Ο αέρας την άνοιξη στην Αθήνα του 1991 γύρω από το Σύνταγμα και το Κολωνάκι ανέδιδε το ίδιο άρωμα με τις κεντρικές λεωφόρους του Παρισιού: μια λεπτή και ζεστή σύνθεση από άνθη πορτοκαλιάς, μανταρινιού και βιολέτας που ξετυλίγονταν απαλά μαζί με το άρωμα γαρδένιας, ορχιδέας και ιλάνγκ ιλάνγκ για να καταλήξουν σε μια συναρπαστική έκρηξη από νότες ξύλων, κέδρου και σπόρων Τόνκα. Ηταν η υπογραφή του Amarige, του αρώματος Givenchy, που σφράγισε με γαλλικές προδιαγραφές τη μινιμαλιστική δεκαετία. Με το Amarige (στα γαλλικά είναι ο αναγραμματισμός της λέξης «γάμος») όπως και με το Givenchy III (επιτυχία της δεκαετίας του ’70) η ελληνική κοινωνία της κατανάλωσης συνδέθηκε με το ύφος του οίκου Givenchy, μαθαίνοντας να αφαιρεί από το στυλ περιττές πληροφορίες. Οποιαδήποτε άλλη από τις δημιουργίες πρετ α πορτέ πολυτελείας και υψηλής ραπτικής του γάλλου μετρ Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 10 Μαρτίου, ήταν απρόσιτη για τις περισσότερες Ελληνίδες. Ωστόσο το όνομά του τούς ήταν οικείο χάρη στην πολύχρονη και στενή συνεργασία του με την Οντρεϊ Χέπμπορν . Μέσα από αυτό το ντουέτο δημιουργού – μούσας ένας πρωταγωνιστής της μόδας του 20ού αιώνα είχε διαδώσει τη διαφορετική άποψή του για τον μοντέρνο τρόπο ντυσίματος. Η σταρ του σινεμά από το 1953 και την πρώτη της επιτυχία στο «Sabrina» φορούσε εντός και εκτός μεγάλης οθόνης τις δημιουργίες του.
Την εποχή που το σύστημα της μόδας επέβαλλε κανόνες καθολικού συνδυασμού ρούχων και αξεσουάρ με έμφαση στο σετ φόρεμα-πανωφόρι, ο Ζιβανσί προπορεύτηκε και άλλαξε τον ρυθμό εισάγοντας την έννοια του «προσωπικού στυλ». «Είναι πολύ περισσότερος από ένας couturier», δήλωνε η Χέπμπορν για τον φίλο της Ιμπέρ. «Είναι δημιουργός της προσωπικότητας».
Ο Ιμπέρ Τζέιμς Τάφιν ντε Ζιβανσί γεννήθηκε το 1927 στο Μποβέ της Γαλλίας. Η οικογένεια του πατέρα του από το 1713 είχε ρίζες στην αριστοκρατία της Βενετίας. Η μητέρα του ήθελε ο Ιμπέρ να γίνει συμβολαιογράφος. Ομως εκείνος την απογοήτευσε ξεκινώντας να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να αποκτήσει τον δικό του οίκο. Υστερα από μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού βρέθηκε να σχεδιάζει για τον οίκο του Ζακ Φατ, συνεχίζοντας στον Ρομπέρ Πιγκέ και την Ελσα Σκιαπαρέλι, ενώ γοητευόταν από τη δουλειά του Κριστομπάλ Μπαλενσιαγκά.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1952 σε ηλικία 25 ετών ο νεαρός αριστοκράτης Ζιβανσί ανοίγει τον οίκο του στην οδό Αλφρέντ ντε Βινί, ονοµάζοντας την πρώτη συλλογή του «Μπετίνα Γκρατζιάνι» εμπνεόμενος από το κορυφαίο τότε μοντέλο των παρισινών επιδείξεων. Ακολούθησε μάλιστα τις κατευθύνσεις του μέντορά του Μπαλενσιαγκά, ότι ντιζάιν είναι να δημιουργήσεις ένα απλό φόρεμα από μία και μόνη γραμμή και αφέθηκε στα υλικά για να κατευθύνουν τις δημιουργίες του.
Δύο μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1952, ο Ιμπέρ ντε Ζιβανσί έφτασε στο ξενοδοχείο Waldorf-Astoria στη Νέα Υόρκη με οκτώ περίτεχνες τουαλέτες υψηλής ραπτικής. Εκανε το ντεμπούτο του στον πρώτο ετήσιο χορό της αμερικανικής υψηλής κοινωνίας. Η εκδήλωση μέσα από τη δυναμική των παλαιομοδίτικων ηδονιστικών συνηθειών της καλής κοινωνίας αποσκοπούσε να ενισχύσει τις γαλλοαμερικανικές σχέσεις στο επίπεδο των οικονομικών ανταλλαγών και της εξωτερικής πολιτικής. Σε μια αίθουσα χορού που μεταμορφώθηκε για να μοιάζει με τους Κήπους των Βερσαλλιών η χοροεσπερίδα μεταξύ άλλων αξιοθεάτων παρουσίαζε ζωολογικούς κήπους που νοικιάστηκαν από το τσίρκο, το ταμπλό βιβάν με τον Σερ Λόρενς Ολίβιε και τον Ρεξ Χάρισον να υποδύονται τους βασιλείς Φραγκίσκο Α’ και Ερρίκο Η’. Τα δώρα για τους παρισταμένους περιελάμβαναν φίνο γαλλικό άρωμα για τις κυρίες και για τους κυρίους γραβάτες από μετάξι της Λυών. Ομως η πιο αξιομνημόνευτη εντύπωση της νύχτας που κατέγραψε το περιοδικό «The New Yorker» ήταν, ίσως, εκείνη που άφησε πίσω της ο πανύψηλος νεαρός ταλαντούχος δημιουργός. Κατά τη διάρκεια της επίδειξης μόδας της βραδιάς, το πλήθος συγκέντρωσε την προσοχή του πάνω από τα θαυμάσια κεντημένα κοντά μπολερό του Ζιβανσί και στην κολλαριστή λευκή κάπα που έμοιαζε με καλοδουλεμένη, άκαμπτη μαρέγκα.
Ομως ο μετρ Ζιβανσί ακολούθησε το ρεύμα της εποχής του και έδειξε ότι η μόδα δεν μπορεί να είναι μόνο θέμα της πολυτέλειας. Ο ίδιος που δημιούργησε τη χαρακτηριστικής θηλυκότητας µπλούζα από λεπτό βαµβακερό ύφασµα με τα μανίκια με σειρές από κεντημένα βολάν (από τη συλλογή Μπετίνα) έδωσε έμφαση στη ζωηρόχρωμη και πρακτική πλευρά του νεανικού ντυσίματος. Στο πνεύμα της μόδας των μοντέρνων καιρών, είχε αποφασίσει να δώσει στις γυναίκες της μεταπολεμικής εποχής περισσότερες επιλογές ρούχων σχεδιάζοντας ξεχωριστά κομμάτια ακόμη και για βραδινές επίσημες εμφανίσεις. Ο Ζιβανσί με τις «χωριστές» δημιουργίες του, αλλά και με το μαύρο φόρεμα κοκτέιλ που φόρεσε η μούσα του, Χέπμπορν, στην ταινία «Πρωινό στο Τίφανις», καθώς στεκόταν έξω από τη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου ως Χόλι Γκολάιτλι, έγινε σημείο αναφοράς μιας εποχής. Το γύρισμα της συγκεκριμένης σκηνής προκάλεσε παύση της κυκλοφορίας στην 5η Λεωφόρο. Η νεωτερικότητα του μαύρου φορέματος Ζιβανσί αντικατόπτριζε τη συνεχή αναζήτηση του καινούργιου ικανοποιώντας την αίσθηση προσωπικής ελευθερίας και αυτονομίας. Ο,τι σήμερα θεωρούμε αυτονόητο ως προσωπικό στυλ προέκυψε μέσα από τις διεργασίες του με τη μόδα, τις τάσεις και την επιθυμία.
Το 1995 ο Ζιβανσί αποχώρησε από τη θέση του δημιουργού συλλογών μόδας του οίκου του. Μακριά από τον ρυθμό της γρήγορης μόδας που άλλαζε συμπεριφορά απέναντι στους δημιουργούς, ο Ιμπέρ ντε Ζιβανσί εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για τους άγγλους σχεδιαστές που τον διαδέχτηκαν. Το πέρασμα του Τζον Γκαλιάνο, του Τζούλιαν ΜακΝτόναλντ και του Αλεξάντερ Μακουήν από τα ατελιέ του οίκου Ζιβανσί ήταν κατά τη γνώμη του πολύ εκκωφαντικό για το δικό του γούστο. Αλλωστε το σύμπαν της τέχνης μέσα από τα έργα της προσωπικής του συλλογής απασχολούσαν τις ημέρες του. Ετσι ο υποστηρικτής των εκλεκτών τρόπων και των διακριτικών εμφανίσεων αφοσιώθηκε στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως ειδικός στις αντίκες, προσφέροντας τις γνώσεις του στον οίκο δημοπρασιών Κρίστις, αλλά και στα Μουσεία του Λούβρου και των Βερσαλλιών. Στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της παρισινής κατοικίας του έβρισκε παρηγορητική συντροφιά στους πίνακες του Πικάσο και του Ματίς. Αλλά και στον μεγάλο πύργο του 16ου αιώνα που βρισκόταν στην προσωπική του περιουσία στο Μανουά ντι Ζονσέ. Εκεί έπεσε για τον μεγάλο του ύπνο. Μέσα στους κήπους του παλιού αρχοντικού, θαύμαζε την αρμονία της φύσης «τόσο λεπτή σαν ένα κομμάτι δαντέλας» όπως την περιέγραφε.