Ενα παλιό αγγλικό γνωμικό λέει ότι όπου και να πας δεν θα βρεθείς ποτέ σε απόσταση μεγαλύτερη των έξι ποδών (κάτι λιγότερο από δύο μέτρα) από έναν αρουραίο. Πράγματι, στο Λονδίνο τα τρωκτικά βρίσκονται παντού: στους υπονόμους, στις οροφές των σπιτιών, στο μετρό, ακόμη και μέσα στην Ντάουνινγκ Στριτ. Μόνο που εκεί δεν ψάχνουν να βρουν κάτι να φάνε. Αρκούνται στο να ροκανίζουν την καρέκλα της Τερίζα Μέι.
Ολοι συνομολογούν ότι η βρετανίδα πρωθυπουργός μένει μέχρι να φύγει –αφενός ελλείψει αντικαταστάτη κοινής αποδοχής, αφετέρου για λόγους τακτικισμού των αντιπάλων της (θέλουν να χρεωθεί εκείνη τις διαπραγματεύσεις για το Brexit).
Η 61χρονη θυγατέρα ιερέα της Αγγλικανικής Εκκλησίας κουβαλούσε τη φήμη αυτού που οι Αγγλοι αποκαλούν «no-nonsense», δηλαδή του ανθρώπου που είναι πρακτικός και σοβαρός και φέρνει εις πέρας ό,τι αναλαμβάνει χωρίς χρονοτριβές. Η δική της αποστολή ήταν να καταστήσει το Brexit «εθνική επιτυχία», όπως υποσχέθηκε με το που πέρασε το κατώφλι του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Σήμερα, 12 μήνες πριν από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, η Μέι μοιάζει να μην έχει όραμα, οδηγείται σε διαρκείς παλινωδίες και υπαναχωρήσεις στη διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες και οι «Τάιμς» την αποκαλούν «πιο αδύναμη πρωθυπουργό στα χρονικά». Βέβαια, αν κάποιος θέλει να είναι δίκαιος μαζί της, οφείλει να αναγνωρίσει ότι το έργο που ανέλαβε δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον στη μεταπολεμική Ιστορία της χώρας. Επιτελείται, μάλιστα, υπό αντίξοες συνθήκες: με μια Βουλή στην οποία η κυβέρνηση δεν έχει πλειοψηφία (κάτι για το οποίο, ωστόσο, ευθύνεται η ίδια η Μέι και η «φαεινή» ιδέα της να προκηρύξει πρόωρες εκλογές πέρυσι) και με ένα υπουργικό συμβούλιο διχασμένο ακόμη και στα πιο βασικά του Brexit. Τα χέρια της είναι συχνά δεμένα, αφού όποια πρωτοβουλία και να αναλάβει κινδυνεύει να δυσαρεστήσει κάποιο από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα: των σκληρών Brexiteers από τη μία και των οπαδών του μαλακού Brexit ή της παραμονής στην ΕΕ από την άλλη. Ετσι, επιλέγει την τακτική της δημιουργικής ασάφειας, σε μια περίοδο όμως που απαιτούνται αποφασιστική ηγεσία και καθαρές θέσεις. Την εβδομάδα αυτή οδηγήθηκε σε έναν ακόμη συμβιβασμό, αποδεχόμενη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες που θα έρθουν στη Βρετανία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μετά το Brexit (λήγει τον Δεκέμβριο 2020) θα μπορούν να εγκατασταθούν μόνιμα. Ελάχιστες εβδομάδες νωρίτερα, απέκλειε κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. «Αφού κοκορεύτηκε για τις υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές της, τις έσβησε αμέσως υποκύπτοντας στις πιέσεις της ΕΕ» σχολίασε δηκτικά ο πρώην ηγέτης του UKIP Νάιτζελ Φάρατζ. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Λονδίνο αποδέχθηκε ότι θα χάσει το δικαίωμα ψήφου στα ευρωπαϊκά όργανα, ενώ θα υποχρεούται να εφαρμόζει τόσο την ισχύουσα όσο και τη μελλοντική κοινοτική νομοθεσία κατά την ίδια περίοδο. Βουλευτές των Τόρις εξέφρασαν δημοσίως την αντίθεσή τους σε πτυχές της συμφωνίας, ενώ το κόμμα είναι αντιμέτωπο με εκλογική κατάρρευση στις τοπικές εκλογές του Μαΐου, καθώς, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, κινδυνεύει να χάσει έως 100 έδρες στο Λονδίνο.
Στέλεχος των Συντηρητικών που πρόσκειται στη Μέι είπε στα «ΝΕΑ» ότι «η πρωθυπουργός απολαύει απολύτως της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής της ομάδας και θα φέρει εις πέρας την αποστολή που της ανέθεσε ο βρετανικός λαός». Ωστόσο, οι φήμες οργιάζουν ότι βουλευτές του κόμματος περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να θέσουν θέμα ηγεσίας. Είναι κοινό μυστικό ότι οι βαρόνοι των Τόρις έχουν αποφασίσει ότι δεν θέλουν την Τερίζα Μέι στο πηδάλιο. Δεν μπορούν όμως να συμφωνήσουν ποιος θα τη διαδεχθεί. Οι δύο επικρατέστεροι δελφίνοι είναι ίσως τα πιο εκκεντρικά στελέχη που έχει να αναδείξει το κόμμα. Ο πρώτος είναι ο 53χρονος υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο αρκετοί αποκαλούν κλόουν της πολιτικής. Ο δεύτερος είναι ο υπερσυντηρητικός, με αμφιλεγόμενες απόψεις, 48χρονος βουλευτής Τζέικομπ Ρις-Μογκ, επικεφαλής της ομάδας που προωθεί το σκληρό Brexit. Κι όμως, αρκετές δημοσκοπήσεις τον φέρνουν πρώτο στις προτιμήσεις των Τόρις για τη διαδοχή της Μέι.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η βρετανίδα πρωθυπουργός είδε τη δημοτικότητά της να ανεβαίνει εξαιτίας της βρετανορωσικής κρίσης που ξέσπασε με αφορμή την υπόθεση Σκριπάλ. Το Λονδίνο κατηγόρησε από την πρώτη στιγμή τη Μόσχα για τη δηλητηρίαση του ρώσου πρώην διπλού πράκτορα και της κόρης του και ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων: από την απέλαση 23 ρώσων διπλωματών έως το μποϊκοτάζ του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου της Ρωσίας από μέλη της κυβέρνησης και της βασιλικής οικογένειας. Σύμφωνα με το «Politico», όμως, η φαινομενικά σκληρή στάση της Μέι είναι στην πραγματικότητα αδύναμη και αναποτελεσματική. Εκείνο που θα δυσαρεστούσε πραγματικά τη Μόσχα θα ήταν να απειληθούν τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν στη Βρετανία ρώσοι ολιγάρχες που συνδέονται με το Κρεμλίνο. «Αλλά (η Μόσχα) μπορεί να αισθάνεται ασφαλής: είναι εξαιρετικά απίθανο η κυβέρνηση της Μέι να αποφασίσει εκροή πολλών δισεκατομμυρίων στο όνομα ενός χαρακτηριστικού που ούτως ή άλλως της λείπει: των αρχών».