Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η κατεξοχήν συναινετική διαδικασία που απαιτεί όχι μόνο να συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία, αλλά να υπάρχει κλίμα συναίνεσης για μεγάλη περίοδο που περιλαμβάνει τις σχετικές συζητήσεις και ψηφοφορίες σε δύο διαδοχικές Βουλές και στις εκλογές που μεσολαβούν. Αυτό συμβαίνει γιατί η Δημοκρατία, λόγω εκλογικού κύκλου, υποτάσσεται σε συγκυριακές πολιτικές και νομοθετικές επιλογές και άρα πρέπει, στο επίπεδο του Συντάγματος, να διασφαλίζεται η σχέση Δημοκρατίας και Ιστορίας, να συμφωνούνται και να αποφασίζονται ρυθμίσεις με ορίζοντα μακρού ιστορικού χρόνου. Ακόμη και αν ορισμένες ρυθμίσεις είναι εσφαλμένες ή ξεπερασμένες, το βασικό είναι να διασφαλίζεται η λειτουργία του Συντάγματος ως θεμελίου και ως κορυφής της εθνικής έννομης τάξης. Και ως θεσμικού σημείου επικοινωνίας του εθνικού δικαίου με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο που διεκδικούν σκληρά την ιδιότητα της νομικής υπεροχής από το Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα όμως επιτελεί τη λειτουργία του αυτή όταν είναι αυστηρό, όταν οι συνταγματικές διατάξεις τροποποιούνται, αντικαθίστανται, καταργούνται, προστίθενται ή ερμηνεύονται αυθεντικά με ειδική αναθεωρητική διαδικασία, που είναι αισθητά δυσκολότερη από τη νομοθετική και δεσμεύεται όχι μόνο από διαδικαστικά αλλά και από ουσιαστικά όρια. Ενας σκληρός πυρήνας συνταγματικών διατάξεων και αρχών είναι μη αναθεωρήσιμος.
Η αλήθεια είναι ότι κανένα σοβαρό πρόβλημα –οικονομικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό, νοοτροπιακό, πολιτικό, πολιτισμικό, εθνικό με την έννοια του ζητήματος εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και άμυνας –δεν είναι πρόβλημα πρωτίστως και ανυπερθέτως συνταγματικό. Η Ελλάδα βιώνει τα δέκα τελευταία χρόνια τις επιπτώσεις μια βαθιάς κρίσης που κορυφώθηκε το 2009 και άρχισε να αντιμετωπίζεται με τη μόνη, όπως αποδείχθηκε, διαθέσιμη στρατηγική στην οποία προσχώρησαν όλες οι κυβερνήσεις, χωρίς να απαιτηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος.
Οι περίοδοι της όξυνσης των πολιτικών αντιθέσεων, οι περίοδοι που εκτρέφουν τη δημαγωγία, τον εθνικολαϊκισμό, τις πολιτικές απάτες και αυταπάτες, ενώ ταυτόχρονα ελλοχεύουν υπαρξιακοί κίνδυνοι για τον τόπο, δεν είναι περίοδοι κατάλληλες και προσφορές για αναθεώρηση του Συντάγματος. Δηλαδή για μια διαδικασία που απαιτεί γενναιόδωρη και διορατική προσέγγιση των συγκυριακών σκοπιμοτήτων, προκειμένου να επιτευχθούν μακροπρόθεσμες συναινέσεις και να διασφαλισθεί η σχέση Δημοκρατίας και Ιστορίας.
Κατά μείζονα λόγο, δεν υπάρχει πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον κατάλληλο για αναθεώρηση όταν το κύριο πρόβλημα είναι ο εκβιασμός των θεσμών, η έκπτωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, η καταρράκωση της διάκρισης των εξουσιών, η προσβολή της εξωτερικής και εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Εγκριτοι επιστήμονες το αντιλαμβάνονται αυτό και προτείνουν μια «mini» αναθεώρηση για λίγα, αλλά «maxi» θέματα που βρίσκονται στην καρδιά του πολιτεύματος. Δεν είναι αυτή η λύση. Λύση είναι να διαμορφωθούν πρώτα οι πολιτικές προϋποθέσεις μιας σοβαρής αναθεωρητικής διαδικασίας.
Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι με ποιον τρόπο θα κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (απαιτούνται βεβαίως πενήντα βουλευτές) και θα επιδιωχθεί ένα minimum θεσμικής συναίνεσης μακράς πνοής με την κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που κατηγορείται –και ορθά –από το σύνολο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης για βαριά και συστηματική προσβολή των θεσμών. Προσβολή που φτάνει στον σφετερισμό της ιδιότητας της κυβέρνησης ως κρατικού οργάνου προκειμένου να αλλοιωθούν θεμελιώδεις θεσμοί του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Μπορεί πριν από μερικούς μήνες να γινόντουσαν παρόμοιες συζητήσεις ή να ήταν ακόμη ανοικτά ορισμένα ερωτήματα για τις επιλογές της κυβέρνησης. Τώρα όμως κυριαρχεί η κυβερνητική σκευωρία κατά των θεσμών. Και σημαία της δημοκρατικής αντιπολίτευσης είναι η επιτακτική ανάγκη σεβασμού και εφαρμογής του Συντάγματος, όχι η ανυποψίαστη και τελικά ανιστόρητη συζήτηση περί αναθεώρησης, πίσω από την οποία θα έρθει να κρύψει τις συνταγματικές της ανομίες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η συναινετική στάση της αντιπολίτευσης τον Αύγουστο του 2015 ευτελίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η υπεύθυνη και συναινετική στάση κομμάτων και προσώπων της αντιπολίτευσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής απαντιέται από την κυβέρνηση με χυδαιότητες ή με μικροκομματικές σκοπιμότητες σε σχέση με τα παιχνίδια μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων.
Πριν από λίγες ημέρες διατυπώθηκε μάλιστα η πρόταση να ανοίξει η συζήτηση για την αναθεώρηση της ίδιας της αναθεωρητικής διαδικασίας, ώστε να μειωθεί ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματός μας και να είναι δυνατή η ολοκλήρωση της αναθεώρησης σε μια Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία 3/5, δηλαδή 180 βουλευτών, με μόνο ουσιαστικό όριο τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ούτε καν τη μορφή και τη βάση του πολιτεύματος και ορισμένες θεμελιώδεις διατάξεις, όπως προβλέπει τώρα το άρθρο 110. Παραπλήσια πρόταση, που επίσης διατυπώθηκε, δεν θίγει τα υφιστάμενα ουσιαστικά όρια και θέλει η αναθεώρηση να συντελείται με πλειοψηφία 2/3 ή 4/5 σε μια Βουλή.
Θυμίζω ότι για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου με άμεση ισχύ και για τη ψήφιση του νόμου για το εκλογικό δικαίωμα των εκτός επικράτειας πολιτών απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 2/3, δηλαδή 200 βουλευτών. Σύμφωνα συνεπώς με τις παραπάνω προτάσεις το Σύνταγμα θα αναθεωρείται πιο εύκολα από τον εκλογικό νόμο ή στην καλύτερη περίπτωση όπως αυτός. Χωρίς προθεσμία ώριμου χρόνου (περίσκεψης). Υπό την πίεση άρα μιας συγκυριακής εξέλιξης, μέσα σε κλίμα συνταγματικού και πολιτικού λαϊκισμού και με γνώμονα στιγμιαίες δημοσκοπήσεις θα κινδυνεύουν να μεταβληθούν βασικοί συνταγματικοί θεσμοί.
Τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης όμως δεν αναθεωρούνται. Η δε αναθεωρητική διαδικασία μπορεί να μεταβληθεί ως προς ειδικότερα σημεία της, διατηρουμένων όμως των διαρθρωτικών της χαρακτηριστικών που, εκτός από την αυξημένη πλειοψηφία, είναι η προθεσμία περίσκεψης, ο αποκλειστικά κοινοβουλευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας και η συμμετοχή του εκλογικού σώματος μέσω των εκλογών που παρεμβάλλονται.
Το 1985 το ΠΑΣΟΚ περιέλαβε στην αρχική πρόταση αναθεώρησης που υπέβαλε και την αναθεώρηση του ίδιου του άρθρου 110 που ορίζει τη διαδικασία αναθεώρησης. Οι αντιδράσεις ήταν οξύτατες, οι τότε τακτικοί καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου τάχθηκαν ομαδικά κατά, στο όνομα του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος και ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε εντολή να αποσυρθεί η πρόταση αυτή.
Η αναθεώρηση της αναθεωρητικής διαδικασίας προκειμένου να καταστεί ένα αυστηρό Σύνταγμα «μετριοπαθώς αυστηρό», μπορεί να λειτουργήσει ως αφετηρία μιας επικίνδυνης καταστρατήγησης του Συντάγματος, δηλαδή τήρησης των πολύ ευκολότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων προκειμένου να τροποποιηθούν και κυρίως να αλλοιωθούν δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις.
Το μοιραίο Σύνταγμα της Βαϊμάρης προέβλεπε στο άρθρο 76 τη δυνατότητα αναθεώρησής του σε μια σύνοδο, με απαρτία 2/3 και αυξημένη πλειοψηφία 2/3 επί της απαρτίας. Παρότι προβλεπόταν δυνατότητα βέτο της Ανω Βουλής (Reichsrat), η διάταξη αυτή επέτρεψε τη νομιμοφανή εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος.
Σύνταγμα χωρίς ιστορική μνήμη δεν υπάρχει. Οφείλουμε συνεπώς να διαφυλάξουμε και τα δύο. Και το Σύνταγμα και την ιστορική μνήμη ως σημεία αφετηρίας στη μάχη υπέρ των δημοκρατικών θεσμών, απέναντι σε μια κυβέρνηση που εμπνέεται από τα παραδείγματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες κινούνται σε τροχιά σύγκρουσης με τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες.

Ο Βαγγέλης Βενιζέλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ήταν ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεώρηση του 2001 που ξεκίνησε το 1995