Το Κίνημα Αλλαγής θα αναγκαστεί σύντομα να επιλέξει είτε τη στροφή προς τη ΝΔ είτε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τη στιγμή, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής εξακολουθεί να υποστηρίζει πως το νέο κόμμα δεν πρόκειται να γίνει ούτε το δεκανίκι της Δεξιάς ούτε της Αριστεράς. Οπως έχω τονίσει σε προηγούμενα άρθρα μου, στις επόμενες εκλογές, επειδή οι ψηφοφόροι δεν θα θελήσουν να πάνε ξανά στις κάλπες και επειδή η Φώφη Γεννηματά αποκλείει κάθε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αναγκαστεί να συμμαχήσει με τον νεοφιλελεύθερο πρόεδρο της ΝΔ. Αυτό σίγουρα θα οδηγήσει στην εκλογική κάθοδο. Το Κίνημα Αλλαγής θα έχει την ίδια τύχη με τα άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η εκλογική βάση των οποίων έχει συρρικνωθεί δραματικά. Και αυτό γιατί η ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας είναι αντίθετη μ’ αυτή του νεοφιλελευθερισμού. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που ακόμα και το SPD, το σημαντικότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ευρώπη, έχασε ένα σημαντικό κομμάτι των οπαδών του όταν συνασπίσθηκε με το κόμμα της κυρίας Μέρκελ. Τα αποτελέσματα θα είναι πολύ χειρότερα στη χώρα μας σε περίπτωση που το Κίνημα Αλλαγής συμμαχήσει με τη ΝΔ. Γιατί ο Σουλτς κατόρθωσε να επιβάλει όρους, όπως να δοθούν τα δύο πιο σημαντικά υπουργεία (Οικονομικών και Εξωτερικών) σε σοσιαλδημοκράτες. Κάτι ανάλογο δεν είναι δυνατόν να πετύχει η κυρία Γεννηματά. Μ’ άλλα λόγια, το SPD δεν θα γίνει το δεκανίκι της Ανγκελα Μέρκελ, αλλά το Κίνημα Αλλαγής θα γίνει σίγουρα δεκανίκι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Βέβαια, στην περίπτωση δημιουργίας στο μέλλον νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, μέλη του Κινήματος Αλλαγής σίγουρα θα αποκτήσουν υπουργικές θέσεις. Το τίμημα όμως θα είναι πως το νέο κόμμα θα χάσει τη σοσιαλδημοκρατική ταυτότητά του.
Η εναλλακτική λύση είναι πιο δύσκολη. Παρότι ένας σημαντικός αριθμός μελών του νέου κόμματος δεν αποκλείουν μια συνεργασία με τη ριζοσπαστική Αριστερά, το τείχος μεταξύ των δύο παρατάξεων παραμένει ισχυρό. Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής το αποκλείει κατηγορηματικά. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από την αρνητική της στάση στην πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη προς τον Αλέξη Τσίπρα. Πρόταση για τη δημιουργία μιας εθνικής επιτροπής ικανής να χειριστεί τους εντεινόμενους εξωτερικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα. Κατά τη Φώφη Γεννηματά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από τη σύστασή του ένα αντισυστημικό κόμμα που δεν πρόκειται να αλλάξει.
Παρ’ όλα τα παραπάνω εμπόδια, οι επόμενες εκλογές μάλλον θα αργήσουν. Αν συμβεί αυτό, οι πιθανότητες προσέγγισης Κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εξαφανιστούν. Τέσσερις είναι οι βασικοί λόγοι που, κατά τη γνώμη μου, μια συνεργασία των δύο παρατάξεων είναι ακόμα πιθανή.
Πρώτον, από τη στιγμή που η λεγόμενη αριστερή πλατφόρμα αποχώρησε και ο Πρωθυπουργός επέλεξε τον ευρωπαϊκό δρόμο αποφασίζοντας να υλοποιήσει τους περισσότερους όρους του τελευταίου Μνημονίου, οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Κινήματος Αλλαγής αμβλύνθηκαν. Βέβαια, υπάρχουν ακόμα αντιθέσεις. Ομως τα κοινά σημεία είναι πιο ισχυρά. Και οι δύο δυνάμεις εναντιώνονται στον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό και στη μερκελική στρατηγική της λιτότητας. Εναντιώνονται επίσης σε μια γερμανική ελίτ που θέλει μεν μια σταδιακή ενοποίηση, αλλά χωρίς την άμβλυνση της πολιτικής της κυριαρχίας. Αντίθετα μ’ αυτή την πολιτική, και το Κίνημα Αλλαγής και ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουν τη σταδιακή υλοποίηση του οράματος των ιδρυτών της ΕΕ: τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής κοινότητας βασισμένης όχι μόνο στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη.
Δεύτερον, οι διαφορές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, καθώς και οι ψευτοπαλικαρισμοί του Πάνου Καμμένου χειροτερεύουν τη σχέση μεταξύ των δύο κομμάτων. Μπορεί γρήγορα να δούμε μια διάλυση αυτής της ανίερης συμμαχίας. Τρίτον, μια συνεργασία μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα βοηθούσε και τις δύο παρατάξεις. Θα εμπλούτιζε το προσωπικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και θα οδηγούσε το κόμμα προς έναν πιο ρεαλιστικό και δημοκρατικό προσανατολισμό. Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να καταστήσει το Κίνημα Αλλαγής έναν τρίτο σημαντικό πόλο του ελληνικού κομματικού συστήματος. Τέταρτον, η προσέγγιση μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς αρχίζει να διαφαίνεται σε τοπικό επίπεδο. Ηδη παρατηρούμε επαφές μεταξύ των δύο παρατάξεων με φόντο τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019.
Τέλος, πιο γενικά, η αναβίωση της σοσιαλδημοκρατίας προϋποθέτει την υλοποίηση των βασικών στόχων της στο ευρωπαϊκό επίπεδο αυτή τη φορά. Γιατί ισχυρή σοσιαλδημοκρατία στο επίπεδο του κράτους-έθνους δεν είναι σήμερα δυνατή. Αρα η σοσιαλδημοκρατικά σκεπτόμενοι πρέπει να επινοήσουν με ποιους τρόπους οι στόχοι της μείωσης των ανισοτήτων, της ενδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας και του ελέγχου του καπιταλισμού-καζίνο μπορούν να επιτευχθούν σε μεταεθνικό επίπεδο. Οσο για πολιτικές στρατηγικές, τα σοσιαλδημοκρατικά ευρωζωνικά κόμματα πρέπει να αποφύγουν κάθε συνεργασία με τα νεοφιλελεύθερα. Πρέπει να στραφούν προς τα φιλοευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα. Μαζί και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να αγωνιστούν εναντίον της γερμανοκρατίας και του ανερχόμενου εθνολαϊκισμού. Πρέπει να αγωνιστούν για μια Ευρώπη που θα χαρακτηρίζεται από την παραπέρα διάχυση πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ενδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE