Οσοι με διαβάζουν θα έχουν παρατηρήσει πως κάθε τόσο αυτές τις μέρες σ’ αυτές τις στήλες επανέρχομαι στο πρόβλημα, παράδοξο, θαύμα, όπως θέλετε πείτε το: Λάζαρος. Είναι εξάλλου για έναν άνθρωπο που θέλει να σκέφτεται και να αναλύει ερεθιστικό να προσπαθεί να διαβάσει κάθε φορά από άλλη οπτική γωνία ένα γεγονός, μια αφήγηση, μια παράδοση, μια πίστη.
Δεν είναι αδιάφορο θέμα η ανάσταση εκ νεκρών ενός ανθρώπου. Είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και συνάμα, πιστεύεις ή δεν πιστεύεις, προκλητικό. Ποια τάχα είναι η σκοπιμότητά του; Τι θέλει να πει αυτή η αδιανόητη εξαίρεση; Να διδάξει, να προειδοποιήσει, να υποσχεθεί;
Υπάρχουν βέβαια αναστάσεις νεκρών και στη χριστολογική ιστορία. Αλλά ποτέ διήμερος νεκρός δεν αναστήθηκε. Κυρίως όμως οι άλλοι έμειναν στην Ιστορία ως περιπτώσεις της δυνατότητας του Θεανθρώπου να εγείρει νεκρούς εκ του θανάτου στη ζωή. Αλλά πουθενά δεν έχουμε τα γεγονότα της δεύτερης ζωής του όπως καταγράφονται στα Ευαγγέλια και κυρίως με την αινιγματώδη σιωπή του αναστάντος θνητού.
Γι’ αυτή την αρνητική μαρτυρία θέλω να μιλήσω σήμερα, πράγμα που καθιστά το γεγονός σκανδαλώδες. Γιατί ο θάνατος και σ’ αυτή την περίπτωση επιμένει να είναι μέγα μυστήριο καλυπτόμενο από ένα αδιαπέραστο σκότος;
Η ανθρώπινη προϊστορία και ιστορία είναι γεμάτη από την Απορία τής μετά θάνατον ζωής ή ανυπαρξίας. Ο θάνατος είναι το μέγα θέμα της επιστήμης, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της θρησκείας, της ηθικής.
Επειδή θα πεθάνουμε προσπαθούμε να προοικονομήσουμε τις κρίσεις, τις εκτιμήσεις, τη μοίρα της περιόδου που θα εισπράξει η πορεία μας κατά την απουσία από τον κόσμο των αισθήσεων, των αξιών, των ιδεών. Μόνη μέριμνα, φανερή ή κρυφή, η υστεροφημία μας, το παράδειγμά μας, η αγαθή, αν είναι δυνατόν, μνήμη που θα αφήσουμε. Πασχίζουμε με κάθε τρόπο να καταλείψουμε ένα ίχνος του περάσματός μας, άλλοι αγαθό άλλοι εγκληματικό, ο καθένας αποφασίζει πώς επιθυμεί να τον θυμούνται οι επερχόμενοι.
Ενας από τους πλέον υπέροχους νεοελληνικούς στίχους ανήκει στον Εμπειρίκο. Στο ποίημά του «η οδός των Φιλελλήνων» αναφερόμενος στους Ελληνες γράφει πως «κάναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Ανεξάρτητα αν κανείς πιστεύει σε μια άλλη ζωή, σε μετάβαση σε άλλη διάσταση και άλλο χρόνο και ανεξάρτητα αν διαισθάνεται πως ο βίος είναι ευτελής, δηλαδή περιέχει τον σκοπό του και πέραν τούτου ουδέν, ανεξάρτητα, για να θυμηθούμε τον Δάντη, περνώντας από τη ζωή στον θάνατο αφήνουμε πίσω μας κάθε ελπίδα, νοιαζόμαστε για τη μνήμη που θα αφήσουμε. Ορισμένοι τρελαίνονται με την ελπίδα πως τ’ όνομά τους, ο βίος τους και οι πράξεις τους θα τρομοκρατούν την ανθρωπότητα για χρόνια μετά την αναχώρησή τους από τη ζωή.
Θέλουν να τους θυμούνται ως αποτρόπαια θηρία. Αλλοι βέβαια ελπίζουν πως με το έργο που καταλείπουν θα τους ευλογούν. Οι περισσότεροι τρέμουν με την ιδέα πως θα ξεχαστούν, όταν λείψει και ο τελευταίος συγγενείς που συντηρεί από αγάπη ή συνήθεια τη μνήμη τους.
Η παγκόσμια λογοτεχνία εμπνεύστηκε και μάλιστα συνταρακτικά από το μέγα ερώτημα «Και μετά, τι;». Στην Οδύσσεια του Ομήρου υπάρχουν δύο εξαίσιες αφηγήσεις. Οταν ο Οδυσσέας με τη βοήθεια της Κίρκης φτάνει στη Γη των Κιμμερίων, των νεκρών, για να ζητήσει από τον νεκρό πλέον Μάντη της εκστρατείας να τον πληροφορήσει πότε θα φτάσει στην Ιθάκη, πρέπει να σκάψει στην αμμουδιά λάκκο βαθύ να σφάξει μαύρα πρόβατα και να γεμίσει τον λάκκο με αίμα ώστε να έρθουν οι νεκροί από τον Αδη να πιουν και να του δοθεί η ευκαιρία να μάθει από τον Μάντη. Οταν γίνεται αυτή η τελετή εμφανίζεται στον ουρανό το φάντασμα του συντρόφου του Ελπήνορα που στην πρεμούρα της φυγής από την Κίρκη κι ενώ κοιμόταν μετά από εξαντλητική ερωτική ολονυκτία με μια οδαλίσκη, έπεσε από το μπαλκόνι, σκοτώθηκε, τον εγκατέλειψαν στη φυγή τους και τώρα έρχεται να παρακαλέσει τον Οδυσσέα να γυρίσει πίσω να τον θάψει για να μπορέσει να αναπαυτεί η ψυχούλα του. Και ο Οδυσσέας ανταποκρίνεται, αφού, πρώτα μάθει από τον Μάντη την πορεία του προς την πατρίδα κι αφού έκπληκτος συναντηθεί με το φάσμα της νεκρής μητέρας του, που αγνοούσε, τόσα χρόνια μακριά από το νησί του, τον θάνατό της.
Οι εικόνες της Οδύσσειας, έχω κι άλλοτε αναφερθεί εδώ, επανέρχονται εξαίσια στα δημοτικά τραγούδια του Κάτω Κόσμου, χωρίς ίχνος και μυρωδιά χριστιανικού λιβανιού. Ομηρική Νέκυια και ελληνικός χάρος και χαρόντισσα επιμένουν, σε πείσμα των σύγχρονων Ελλήνων χωριζόντων αρχαία και νέα Ελλάδα, στη συνέχεια των ηθών που μαζί με τη γλώσσα είναι αμάχητα τεκμήρια μιας κατευθείαν οδού, μιας ενιαίας μνήμης, και ο άνθρωπος είναι ιστορικόν ζώον γιατί είναι μνήμον ζώον.
Επανέρχομαι στο κεντρικό ζητούμενο. Μετά θάνατον τι; Η «Θεία κωμωδία» του Δάντη είναι μια μεγαλοφυής Νέκυια, μια οδοιπορία στο βασίλειο των νεκρών, δικαίων και αδίκων.
Στον Σαίξπηρ, του αγγλικού εμπειρισμού, η ιστορία κατακλύζεται από φαντάσματα νεκρών που στοιχειώνουν τη ζωή των ζωντανών.
Ακόμη και στον ψυχρό ορθολογιστικό προτεσταντικό Βορρά, ο Μπέργκμαν αφηγείται πως ο ιππότης του παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον θάνατο.
Ο μεγαλοφυής της εποχής μας Μπέκετ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» δραματοποιεί την τραγική αναμονή ενός μηνύματος που κάθε τόσο αναβάλλεται από έναν μαντατοφόρο του επέκεινα, έστω κι αν αυτό το επέκεινα είναι το κενό ή το μηδέν.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; θα πείτε. Σημαίνουν πως ο άνθρωπος από την εποχή των σπηλαίων έως την εποχή της Απροσδιοριστίας για το μόνο πράγμα που είναι βέβαιος είναι για το γεγονός του θανάτου. Ολα τα άλλα αμφισβητούνται, παραποιούνται, αλλοιώνονται, αποσιωπούνται, μεταλλάσσονται, κρύβονται ή πολλαπλασιάζονται. Ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» το λέει ωμά: «Μόνο την αποφυγή του Αδη δεν μπορεί ο άνθρωπος να αποτρέψει». Και έρχεται αυτό το μυστήριο Λάζαρος, πεθαίνει και σε τρεις μέρες ανασταίνεται και δεν μιλά, δεν βγάζει άχνα, δεν παραπονιέται, δεν χαίρεται. Μικρό ταξίδι πας ή μεγάλο σε χώρες εξωτικές και γυρίζεις με ντοκουμέντα, δώρα, τρόμους, χαρές, πλήρης αναμνήσεων και τις αφηγείσαι στον περίγυρο.
Και εσύ μόνος απ’ όλη τη θνητή ανθρωπότητα ταξίδεψες στη Γη των νεκρών και γύρισες πίσω και σιωπάς;
Εχω κι άλλες φορές διαπιστώσει το δίλημμα, πιθανόν που εξηγεί αυτό το πείσμα. Ή ό,τι είδε είναι αποτρόπαιο, ανελέητο, φοβερό και τρομερό, άρα τρέμει στην ιδέα πως πρέπει κάποτε να ξαναπάει και δεν το διανοείται ή λυπόταν που γύρισε στον χώρο της θνητότητας, των βασάνων, των υποχρεώσεων, της ανάγκης και άφησε πίσω του μια Εδέμ χάριτος και ευδαιμονίας, μακαριότητας.
Αν είναι έτσι, όντως πρέπει να σιωπήσει. Τι να πει; Μη με στείλετε πίσω; Γιατί με φέρατε εδώ;
Αρα η σιωπή του είναι σοφή.
Συνεχίζει την αιώνια απορία μας, φουντώνει τις ελπίδες μας, συντηρεί το μυστήριο και μας προτρέπει σε έργα αγαθά ώστε, ανεξάρτητα από ό,τι μας περιμένει μετά, να αφήσουμε μνήμη αγαθή ανάμεσα στους περιλειπόμενους.
Αφού είναι προβληματική η μελλοντική μας μοίρα ας φροντίσουμε τη διαιώνιση της αγαθής μνήμης από το πέρασμα από τη γη των δακρύων, των μόχθων, των πόθων, της γνώσης και της θήρας του αγνώστου.
Αφού ο Γκοντό αναβάλλει συνεχώς την έλευσή του ας απολαύσουμε την αναμονή, μπάζοντας και βγάζοντας τα τρύπια άρβυλά μας, τρύπια από την οδοιπορία.
Ο Λάζαρος μας έστειλε το μήνυμα που είναι η ακροτελεύτια φράση από το Τρακτάτους του Βιτγκενστάιν: Για ό,τι δεν μπορώ να μιλώ, σωπαίνω.