αυτό να εξακολουθεί να λειτουργεί η δημοκρατία. Αρκεί να μην έχουν ήδη διαβρωθεί οι θεσμοί που την προστατεύουν.
Στα δικά μας τώρα. Εμείς πρωτοτυπήσαμε διπλά: ως η μόνη χώρα εκτός Λατινικής Αμερικής όπου εξελέγη στην εξουσία ένα κόμμα αριστερού λαϊκισμού –στην υπόλοιπη Ευρώπη καλπάζει κυρίως ο δεξιός λαϊκισμός. Αλλά και με την συγκυβέρνηση, η οποία αποτελεί παράδειγμα εγχειριδίου για το πώς τα δύο άκρα τελικά μπορούν να συνεννοηθούν πάρα πολύ καλά, πέρα από παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς και Αριστεράς. Είναι μία ελληνική πατέντα με αντανάκλαση σε όλη την Ευρώπη. Και τίποτα δεν τη χαρακτηρίζει καλύτερα από την εμβληματική εικόνα ενός αριστερού έλληνα Πρωθυπουργού ο οποίος επευφημείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 2015 από την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά.
Ο νόμος της βαρύτητας όμως ισχύει και εδώ: όταν ο λαϊκισμός βρέθηκε το 2015 αντιμέτωπος με το τείχος της πραγματικότητας, αυτός ήταν που αναγκάστηκε να υποχωρήσει και προφανώς όχι η πραγματικότητα. Μπορεί η στροφή να ήταν ένας τακτικός ελιγμός προσωπικής διάσωσης (την ίδια στιγμή και της χώρας ευτυχώς) και όχι πραγματικής κατανόησης των αδιέξοδων τής μέχρι τότε πολιτικής, πάντως έγινε. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η ευμενής διάθεση ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση: γι’ αυτούς αποτελούμε ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πώς μπορεί να «δαμαστεί το τέρας» και να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγήν για άλλες χώρες. Εξηγεί δε και γιατί δυστυχώς επιλέγουν οι εταίροι μας να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν τα δείγματα δυσλειτουργίας των θεσμών και υποχώρησης του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
Το εκκρεμές επιστρέφει λοιπόν και στη δική μας περίπτωση, αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι πού θα σταματήσει. Γιατί αν μετακινηθεί με φόρα θα καταλήξει (πάλι) στα άκρα. Και γιατί αντίθετα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στη δική μας δεν υπάρχει μια «κανονικότητα» την οποία πρέπει απλώς να ξαναβρούμε. Κανονικότητα με την έννοια της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της χρηστής διακυβέρνησης δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ. Κοιτώντας δε μπροστά, δυστυχώς και τα μηνύματα που εκπέμπονται από το κόμμα που αναμένει την εναλλαγή στην εξουσία είναι συγκεχυμένα. Ενα μέρος του επιδίδεται σε υπόγειες διαδρομές που υποσκάπτουν τη διάκριση των εξουσιών, αρνείται να αναλάβει τις δικές του ευθύνες για την κρίση, ενώ μπροστά σε κρίσιμα οικονομικά και εθνικά διλήμματα επιλέγει εύκολες αντί για υπεύθυνες λύσεις.
Πώς φρενάρει λοιπόν κανείς το εκκρεμές; Πώς το βοηθά να ισορροπήσει σε μία θέση όπου εκφράζει στοιχεία όχι απλώς καλής οικονομικής διαχείρισης, αλλά κυρίως της αναγκαίας θεσμικής ανασυγκρότησης; Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη δυσκολία του «ναι μεν αλλά». Με την ανάγκη να δοθούν σύνθετες απαντήσεις για μια πολύπλοκη πραγματικότητα, σε μια εποχή που κυριαρχούν τα εύπεπτα συνθήματα και οι απλές πλην όμως αδιέξοδες προτάσεις. Απαντήσεις στο πώς μπαίνει μπροστά η οικονομική μηχανή χωρίς να υποπέσει κανείς στα λάθη του παρελθόντος. Πώς προστατεύονται οι πιο αδύναμοι και δημιουργούνται ευκαιρίες για όλους σε ένα περιβάλλον υπερ-παγκοσμιοποίησης και τεχνολογικής επανάστασης. Πώς επανακαθορίζονται τα όρια του κράτους, δίνοντας χώρο τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και σε εκφράσεις της κοινωνίας των πολιτών. Πώς συνδυάζεται η ασφάλεια του πολίτη με τα δικαιώματα, την ανεκτικότητα και την πολυπολιτισμικότητα.
Το στοίχημα είναι διπλό. Αφενός έχει να κάνει με την ουσία της πολιτικής και την ανάγκη να βρεθούν και να δοθούν απαντήσεις –και όπου δεν υπάρχουν, τουλάχιστον να μπουν στο τραπέζι τα διλήμματα και οι εναλλακτικές. Εχει όμως να κάνει και με τη γλώσσα της πολιτικής. Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί ένα βιντεάκι με τον γάλλο πρόεδρο Μακρόν. Σε μία δημόσια εκδήλωση, τον πλησιάζουν συνταξιούχοι για να παραπονεθούν για την αύξηση των κρατήσεων στις συντάξεις τους. Σταματά και μιλά μαζί τους. Δεν δίνει ψεύτικες υποσχέσεις. Εξηγεί πως έκανε μία επιλογή για την οποία είχε μιλήσει πριν από τις εκλογές: υψηλότερες κρατήσεις, με τους πόρους να διοχετεύονται στην ένταξη νέων ατόμων στην οικονομία. Συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την ουσία, το ζητούμενο είναι αλλού: να ειπωθεί η αλήθεια, και κυρίως να επικοινωνηθεί με γλώσσα η οποία αντιλαμβάνεται πως η πολιτική βρίσκεται πάντα εκεί όπου συναντώνται η λογική με την ενσυναίσθηση και το συναίσθημα.
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός και συγγραφέας του βιβλίου «Game Over –Η αλήθεια για την κρίση»