Πολλά μπορεί να πει κανείς για το κείμενο του «Εκκλησιαστή». Ή καλύτερα, να ρωτήσει: για τη συμπερίληψή του στην Παλαιά Διαθήκη παρά τον σχεδόν επικούρειο χαρακτήρα του, για το αινιγματικό επιμύθιό του, που, καθώς απαξιώνει τις γνώσεις, τον πλούτο, τις απολαύσεις και τους κόπους, μοιάζει να συμπυκνώνεται σε εκείνη την περίφημη ρήση περί ματαιότητας, αλλά και για την πατρότητά του, η οποία αποδόθηκε αρχικά στον Σολομώντα και κατόπιν σε κάποιον εβραίο συγγραφέα του 3ου π.Χ. αιώνα.

Εσχάτως έτυχε και μιας νέας μετάφρασης που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα, μιας ανατύπωσης της παλιότερης εκδοχής των εκδόσεων Ολκός, ενώ αναμένεται να παρουσιαστεί και ως θεατρικό αναλόγιο τις ημέρες του Πάσχα (από την Ολια Λαζαρίδου στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Προς τι όμως τόσο ενδιαφέρον; Ο ηθοποιός Αντώνης Αντωνόπουλος πάντως, που σκηνοθετεί και ερμηνεύει το κείμενο (στη μετάφραση του Κώστα Ι. Φριλίγγου) με όρους χορευτικούς και μουσικούς, ήρθε σε επαφή μαζί του, όταν η καθηγήτριά του Αννέζα Παπαδοπούλου το έφερε στη δραματική σχολή, στο πλαίσιο μιας άσκησης. «Θυμάμαι ότι μετά την ανάγνωση, όλη η ομάδα ήταν μουδιασμένη» λέει ο Αντωνόπουλος στο «Νσυν». «Τότε δεν σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για παράσταση. Είναι φιλοσοφικό κείμενο. Είχε μείνει όμως έντονα στο μυαλό μου».

Μια από τις πυκνότερες για εκείνον φράσεις του «Εκκλησιαστή» λέει: «Καιρός που πενθείς και καιρός που χορεύεις». Είναι ίσως κι η πιο καθησυχαστική αν αναλογιστεί κανείς την περιφρόνηση που επιφυλάσσει για τους σκοπούς του πνεύματος και του σώματος, τη γενίκευση με την οποία αντιμετωπίζει το γυναικείο φύλο ή το φόβο ενώπιον του Θεού που προκρίνει. Αυτή ωστόσο είναι η μία ανάγνωση. Σύμφωνα με τον Αντωνόπουλο, ο «Εκκλησιαστής» βρίσκει νόημα στη ανυστερόβουλη χαρά των κόπων και των προσπαθειών, «στο να αγωνιζόμαστε συνεχώς για αυτό που πιστεύουμε, χωρίς να μας νοιάζει η ανταμοιβή, η οποία θα ξεχαστεί ή θα ξεπεραστεί».

Ο φόβος του Θεού σχεδόν καταρρίπτεται: κανείς δεν θα σε φέρει πίσω αφότου πεθάνεις, υπονοεί το έργο. Τα περί πονηρής φύσης των γυναικών ίσως οφείλονται σε μεταγενέστερες επεμβάσεις: «η παρουσία στην Παλαιά Διαθήκη ενός κειμένου τόσο αναρχικού, που διαβάζεται ως μήνυμα στη χαρά, ίσως εξηγείται από την πεποίθηση ότι συγγραφέας του ήταν ο Σολομώντας αλλά και από το δεύτερο χέρι που μπορεί να το άγγιξε», λέει ο Αντωνόπουλος. «Για μένα πάντως, είναι απελευθερωτικό. Επειτα από την ακύρωση τόσων εκφάνσεων της ζωής, καταλήγει στο ότι αφού όλοι θα πεθάνουμε, μένει μόνο να είσαι ακέραιος και ειλικρινής. Να ζεις όσο καλύτερα μπορείς, με όση δύναμη έχεις, στο εδώ και στο τώρα».

Η ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ. Σκηνοθετικά μιλώντας, επικεντρώθηκε στις φράσεις που έρχονται και ξανάρχονται, στις επαναλήψεις του κειμένου. Η κυκλική δομή του γέννησε στο μυαλό του την ιδέα μιας επαναλαμβανόμενης χορογραφίας με μοτίβα που επίσης αναδύονται κάθε τόσο –σαν μια ανθρώπινη φιγούρα να αφήνει πίσω της τα δαχτυλίδια που την περιβάλλουν και να ξεγυμνώνεται, φτάνοντας στο τέλος σε έναν πυρήνα ανοιχτό, παρόντα από την αρχή. Η κίνηση είναι του Κώστα Τσιούκα, ενώ η μουσική, γραμμένη από τον παραγωγό Lowtronik, βάζει το δικό της λιθαράκι: «πιστεύω στη δύναμή της να μεταφέρει κάτι μη λογικό», λέει ο Αντωνόπουλος, «κάτι πιο σωματικό, που σε χτυπάει ευθέως. Σκέφτηκα λοιπόν ότι με τη βοήθειά της, θα μπορούσε να μεταδοθεί ο λόγος του “Εκκλησιαστή”, σε ένα επίπεδο πέρα από την αυστηρά εγκεφαλική κατανόηση».

Κι αν η συγκυρία μοιάζει αφενός να ευνοεί την παραστατικότητα και τις επιτελεστικές δυνατότητες των μη θεατρικών κειμένων και αφετέρου να απομακρύνεται από τα προτάγματα του «Εκκλησιαστή», βρίσκοντας μεγάλη σημασία στον πλούτο, τις γνώσεις ή τις απολαύσεις, ο Αντωνόπουλος δεν επηρεάζεται ακριβώς: ούτε τα τελευταία υπήρξαν ποτέ ασήμαντα για τους ανθρώπους λέει, ούτε αποφάσισε να δραματοποιήσει το κείμενο για κάποιον λόγο πέρα από την ταραχή που του προκάλεσε και την επιθυμία να το επικοινωνήσει μέσω του θεάτρου.

Είναι η δεύτερη σκηνοθεσία που υπογράφει μετά την μπεκετική «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ», έχοντας στο μεταξύ συνεργαστεί με την Αργυρώ Χιώτη στον «Αληθινό» της ομάδας VASISTAS, μέλος της οποίας είναι κι εκείνος: μαζί τους έμαθε να αντιμετωπίζει τα έργα συνολικά, ενώ στον «Κραπ» ήταν που του γεννήθηκε η ανάγκη να υλοποιήσει μια σκηνοθετική εικόνα με επίμονη παρουσία στη φαντασία του. Από τη δουλειά του πάντως, επίσης δεν λείπει η έννοια της απελευθερωτικής ματαιότητας: «Ο “Εκκλησιαστής” μιλάει για τη ζωή ως κάτι μάταιο, πόσω μάλλον για την τέχνη και ειδικά το θέατρο, από το οποίο δεν μένει απολύτως τίποτα», λέει. «Ταυτόχρονα όμως είναι αναγκαίο και ζωτικό».

Ισχύει άραγε κάτι αντίστοιχο και για τα σύγχρονα πολιτιστικά πράγματα στην Ελλάδα; «Το μάταιο σε αυτά είναι ίσως η απουσία της συνέχειας», καταλήγει. «Υπάρχουν άνθρωποι με όραμα που αναλαμβάνουν θέσεις σε θεσμούς και ιδρύματα, προσπαθώντας να φτιάξουν κάτι. Και μόλις αναλάβει ο επόμενος, σαν να μηδενίζει το κοντέρ. Είναι στενάχωρο, ειδικά σε περιπτώσεις που πάει να ανθίσει κάτι νέο. Είναι τόση η ανάγκη να αφήσει κανείς ένα προσωπικό στίγμα που ακυρώνονται τα προηγούμενα».

INFO

«Ο Εκκλησιαστής», BIOS Main (Πειραιώς 84, Αθήνα). 12 Απριλίου – 6 Μαΐου, κάθε Πέμπτη έως Κυριακή στις 21.00. Τιμές εισιτηρίων: 10 ευρώ (ενιαίο), 2 ευρώ (ατέλειες). Τηλέφωνο κρατήσεων: 210-3425335