Γιάννης Καρατζόγλου
Εγγραφές κλεισίματος
Κάθε ποιητής «οφείλει», στον εαυτό του κυρίως, ένα ποίημα ή ένα ποιητικό βιβλίο που, ως σύνοψη ή ως επιτομή του ποιητικού του βίου, να αισθάνεσαι πως αντικατοπτρίζει, όσο γίνεται πιο συμπαγές, το πρόσωπό του –το ποιητικό εννοείται. Και ο Γιάννης Καρατζόγλου με τα αξιομνημόνευτα πέντε προηγούμενα ποιητικά του βιβλία μοιάζει να προετοιμαζόταν για το έκτο, τις «Εγγραφές κλεισίματος». Κυρίως γιατί αν και φαινομενικά περιλαμβάνει τον απολογισμό μιας ζωής όπως την ορίσανε δρόμοι και περιοχές (κυρίως της Θεσσαλονίκης, η Εγνατία, η Ολύμπου, η Διαγώνιος, η Πλατεία Δικαστηρίων, ο Αϊ-Δημήτρης), αλλά και ονόματα φίλων (ο Μάρκος, η Αλίκη, ο Σωκράτης, η Κική, ο Μανώλης, η Μιράντα, η Τίλντα, ο Σάββας), ο «απολογισμός» αυτός αφορά τον οποιονδήποτε έστω κι αν είναι κάτοικος της Μεγαλόπολης ή του Ρεθύμνου, ακόμη κι έναν αλλόγλωσσο που θα διάβαζε τα ποιήματα μεταφρασμένα. Είναι τόση η αισθηματική περίσσεια των «Εγγραφών κλεισίματος», υποταγμένη όμως σε ένα μέτρο που κάνει το καθετί όσο ξένο ή άγνωστο κι αν σου είναι, να ηχεί οικείο –κάτι περισσότερο: προσωπικά δικό σου -, με αποτέλεσμα όση «αθανασία» ενδέχεται να επιφυλάσσεται σε ένα, χωρίς επιστροφές, αμέσα εκφρασμένο οδυνηρό βίωμα, να αφορά σε μια «ανθρωπογεωγραφία» άλλης τάξεως, ύφης και κυρίως χρόνου. Τελικά «ύδωρ εκ της πέτρας» οι «Εγγραφές κλεισίματος».
Σοφία Σακελλαρίου
Υπάρχει
γράμμα για μένα;
Εκδ. Μελάνι, 2018,
σελ. 74
Τιμή: 8,50 ευρώ
Θα ήταν πολύτιμο το ποιητικό βιβλίο της Σοφίας Σακελλαρίου «Υπάρχει γράμμα για μένα;», μόνο και μόνο για τον τίτλο του, όποιου επιπέδου κι αν ήταν τα ποιήματά του –χώρια που είναι έξοχα στο σύνολό τους. Φαντάζεσθε αντί για τη λέξη «γράμμα», να υπήρχε στον τίτλο η λέξη «mail»; Στη θέση μιας δραματικότητας που προϋποθέτει η σχεδόν εχέμυθη διατύπωση ενός παράπονου ή μιας αγωνίας, θα ήμασταν απλώς οι αποδέκτες μιας αναμονής ή μιας νευρικότητας, χωρίς τίποτε να αφυπνίζεται μέσα μας, όπως συμβαίνει τώρα, απλά και μόνον γιατί στις τέσσερις λέξεις μιας ερώτησης η μία είναι η λέξη «γράμμα», καθώς ο καθένας μας συνδέεται άρρηκτα μαζί του με ένα οδυνηρό συνήθως προσωπικό αίσθημα. Οπως ακριβώς διακριβώνεται στα ποιήματα τής Σακελλαρίου, ακόμη κι όταν πρόκειται για γράμματα, που περίμενε η επιστολογράφος είτε ήρθανε είτε δεν ήρθανε, είτε για τα επτά δικά της γράμματα τα σταλμένα στην Καρδίτσα, στον Βόλο και στη Βολιβία. Με την ίδια ανεξακρίβωτη για όλα ανταπόκριση όπως ακριβώς αναρωτιέσαι κατά πόσο υπήρξε απάντηση σε μια αναγγελία στην «Στήλη των προσφύγων» της εφημερίδας «Εμπρός», δημοσιευμένης την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 1922, που έλεγε: «Πρόσφυξ τελειόφοιτος γυμνασίου και κάτοχος Λογιστικής, ζητεί ανάλογον θέσιν».
Γιάννης Τζανετάκης
Θαμπή πατίνα
Εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 64
Τιμή: 10 ευρώ
Με το έκτο ποιητικό του βιβλίο, τη «Θαμπή πατίνα», συνεχίζει ο Γιάννης Τζανετάκης μια ποιητική πορεία που άρχισε πριν από σαράντα χρόνια με τις «Μούμιες στην πανσέληνο», με μια συνέπεια που κάνει όλο και πιο βαθύ το προσωπικό του ποιητικό αποτύπωμα. Σε τι συνίσταται το αποτύπωμα αυτό; Κυρίως σε μια ποίηση που, αν και αποφθεγματική, δεν γίνεται ποτέ κρυπτική, ενώ όσα παραλείπονται μοιάζει να συγκροτούν ένα δεύτερο σώμα ποιημάτων τόσο ευανάγνωστο όσο και το γραμμένο. Οπως ακριβώς στο έξοχο «Ενθα ουκ έστιν»: «Ενθα ουκ έστιν πόνος / στεναγμός / κοιμάται / από την πόρτα αδύναμο / πέφτει το φως / στο δεύτε / φιλί φιλάκι / και τώρα ασπασμός». Με τον θάνατο –στα μισά τουλάχιστον ποιήματα της «Θαμπής πατίνας» –να ενεδρεύει τόσο στο κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής όσο και σε έναν γάμο («Στεφάνια αντί για στέφανα / λες κι άλλαζε ο παπάς»), αλλά και με τους «ήρωες» ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, τα μπακ, τους μπαλαντέρ, τους κυνηγούς, να διεκδικούν εξίσου μια θέση σ’ αυτή την «πανδαισία θανάτου», ώστε αν μπορεί κάτι να επιθυμεί κανείς ακόμη είναι ό,τι έχει μείνει «κάτω από χώμα». Γονείς, συμμαθητές, φίλους, αφού ακόμα κι ένα βρέφος «ασυναίσθητα / όταν περνούσε η πομπή / με τον νεκρό / όπως οι άντρες / τα καπέλα τους / έβγαζε την πιπίλα».
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Ο κόσμος απροκάλυπτα
Εκδ. Εντευκτήριο, 2018, σελ. 58
Τιμή: 8 ευρώ
Ισως ο τίτλος του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της Αλεξάνδρας Μπακονίκα «Ο κόσμος απροκάλυπτα», μαζί με τον τίτλο του πρώτου της βιβλίου που ήταν «Ανοικτή γραμμή» και είχε εκδοθεί στα 1984, να είναι οι μόνοι που δεν υπαινίσσονται ευθέως την σχεδόν αποκλειστική κυριαρχία του ερωτικού αισθήματος ως άλγους ή ως ανάστασης. Ενώ τώρα μέσα σ’ ένα σκηνικό, χωρίς τίποτε το ξεχωριστό, όπως μια άδεια, έρημη πλατεία, ένα στενό δρομάκι, ή τέλος μια πλατφόρμα τρένου, προετοιμάζεται μια ερωτική ευωχία, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μυσταγωγίας, όπου όμως, χωρίς να εξορίζονται, όπως θα ήταν φυσικό, φτάνουν ακόμη εντονότερες οι φωνές του κόσμου είτε πρόκειται για την κραυγή της μάνας που φρόντιζε το διανοητικά καθυστερημένο παιδί της είτε της υπέργηρης καθαρίστριας σε σκάλες, σπίτια και ταβέρνες. Ισως γι’ αυτό να παρουσιάζεται τόσο απενοχοποιημένη στην Μπακονίκα η έκφραση σε σχέση με τον ερωτικό σεβντά, αν συγκριθεί η ίδια με πολύ παλαιότερές της ερωτικές ποιήτριες (για παράδειγμα τη Μαρία Πολυδούρη ή τη Μυρτιώτισσα) όπου η ερωτική δοκιμασία αυτονομούνταν σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο.
Νικόλας Κουτσοδόντης
Χαλκομανία
Εκδ. Εντύποις, 2017, σελ. 62
Τιμή: 7,40 ευρώ
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε πολιτογραφήθηκε η έκφραση, προκειμένου να χαρακτηριστεί ευφήμως ένας ποιητής και τα ποιήματά του, ότι «ο ποιητής αυτός έχει μια ωραία τρέλα». Δεν χρειάζονταν σαφώς τα ποιήματα «Τρόλεϊ», «Πατήσια», «Πειραιάς, οδός Ψαρρών», «Αμπελόκηποι, σε μια οδό», «Αθήνα, Αύγουστος», «Αχαρνών», ή μάλλον οι τίτλοι τους στο ποιητικό βιβλίο –το πρώτο –του Νικόλα Κουτσοδόντη «Χαλκομανία», για να αντιληφθείς πως έχεις να κάνεις με την πρωτεύουσα και την ευρύτερη περιοχή της. Οπως όμως μεταμορφωμένα αιωρούνται μέσα της, στέρεα και συμπαγή, τόσο τα αντικείμενα («Μαγαζιά πακιστανών, αφρικανών / χυμένα στην Κολιάτσου σώματα και μπύρες» ή «Η γυναίκα με το πιάνο και το νεαρό εργάτη / βρέθηκε στο ΑΤΜ να καταθέτει / δύο τάπερ με φαΐ στους άστεγους») όσο και τα αισθήματα («Οι δρόμοι μας μετρούν και μας ζυγίζουν. Θα τους συναναστρέφομαι»). Μια καθημερινότητα ζοφερή, δυσώδης και εφιαλτική που αν και η προοπτική της γίνεται με έναν αντίστοιχο τρόπο αποκλειστική, μοιάζει σχεδόν να σε παρηγορεί, αφού μπορεί να γεννά στίχους που μια σπάνια αίσθηση ειρωνείας τούς μεταβάλλει σε διαχρονικά αποκαλυπτικούς: «Αλλωστε κι εγώ μεταξεταστέος έμεινα στην έκθεση και κανένα υπουργείο δεν δέχεται το βιογραφικό μου. / Οι καρχαρίες τώρα με κοιτάζουνε και ξυπνάει μέσα τους η υπεροχή των τελειοφοίτων του Χάρβαρντ».