«Οταν δίνεις μια βάση δεδομένων με καταθέσεις άνω των 6 δισ. ευρώ πρέπει να γνωρίζεις ότι δεν είναι όλοι παράνομοι σε αυτή τη λίστα. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν περίμενα να εισπραχτούν 6 δισ. Ωστόσο τα εισπραχθέντα 16 εκατ. είναι ένας πολύ μικρός αριθμός». Οι δηλώσεις ανήκουν στον πρώην υπουργό Οικονομικών της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Νόρμπερτ-Βάλτερ Μπόργιανς, πατέρα της σχετικής λίστας η οποία παραδόθηκε στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών τον Νοέμβριο του 2015, και έρχονται να επιβεβαιώσουν τους άνθρακες του κυβερνητικού θησαυρού.
Στα τέλη του 2015 η παραλαβή της λίστας είχε συνοδευτεί από μια πολιτική φιέστα στην οποία κυβερνητικά στελέχη έστηναν ένα σκηνικό αντιπαραβολής προθέσεων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Στο πολιτικό προσκήνιο η μάχη των εντυπώσεων παιζόταν με όρους ελλιπούς αξιοποίησης της λίστας Λαγκάρντ από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και αντιπαραβολής με τα δισεκατομμύρια τα οποία θα εισέρρεαν από την αξιοποίηση της λίστας Μπόργιανς. Η αλήθεια αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Εχοντας καεί στο χυλό των προηγούμενων υπερφίαλων εκτιμήσεων για εισπράξεις έως και 7 δισ. ευρώ (δηλώσεις Νικολούδη για την αξιοποίηση στοιχείων από 3.500 έτοιμους φακέλους φοροφυγάδων) ή το 1,5 δισ. ευρώ του Δημήτρη Μάρδα το οποίο θα ερχόταν απευθείας στα ταμεία από την καταπολέμηση λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων, ακριβής ποσοτικός στόχος δεν ετέθη. Καλλιεργούνταν όμως η ψευδαίσθηση πως θα εισπράττονταν δισεκατομμύρια ευρώ.
Τρία και πλέον χρόνια μετά, η αξιοποίηση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη λίστα Μπόργιανς προχώρησε με αργούς ρυθμούς, οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις παραγραφές ανέλεγκτων υποθέσεων περιέπλεξαν την κατάσταση, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε ο Μπόργιανς έδειξαν εισπράξεις μόλις 16 εκατ. ευρώ.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας το οποίο αντιπροσωπεύει το 22% του ΑΕΠ της Γερμανίας με περίπου 18 εκατ. κατοίκους, τα μεγέθη από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προκαλούν ίλιγγο. Εισπράξεις άνω των 7 δισ. ευρώ με όπλο τις διάφορες λίστες τραπεζικών καταθέσεων, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών, 6 δισ. ευρώ, να προέρχεται από οικειοθελή αποκάλυψη αδήλωτων κεφαλαίων. Με αυτά τα δεδομένα, εύλογα μπορεί να αντιληφθεί κανείς γιατί ο Μπόργιανς εκφράζει την απογοήτευσή του για τα ελληνικά πεπραγμένα. Σε συνέντευξή του στην Ντόιτσε Βέλε, σημειώνει πως «φυσικά ήλπιζα ότι όλοι εκείνοι που είχαν φοροδιαφύγει θα επέστρεφαν τα χρήματα αυτά στα δημόσια ταμεία. Είναι κάτι που προκαλεί πάντα απογοήτευση». Εξηγώντας πως αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα προσθέτει πως «όταν όλοι εκείνοι που πράγματι κάνουν βρωμοδουλειές καταφέρνουν να γλιτώσουν με τη βοήθεια ακριβοπληρωμένων συμβούλων και δικηγόρων, τότε αυτό προκαλεί φυσικά οργή. Και γι’ αυτό ήλπιζα εντέλει το ποσό να ήταν μεγαλύτερο».
Τελικά δεν ήταν. Στη λίστα Μπόργιανς αποτυπώνονταν τα δεδομένα 10.000 τραπεζικών λογαριασμών φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ. Από αυτά στο ταμείο με τη σφραγίδα της φοροδιαφυγής έχει καταλήξει ένα ποσοστό της τάξεως του 0,00000246%!
Στην ίδια συνέντευξη ο Μπόργιανς σημειώνει πως η πολιτική συνηθίζει να επισπεύδει τις διαδικασίες μόνον όταν δέχεται αντίστοιχες πιέσεις από τους πολίτες. «Η φοροδιαφυγή δεν είναι ένα παιχνίδι μεταξύ λίγων πλουσίων, αλλά ένα παιχνίδι εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Οταν πρέπει να κόψεις συντάξεις, όταν υπολειτουργούν νοσοκομεία, όταν υπάρχουν προβλήματα στην παιδεία, όταν έχεις υψηλή ανεργία επειδή λείπουν οι αναγκαίες υποδομές, τότε αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα διότι κάποιοι τα αποκρύπτουν από το κράτος. Οταν λοιπόν ευαισθητοποιούνται οι πολίτες και υψώνουν τη φωνή τους, τότε αντιδρούν αναλόγως και οι κυβερνώντες διότι εντέλει θέλουν να επανεκλεγούν», τονίζει. Για τον Αλέξη Τσίπρα, τέλος, δηλώνει ότι πιστεύει στην ειλικρίνεια των προθέσεών του. Οσον αφορά «την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων και κυρίως εκείνων των απλών πολιτών στην Ελλάδα», ο γερμανός πολιτικός θεωρεί τη στάση του έλληνα Πρωθυπουργού «αξιόπιστη και όχι σκηνοθετημένη». Και καταλήγει: «Οντας όμως επίσης πολλά χρόνια στην πολιτική, γνωρίζω πολύ καλά πόσες πολλές και διαφορετικές επιρροές δέχεσαι. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να κρίνω εξ αποστάσεως και έπειτα από μια συνάντηση που είχα μαζί του τι θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά».