Η παρουσίαση της παράστασης συμπίπτει με τη συμπλήρωση ακριβώς πέντε δεκαετιών από το πρώτο της ανέβασμα ενώπιον του ελληνικού κοινού. Παρ’ όλα αυτά, «Οι δούλες» ζωντανεύουν και πάλι στη σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, όχι λόγω της άτυπης επετείου αλλά χάρη στη συμβολική διάσταση που κουβαλάει το θρυλικό έργο του Ζαν Ζενέ.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη επαναφέρει τη δολοπλοκία των δύο υπηρετριών για την εξόντωση της κυρίας τους ως μια τραγικωμωδία των ημερών μας. «Δεν θα έλεγα πως η παρουσίαση είναι σημαδιακή. Το έργο είναι σημαδιακό και εμβληματικό. Είναι ένα έργο που με τα χρόνια νιώθω πως η δύναμη και το νόημά του πολλαπλασιάστηκε. Είναι καινούργιο και φρέσκο και άμεσο και επείγον. Είναι πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο και πολύπλοκο και σκοτεινό. Ομως υπάρχει ένας πυρήνας μεγάλης απλότητας και βαθιάς ανθρωπιάς που με την πρώτη ματιά μπορεί να μην είναι τόσο καθαρός» τονίζει η Κάτια Γέρου, η οποία πρωταγωνιστεί μαζί με την Κωνσταντίνα Τάκαλου και τη Μαριάννα Κάλμπαρη.
Σύμφωνα με τη θεώρηση της παράστασης, οι δούλες δεν είναι δύο γυναίκες που κρύβουν απλά μέσα τους αγριότητα και καταπιεσμένη οργή. Είναι μια στάση ζωής που ακούσια ή εκούσια μπορούν να την υιοθετήσουν όλοι μέσα στην απελπισία τους να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα. «Το ενδιαφέρον είναι ότι στον πυρήνα τους αυτές οι δύο γυναίκες είναι απλώς δύο φτωχά πλάσματα που δεν έχουν δεν έχουν κανένα διέξοδο στη ζωή τους. Η ζωή τους θα κυλήσει έτσι γκρίζα, επίπεδη, μονόχορδη, χωρίς καμία ελπίδα κάτι να κινηθεί προς το καλύτερο, προς μια ζωή που να έχει χαρά ή δημιουργικότητα. Μια κατάσταση δουλείας στη μοίρα τους –τρομακτικό να το σκέπτεται κανείς. Αν γενικώς έχουμε μια ελπίδα και ως άτομα και ως πολίτες και ως συλλογικότητες, μία σπίθα ζωής και δημιουργικότητας να την κρατάμε πάντα ζωντανή και να τρέχουμε από πίσω της κι έτσι να εξελίσσονται τα πράγματα.
Αυτές δεν το έχουν αυτό κι εκεί ταυτίζεται κανείς με μια έννοια. Το καταλαβαίνει αυτό ειδικά στη σύγχρονη εποχή που αυτό το αίσθημα της αδράνειας καταλαμβάνει μεγάλες μάζες, σχεδόν την ψυχή των περισσότερων ανθρώπων. Ακούμε πολλές φορές “έτσι έχουν τα πράγματα”, “τίποτα δεν μπορεί να γίνει”. Αυτές οι φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν μοτίβα διαρκείας είναι η ιστορία αυτών των δύο γυναικών. Γι’ αυτό νομίζω ότι ταυτιζόμαστε μαζί τους» αναφέρει η ηθοποιός.
ΘΥΜΑ ΚΑΙ ΘΕΑ. Στην εξέλιξη της αφήγησης, τα αφελή σχέδια των δύο γυναικών αποτυγχάνουν και στρέφονται εναντίον τους. Εκεί η ατμόσφαιρα γίνεται τεταμένη και η κυρία τους από τη θέση του θύματος γίνεται η θεά που ορίζει τη μοίρα τους. «Οργίζονται μεταξύ τους, σκοτώνονται, προσβάλλει η μία την άλλη γιατί η ζωή τους δεν αναπνέει από πουθενά. Και πάλι ένα στοιχείο που στη σημερινή σύγχρονη κοινωνία το αναγνωρίζουμε πάρα πολύ εύκολα. Πως ο φτωχός θα στραφεί σ’ έναν άλλον που είναι ακόμα πιο ευάλωτος απ’ αυτόν και θα διοχετεύσει την οργή του γιατί δεν μπορεί να τη διοχετεύσει πουθενά αλλού. Το έργο μιλάει για την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου. Γιατί το περιθώριο δεν είναι μόνο το οικονομικό. Είναι και το ψυχικό.
Ο άνθρωπος ο σύγχρονος νιώθει στην απέξω μονίμως. Ξέρει ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει σε αποφάσεις γιατί οι αποφάσεις παίρνονται διαπλανητικά κι εκεί μέσα νιώθει αδύναμος σαν μυρμήγκι. Οτι όλα τον ξεπερνούν ενώ όλα θα έπρεπε να περνούν από τα χέρια των ανθρώπων γιατί μιλάμε για τη ζωή τους» καταλήγει η Γέρου.