Από μέρα σε μέρα αναμένεται να ανακοινώσει το υπουργείο Παιδείας τον αριθμό των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας, με πολλά ανώτατα Ιδρύματα να ζητούν και φέτος μείωση εισακτέων έως και 30%. Η είδηση της ανακοίνωσης των εισακτέων μάλιστα για τα κεντρικά ΑΕΙ μπορεί να αποδειχθεί τρομακτική. Κι αυτό γιατί η αναμενόμενη αύξηση των πρωτοετών φοιτητών σε πολλά τμήματα, σε συνδυασμό με το κύμα μετεγγραφών που αναμένεται από τη διάταξη για τα αδέλφια που σπουδάζουν στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, δημιουργεί ήδη στα αμφιθέατρα συνθήκες ασφυξίας.
Ετσι, εν αναμονή των στοιχείων από το υπουργείο Παιδείας, διοικήσεις ανώτατων ιδρυμάτων αναζητούν το δίκιο τους στη Δικαιοσύνη… Συγκεκριμένα το Πανεπιστήμιο Κρήτης που κάθε χρόνο (όπως και τα περισσότερα Ιδρύματα της χώρας) προτείνει συγκεκριμένο αριθμό φοιτητών που μπορεί να εκπαιδεύσει και παίρνει τους διπλάσιους, έχει προσφύγει από την περσινή χρονιά για το θέμα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η προσφυγή του κατά του υπουργείου Παιδείας θα συζητηθεί στις 27 Σεπτεμβρίου. Η πρυτανεία του Πανεπιστημίου Κρήτης ζήτησε φέτος 1.690 εισακτέους κατ’ ανώτατο όριο από το υπουργείο Παιδείας, που πέρυσι είχε δώσει 2.821. Οπως λέει ο πρύτανης Οδυσσέας – Ιωάννης Ζώρας «εμάς μας ενδιαφέρει η ποιότητα της πανεπιστημιακής μόρφωσης που δίνουμε και αν δεν γίνεται αλλιώς, το θέμα του αριθμού των εισακτέων που μπορούμε να μορφώσουμε θα το αποφασίσουν τα δικαστήρια».
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (το μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα στη χώρα) ζήτησε από το υπουργείο κατ’ ανώτατο όριο 4.100 εισακτέους όταν πέρυσι είχε πάρει 6.042. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ζήτησε 860 εισακτέους όταν πέρυσι είχε δεχθεί 1.155. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν «δυσκόλεψε» το υπουργείο Παιδείας, αλλά ζήτησε περίπου 4.590 φοιτητές, όσους είχε πάρει και πέρυσι. Μάλιστα ζήτησε και 20 φοιτητές περισσότερους στην Ιατρική Σχολή, δηλαδή 140 άτομα. Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ζήτησε 980 πρωτοετείς φοιτητές φέτος, ενώ πέρυσι πήρε 1.295.
Η συμπλήρωση των Μηχανογραφικών των υποψηφίων ειδικά για φέτος αναμένεται να αποδειχθεί σταυρόλεξο για δεινούς λύτες! Κι αυτό γιατί με την γιγαντιαία επιχείρηση αναδιάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης που έχει ξεκινήσει από το υπουργείο Παιδείας, τα περισσότερα τμήματα ΤΕΙ αναμένεται ότι την επόμενη χρονιά θα έχουν μετονομαστεί ή δεν θα λειτουργούν με τη μορφή που έχουν σήμερα.
Οπως έλεγε μάλιστα έμπειρος πανεπιστημιακός στα «ΝΕΑ», ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας σχολίαζε τις προηγούμενες ημέρες ότι «την επόμενη χρονιά το 70% των ΤΕΙ της χώρας θα έχουν ενσωματωθεί στα πανεπιστήμια».
Τον διαχωρισμό στις Πανελλαδικές Εξετάσεις των υποψηφίων που προέρχονται από ξένα σχολεία στην ΕΕ που δεν διδάσκονται την ελληνική γλώσσα, από τα παιδιά που φοιτούν στα λεγόμενα ευρωπαϊκά σχολεία στις Βρυξέλλες και άλλες χώρες της ΕΕ, στα οποία το μάθημα επί 12 χρόνια γίνεται αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα μελετάει το υπουργείο Παιδείας. Ετσι, πιθανότατα από φέτος, μελετάται αλλαγή της κατηγοριοποίηση που ισχύει σήμερα για τους Ελληνες εξωτερικού που συμμετέχουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας.
Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Παιδείας είχε συνάντηση με εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Γερμανίας με τους οποίους και συζήτησε το θέμα. Οπως είναι γνωστό σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, υπάρχουν δύο κατηγορίες υποψηφίων που κατοικούν σε χώρες της ΕΕ:
n Οι υποψήφιοι που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού, οι οποίοι εισάγονται στα ελληνικά ΑΕΙ με ποσοστό 4% καθ’ υπέρβασιν του αριθμού εισακτέων, και
n Οι υποψήφιοι που φοιτούν στα ξένα σχολεία που ακολουθούν το πρόγραμμα σπουδών της χώρας στην οποία βρίσκονται και τα μαθήματα γίνονται στη γλώσσα της χώρας αυτής ή στα ευρωπαϊκά σχολεία που ακολουθούν το ελληνικό πρόγραμμα σπουδών και τα μαθήματα γίνονται στα ελληνικά. Οι δυο αυτές κατηγορίες υποψηφίων εισάγονται στα ελληνικά ΑΕΙ με ποσοστό 1,5% καθ’ υπέρβασιν του αριθμού εισακτέων. Οι εκπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων στην Γερμανία διαμαρτύρονται υποστηρίζοντας ότι με το ισχύον καθεστώς στη δεύτερη κατηγορία υποψηφίων υπάρχει ανισότητα, αφού οι απόφοιτοι σχολείων χωρών της ΕΕ συναγωνίζονται στις εξετάσεις ελληνομάθειας –που είναι η προϋπόθεση για τη διεκδίκηση μιας θέσης σε ελληνικά ΑΕΙ –με αποφοίτους των ευρωπαϊκών σχολείων στα οποία τα μαθήματα γίνονται αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα.