Λένε πως η μουσική είναι η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Νομίζω ότι είναι και η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των γενεών. Μια «κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη» που τις συνδέει και μετατρέπει το παραμύθι σε παραμυθία. Ας σκεφτούμε κάτι απλό. Ο ρυθμός δεν έχει ταυτότητα, είναι κάτι πυρηνικό και γι’ αυτόν τον λόγο κινητοποιεί πανομοιότυπα τους πάντες. Ακούγοντας ένα «ντάπα ντάπα ντουπ», με τον ίδιο τρόπο θα αρχίσει να χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα ο κάτοικος της Ωκεανίας, ο Εσκιμώος και ο Νεοϋορκέζος. Αντίθετα, η μελωδία ξύνει μνήμες, παραδόσεις, καταβολές, κουλτούρες. Οι πρώτες νότες της «Συννεφιασμένης Κυριακής» που συγκινούν τον μέσο Ελληνα δεν νομίζω ότι θα έλεγαν κάτι σε κάποιον από την Ιαπωνία.
Το συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά όταν, διαβάζοντας το παραπάνω κείμενο, άρχισαν να σχηματίζονται στον νου μου οι στίχοι του Γκάτσου από το «Τσάμικο» του Χατζιδάκι: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά, με το σουράβλι και το ζουρνά, πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι. Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Αννας της Κομνηνής (…) Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς».
Πολλοί από μας μπορεί να αμφισβητούμε τον τρόπο που διδαχθήκαμε τα της Ελληνικής Επανάστασης. Να θεωρούμε ότι αποκρύπτονται οι μεγάλες αλήθειες όπως ο ρόλος των κοτζαμπάσηδων ή η κατάκτηση του Μοριά από τους Ρουμελιώτες. Αν όμως ζωντάνευαν αυτές οι λαϊκές ζωγραφιές με τους αγωνιστές σε ανάπαυλα, να κρατάνε τα λαούτα τους, νομίζω ότι κάτι που δεν θα είχε σχέση με τη λογική ή την αισθητική αλλά με ένα ακατέργαστο συναίσθημα θα μας έκανε να θέλουμε να ενωθούμε στους κυκλωτικούς χορούς τους. Επενδύοντας ποίηση ακόμη και στην εθνική μας μίρλα. Οπως το λέει στο δικό του «Τσάμικο» ο Σαββόπουλος: «Ξένος ώς και στη χαρά του, μεσονύχτι του Σαββάτου, τραγουδάκια μου κατάμονα, αν σας αντάμωνα, θα ‘πεφτα κάτου».