Το μετεκλογικό πεδίο, σε επίπεδο θέσεων αλλά και συνεργασιών, επιδιώκει να διαμορφώσει από τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθιστώντας σαφές προς πολιτικούς φίλους και αντιπάλους ότι δεν είναι στις προθέσεις του να αιφνιδιάσει κανέναν. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα πραγματοποίησε επαφές με διεθνείς παράγοντες στο εξωτερικό, τους οποίους και ενημέρωσε για τις θέσεις του και τις προτεραιότητες που έχει ιεραρχήσει, ενώ ταυτόχρονα στο εσωτερικό περιέγραψε τα θέματα στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει συναίνεση με τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα που δεν εντάσσονται στον σημερινό κυβερνητικό μηχανισμό. Κινείται με τη βεβαιότητα ότι η ΝΔ θα έχει επιτύχει την εκλογική πρωτιά, ανεξαρτήτως του χρόνου των εκλογών, αλλά θέλει να είναι έτοιμος ακόμη και για το ενδεχόμενο να μην έχει την ισχυρή αυτοδυναμία που επιδιώκει. Οπως τονίζουν στενοί συνεργάτες του, ο πρόεδρος της ΝΔ θέλει να εξασφαλίσει από τώρα ότι δεν θα υπάρξει ούτε μία ημέρα ακυβερνησίας μετά τις εκλογές και γι’ αυτό –ανεξαρτήτως αποτελέσματος –θα επιδιώξει από τώρα να χτίσει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, ικανές να στηρίξουν ένα μεταρρυθμιστικό έργο.
Τρεις κινήσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση, οι κινήσεις που κάνει είναι οι εξής:
1. Κύκλος επαφών με διεθνείς παράγοντες. Ηδη ταξίδεψε στις ΗΠΑ και το Κατάρ, εκπέμποντας το μήνυμα ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θα διαμορφώσει ένα φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον, ξεκινώντας από τη δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου. Οι επαφές αυτές θα συνεχιστούν με επόμενο σταθμό το Βερολίνο.
2. Δημιουργία ανοιχτού διαύλου επικοινωνίας με παραγωγικούς φορείς για τη διαμόρφωση ενός κοινού πεδίου δράσης, που αφορά τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και όχι μόνον, μέσα από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
3. Διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής συναίνεσης με φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Η ομιλία του στο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής, που χειροκροτήθηκε θερμά, ήταν ένα σαφές πρώτο βήμα. Η φράση του «είναι πολλά τα σημεία που αξίζει να συναντηθούμε» αποτέλεσε ένα καθαρό μήνυμα συνεννόησης στα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη χώρα. Ο ίδιος άλλωστε έθεσε την ατζέντα , ιεραρχώντας ως σημαντικά: την προστασία των θεσμών, την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος και την ανάπτυξη ενός νέου πατριωτισμού με συγκλίσεις στα μεγάλα εθνικά θέματα.
Το «πετυχημένο πείραμα». Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η συγκυβέρνηση της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2012-2104 ήταν ένα «πετυχημένο πείραμα», καθώς υπήρξε ένα εξαρχής συμφωνημένο κοινό πεδίο δράσης που ωφέλησε τη χώρα μέσα σε μια δύσκολη μνημονιακή περίοδο.
Εχει και ο ίδιος εξηγήσει ότι ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος θα επιχειρήσει να έχει μια ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα και δεν αποκλείει μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο να «συναντηθεί» ξανά η ΝΔ με το Κίνημα Αλλαγής και ειδικότερα με τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη. Προφανώς το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα και η σειρά κατάταξης των κομμάτων θα παίξουν ρόλο, αλλά –σύμφωνα με τακτικούς συνομιλητές του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης –αυτό που θα μετρήσει εκείνη την ώρα είναι η βούληση των ηγετών των κομμάτων να κινηθούν άμεσα, αποτρέποντας την περιπέτεια της ακυβερνησίας και δίνοντας άμεσα αξιόπιστη πολιτική διέξοδο.
Το Σύνταγμα. Μια «πρόβα συναίνεσης» με τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα θα μπορούσε να είναι –σύμφωνα με στελέχη της ΝΔ –η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που θα ξεκινήσει το επόμενο διάστημα. Ηδη, σημειώνουν, η θέση του Κινήματος Αλλαγής περί της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστήμιων στην Ελλάδα είναι ένα σημείο συμφωνίας, καθώς αυτή η πρόταση αποτελεί μέρος της συνολικής θέσης της ΝΔ από τη δεκαετία του ’80. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να λήξει όλα αυτά τα ζητήματα πριν ανοίξουν οι κάλπες της εκλογικής αναμέτρησης, καθώς πιστεύει ότι από τη Δευτέρα –μετά τις εκλογές –η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να τρέξει προκειμένου να επουλώσει τις πληγές που άφησε πίσω της σε πολλούς τομείς η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Είναι σαφές ότι από τον στρατηγικό σχεδιασμό του για την επόμενη μέρα εξαιρεί τόσο τον Αλέξη Τσίπρα όσο και τον Πάνο Καμμένο, καθώς θεωρεί ότι αφενός δεν υπάρχει καν το μίνιμουμ της εμπιστοσύνης που απαιτείται και αφετέρου «δεν μπορούν εκείνοι που οδήγησαν στην υπερχρέωση της χώρας με 200 δισ. μετά το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής τους, να δώσουν λύση και προοπτική».