Ο γαλλόφωνος αυτός συγγραφέας γεννήθηκε το 1953 στο Πορτ-ο-Πρενς της Αϊτής. Είναι ο δεύτερος μαύρος λογοτέχνης μετά τον σημαίνοντα ποιητή και πολιτικό της Σενεγάλης Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ που εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ζει στο Μόντρεαλ του Καναδά από το 1976. Τον έχουμε ήδη γνωρίσει στη γλώσσα μας από τη μετάφραση δύο έργων του που προηγήθηκαν. Πρόκειται: αφενός μεν για το Πώς να κάνετε έρωτα με ένα νέγρο χωρίς κόπο, που κυκλοφόρησε το 2000, από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, αφετέρου δε για τη Σάρκα του αφέντη, την οποία μας σύστησε η Αγρα το 2006. Το παρόν, εν μέρει λυρικό, εν μέρει στοχαστικό μυθιστόρημα τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Médicis. Οι πλείστες παρένθετες, επαρκώς στοιχειοθετημένες, κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις προσδίδουν μιαν ιδιαίτερη χροιά δραματοποιημένης πραγματικότητας. Μάλιστα, η φιλμική αξία της αφήγησης εντοπίζεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
Η Αϊτή, από κατ’ εξοχήν φετίχ των απανταχού ρομαντικών τουριστών, προβάλλει ανεπιτήδευτα και καταιγιστικά ως μόνιμη εστία δεινών και παθών. Ων ουκ έστιν τέλος. Η όποια ειδυλλιακή ανάμνηση καταφέρνει να αναδυθεί στην οθόνη του συγγραφικού νου θα ακυρωθεί εντός ολίγου από το αήττητο Κακό. Αυτό ακριβώς που δείχνει ανίκητο από τη μια ώς την άλλη άκρη της χώρας των πρώην δούλων. Ολων εκείνων δηλαδή που μεταφέρθηκαν ως γνωστόν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες από τη μεγάλη τροφό του ανθρώπου, τον μεγάλο μαστό της Ευρώπης, την Αφρική. Η επιστροφή του αυτοεξόριστου διηγητικού εγώ στη γενέθλια νήσο, μετά μάλιστα από τριάντα τρία και πλέον έτη, καθίσταται εντέλει σημειωματάριο, ασθματικό χρονικό, πειστικότατη μαρτυρία, εγχειρίδιο πεισματικής αυτογνωσίας, θυμοειδής αποτύπωση εξορκισμών και αφορισμών, ενίοτε υπό μορφήν διεσταλμένων χάι-κου και τάνκα. Κοντολογίς, η ανάγνωση παρακολουθεί με χαρακτηριστική άνεση κι άλλη τόση ασκημένη παρατηρητικότητα ένα ανάστροφο ποτάμι συγκινήσεων.
Το δέλεαρ
Η κατ’ εξοχήν ομολογία, στον εσώτερο πυρήνα της αφήγησης, παρά την όποια υπερβολή των σημαινομένων της, επιδιώκει συνειδητά να αποκαταστήσει τη χαμένη ενότητα. Η γραφή καθίσταται άλλη μια φορά υπόστεγο του χειμαζόμενου είναι. Παραθέτω κατά λέξη: «Περπατώντας έτσι σ’ αυτόν τον κόσμο [. . . ] που τόσες φορές έχω περιγράψει, δεν έχω πια την αίσθηση ότι είμαι συγγραφέας, αλλά ένα δέντρο στο δάσος του. Συνειδητοποιώ ότι δεν έγραψα αυτά τα βιβλία απλά για να περιγράψω ένα τοπίο, αλλά για να παραμείνω μέρος του [. . . ] Για να γυρίσω πίσω, μπαίνω από το παράθυρο του μυθιστορήματος». Αφορμή του γυρισμού, ήτοι της οριακής αναδίπλωσης του προσώπου, συνιστά ο θάνατος, του επίσης εξόριστου στη Νέα Υόρκη, πατέρα του μυθιστορηματικού ήρωα. Η δε παραπομπή του σε δύο κρίσιμα έργα του συγγραφικού κατεστημένου της Καραϊβικής είναι άμεση, ρητή. Δηλαδή έντιμη. Αλλωστε η κειμενική ιδιοσυγκρασία του εν λόγω συγγραφέα δεν διανοείται να ενδώσει στο δέλεαρ μιας ανενδοίαστης λογοκλοπής. Εννοώ εδώ το περιώνυμο Τετράδιο μιας επιστροφής στη γενέθλια χώρα του Αϊμέ Σεζαίρ από τη Μαρτινίκα, βιβλίο του 1939, και το Αίνιγμα της άφιξης του βραβευμένου με Νομπέλ Λογοτεχνίας, το 2001, Βιντιαντάρ Σουρατζπρασάντ Νάιπολ, από το Τρινιντάντ, έργο του 1987. Αμφότερα λειτουργούν περισσότερο ως δείκτες υπερκειμενικού προσανατολισμού παρά ως παράλληλα πεδία συνεχών αναφορών του κυρίως μυθιστορήματος.
Οι δηλώσεις εν προκειμένω του Ντανί Λαφεριέρ είναι κρυστάλλινες. Τις αντιγράφω αυτούσιες για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Και η εξορία του χρόνου είναι πιο αμείλικτη / από την εξορία του χώρου. / Τα παιδικά μου χρόνια / μου λείπουν πιο πολύ / απ’ ό,τι η χώρα μου [ . . .] Μπορείς να χτίσεις το σπιτάκι σου / σε μια βουνοπλαγιά. / Να βάψεις τα παράθυρα με το γαλάζιο της νοσταλγίας. / Και να φυτέψεις ολόγυρα ροδοδάφνες. / Επειτα, να καθίσεις το σούρουπο και να ατενίζεις / τον ήλιο που βυθίζεται αργά μέσα στον κόλπο. / Μπορείς να το κάνεις αυτό σε κάθε σου όνειρο / όμως δεν θα ξαναβρείς ποτέ τη γεύση που είχαν / εκείνα τα απογεύματα των παιδικών σου χρόνων / τότε που έβλεπες τη βροχή να πέφτει». Εδώ συμπυκνώνεται η κρίσιμη, η ανίατη αμφιθυμία της εξομολογητικής αυτής ύπαρξης. Η εμφανής, πολλαπλή ταυτότητα, ήτοι το αφρο-αϊτινο-καναδικό υποκείμενο, το οποίο καταγράφει ακόμα και το σκίρτημα ενός εντόμου (βλ. σελ. 205), δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να αναζητεί επιμόνως, όχι την Αϊτή του θλιβερού παρόντος, αλλά το ίνδαλμά της, όπως το ονειρεύτηκε κυρίως ο πολυ-εαυτός στη διάρκεια μιας εμφανώς ταραγμένης, καταπιεσμένης εφηβείας. Στον βαθμό δηλαδή, που η Αϊτή κακοφορμίζεται διαρκώς από τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις αναμενόμενες δικτατορίες κι ό,τι σημαίνουν όλα αυτά στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική σκηνή του τόπου, απωθεί αυτομάτως το διηγητικό εγώ. Παραμένει μάλιστα, όπως συχνά πυκνά τονίζει, αρκετές δεκαετίες μακριά από τον δικό του κρανίου τόπο. Θα μπορούσε, υποθέτω, χωρίς να υλοποιήσει ποτέ το αίτημα μιας ενδεχόμενης παλιννόστησης, να παραμείνει για πάντα στον συνήθως παγωμένο μεν, αποδεδειγμένα φιλόξενο δε Καναδά.
Το όνειρο
Κάτι ανάλογο ίσχυσε άλλωστε για τον πατέρα του, όπως προανέφερα. Κοντολογίς, ο γιος επιστρέφοντας στην πατρώα – μητρική γη αποδεικνύει στην πράξη ότι είναι περισσότερο διαποτισμένος από το διαρκές όνειρο της καθημαγμένης πατρίδας του από ό,τι εκείνος που τον γέννησε. Ο γιος συνεπώς δεν διαπράττει, όπως θα προέβλεπε εδώ η κατεστημένη ψυχανάλυση, έστω με ομολογούμενη καθυστέρηση, μια ακόμη, καθόλα τυπική, πατροκτονία. Ο γιος απλώς θα διορθώσει εντός του ηθικά τον Πατέρα. Δεν τον καταδικάζει ως αρνησίπατρι, δειλό ή ρίψασπι. Τον κατανοεί πλήρως, καθώς τον γεννά φαντασιακά. Ο πατέρας καθίσταται προέκταση –εκτόπλασμα –γιος εντέλει του γιου του. Οι δύο αυτοεξόριστοι, οι δύο αυτοτιμωρούμενοι, ενώνονται στην αδιάφθορη Αϊτή των Ιδεών. Η συνέχεια του διάκοσμου διατηρείται έτσι στο ακέραιο. Αυτή, θαρρώ, είναι η πεμπτουσία του άριστα διαρθρωμένου, δήθεν εύκολα γραμμένου, Αινίγματος του γυρισμού. Ο τάφος του πατέρα – γιου είναι κατά συνέπεια το εγγυημένο κέντρο του αληθινού. Ητοι η στερεή βάση του διαρκώς αναστοχαζόμενου βίου. Συνιστά την αρραγή ραφή της πολυπόθητης διάρκειας. Εξού και η εξής συναφής τοιχογραφία ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, το σύμπαν του ποιητικώς οράν: «Τα παιδιά διασχίζουν το κοιμητήριο / για να πάνε στο σχολείο. / Καθώς περνούν από μπροστά, ακραγγίζουν με την παλάμη τους / τον τάφο των προγόνων τους. / Ενας τρόπος για να κρατούν καθημερινή επαφή / μ’ αυτόν τον κόσμο».
Dany Laferriere
Το αίνιγμα του γυρισμού
Εισαγωγή: Κατερίνα Σπυροπούλου
Μτφ.: Αναστασία Γιαννακοπούλου – Κατερίνα Σπυροπούλου
Εκδ. Θίνες 2018, σελ. 285
Τιμή: 16 ευρώ