Hταν ό,τι έλειπε από την ιστορία του ονόματος της ΠΓΔΜ: ένας γρίφος για το μέλλον της κυβέρνησης και μια ευθεία αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του επικεφαλής της. Ο γρίφος είναι πως θα κάνει «ό,τι μπορεί» για να εμποδίσει να περάσει από τη Βουλή ένα όνομα με τον όρο «Μακεδονία». Και η ευθεία αμφισβήτηση ότι ο Πρωθυπουργός δεν εξέφρασε παρά μια «άποψη» όταν τάχθηκε ανοικτά υπέρ του ονόματος Gorna Macedonija.
Η πατρότητα και των δύο, του γρίφου και της αμφισβήτησης, ανήκει στον Πάνο Καμμένο. Κι αν δεν έχει νόημα να δει κανείς τι μπορούν να σημαίνουν για τον ίδιο, για την πολιτική και υπαρξιακή του αγωνία να επιβιώσει στις εκλογές, έχει νόημα για όλα τα υπόλοιπα. Πρώτα για μια κυβέρνηση η λειτουργία της οποίας υποβαθμίζεται σε ένα σύνολο απόψεων –ακόμη και ο Πρωθυπουργός άποψη εκφράζει, σαν αυτήν που έχουν όλη από μία, δεν χαράσσει πολιτική, δεν κυβερνά, δεν συντονίζει κυβερνητικό έργο, απλώς λέει τις απόψεις του περίπου ως παριστάμενος, ως άλλος ένας που δημοσιολογεί.
Κι έπειτα, έχει νόημα για την ίδια την ουσία του ζητήματος. Η κυβέρνηση ξέθαψε ένα ζήτημα κυρίως επειδή το εκκίνησε το ΝΑΤΟ προκειμένου να εντάξει την ΠΓΔΜ στις δομές του. Αλλά το ξέθαψε η μισή. Γιατί σε κάθε αισιόδοξη δήλωση του υπουργού Κοτζιά, σε κάθε διερευνητικό ταξίδι του στα Σκόπια αντιστοιχεί μια φτυαριά γεμάτη χώμα του υπουργού Καμμένου. Η λύση δεν δρομολογείται. Ενταφιάζεται από κάποιον που βιάζεται να καρφώσει τις πρόκες στο καπάκι. Από κάποιον που δεν εκφράζει απλώς «απόψεις» σαν τον Πρωθυπουργό του, αλλά κάνει πολιτική. Ακόμη χειρότερα, εθνική πολιτική.