Τις μεγάλες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εποπτικές Αρχές στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο στην προσπάθεια να καταπολεμήσουν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και άλλες παράνομες δραστηριότητες μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σηματοδοτεί η άνοδος και η πτώση της τράπεζας της Λετονίας ABLV.
Η «Wall Street Journal» πραγματοποίησε ειδικό αφιέρωμα στην πορεία της τράπεζας αυτής που κατηγορήθηκε από τις ΗΠΑ για ξέπλυμα χρήματος και πρόσφατα αναγκάστηκε να κλείσει τις πόρτες της υπό το βάρος σοβαρών κατηγοριών. Αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ ανέφεραν στην αμερικανική εφημερίδα ότι μέσω της ABLV μετέφεραν κεφάλαια εταιρείες – κελύφη με στόχο να ξεπλένονται χρήματα για πελάτες στη Ρωσία, στο Αζερμπαϊτζάν και την Ουκρανία. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν επίσης ότι στα τέλη του 2017 οι ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι εταιρείες – βιτρίνες χρησιμοποιούσαν την τράπεζα για να μεταφέρουν χρήματα για λογαριασμό της Βόρειας Κορέας και του πυρηνικού της προγράμματος.
Τελικά στα μέσα του Φεβρουαρίου οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την ABLV μετείχε σε ξέπλυμα χρήματος ευρείας κλίμακας και ανακοίνωσαν βαριές κυρώσεις κλείνοντας ουσιαστικά τη στρόφιγγα της ρευστότητας σε δολάρια. ΟΙ ΗΠΑ, όπως αναφέρει η «Wall Street Journal», δεν κατηγόρησαν την τράπεζα ότι γνώριζε την ταυτότητα όσων βρίσκονταν πίσω από τις εταιρείες – κελύφη, αλλά ανέφεραν ότι προωθεί στους πελάτες της τρόπους ξεπλύματος χρήματος και παράκαμψης των κανονισμών των εποπτικών Αρχών. Ουσιαστικά οι ΗΠΑ μπλόκαραν την ABLV κάνοντας λόγο για «ζήτημα εθνικής ασφάλειας», σύμφωνα με τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Σάλιβαν. Η όλη κατάσταση οδήγησε σε μαζικές αναλήψεις ύψους 700 εκατ. ευρώ από την τράπεζα οδηγώντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα στην απόφαση να αναστείλει τις δραστηριότητές της και να την ρευστοποιήσει.
Αξιωματούχοι της Λετονίας παραδέχτηκαν ότι η ABLV διακινούσε χρήματα εγκληματιών, εγείροντας πάντως την πιθανότητα αυτό να γινόταν εν αγνοία της. Οι εξελίξεις αυτές όμως έχουν κάνει πολλούς ευρωβουλευτές αξιωματούχους των ΗΠΑ να ανησυχούν ότι ορισμένα μέρη της Ευρώπης έχουν αναδειχτεί σε παραδείσους διακίνησης μαύρου χρήματος.
Η τράπεζα ξεκίνησε τις δραστηριότητές της το 1995 υπό τον ιδιοκτήτη της Ολεγκ Φιλς που θέλησε να εκμεταλλευτεί τις μεγάλες ροές κεφαλαίων που απελευθέρωσε η πτώση κομμουνιστικών καθεστώτων. Το 1998 η χώρα δημιούργησε ειδική εποπτική Αρχή κατά του ξεπλύματος χρήματος, προϋπόθεση απαραίτητη για να μπει η Λετονία στην ΕΕ, κάτι που έγινε το 2004. Εκείνη τη χρονιά τα στοιχεία ενεργητικού όλων των τραπεζών της χώρας αυξήθηκαν τόσο που ξεπέρασαν το ΑΕΠ της. Εκείνη την περίοδο η ABLV αύξησε τις προσπάθειες να βρει νέους πελάτες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες οι οποίοι κατά κανόνα έστελναν χρήματα στη Λετονία μέσω τρίτων χωρών που τους επέτρεπαν να κρύβουν την ταυτότητά τους. Στο τέλος, το 80% των πελατών της έδρευε έξω από τη χώρα και το 90% χρησιμοποιούσε εταιρείες – κελύφη.
Το 2014 η Λετονία μπήκε στο ευρώ και η ABLV συνέχισε τις δραστηριότητές της παρά το γεγονός ότι στην πορεία είχε κατηγορηθεί, κυρίως από τις ΗΠΑ, για διάφορες δραστηριότητες. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήλθε στα τέλη του 2017 όταν οι αρχές των ΗΠΑ ανακοίνωσαν πως στους πελάτες της ABLV περιλαμβάνονταν εταιρείες – βιτρίνες από τη Βόρεια Κορέα στις οποίες περιλαμβάνονταν και κινέζοι εισαγωγείς κάρβουνου, σύμφωνα με την «Wall Street Journal».