Εχει και ένα “καλό” η διαρκής ανεξέλεγκτη κατάσταση αυτοκρατορικής μεγαλομανίας που έχει καταλάβει τελευταία τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν: ότι ξύπνησε την Ελλάδα – και όχι μόνον, ξύπνησε, ίσως ακόμα πιο σημαντικό, τις μεγάλες χώρες της Δύσης, που, βεβαίως, δεν “κοιμόντουσαν”, αλλά έκαναν ότι δεν έβλεπαν. Και αυτή είναι μία πολυτέλεια που ο Ερντογάν, ευτυχώς, επιτέλους τους στέρησε.
Η τελευταία εξέλιξη σε αυτή την κατεύθυνση είναι η αυτονόητη έναρξη της αμερικανικής αμφισβήτησης για το αν είναι δυνατόν να πουληθούν στην Τουρκία αεροσκάφη τύπου JSF F35. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία ανήκει από την πρώτη στιγμή στις χώρες συμπαραγωγούς του αεροσκάφους και το να την “πετάξουν εκτός” δεν θα είναι μία απλή υπόθεση, ενδεχόμενη αναστολή αυτού του προγράμματος θα έχει καθοριστική σημασία για την ελληνική άμυνα. Και αυτό διότι αν οι Τούρκοι τελικά το αποκτήσουν, οι ισορροπίες στο Αιγαίο θα αλλάξουν από τη μία ημέρα στην άλλη δραματικά: δεν είναι μόνον η δύναμη πυρός.
Είναι κυρίως η δυνατότητες του αεροσκάφους να πετά σε λειτουργία stealth και να μην είναι ορατό από τα ραντάρ. Ουσιαστικά, η τουρκική αεροπορία θα μπορεί να αλωνίζει το Αιγαίο ανενόχλητη και η έννοια των παραβιάσεων θα αλλάξει από ότι γνωρίζουμε από το 1973, όταν ξεκίνησαν, μέχρι σήμερα, καθώς όχι αυτές δεν θα συμβαίνουν, αλλά καθώς εμείς δεν θα είμαστε σε θέση να τις δούμε μέχρι οι Τούρκοι να το θελήσουν, λ.χ. ανοίγοντας τις επικοινωνίες των αεροσκαφών ώστε να υπάρξει δυνατότητα εντοπισμού τους.
Το παραπάνω δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα ούτε για την τραγική στρατιωτική υπεροχή που χτίζει εδώ και χρόνια με επιτυχία η Αγκυρα στο Αιγαίο, ούτε όμως και το μοναδικό που δείχνει ότι οι σύμμαχοί μας έχουν επιτέλους αποφασίσει να επανεξετάσουν την αξιοπιστία της γειτονικής χώρας. Οι εξελίξεις είναι, και σε αυτή την κατεύθυνση, ήδη σημαντικές, ιδίως σε σχέση με τους Αμερικανούς που ήδη έχουν αρχίσει και αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως αυτό που πραγματικά είναι: το σύνορο του δυτικού κόσμου.
Εξίσου σημαντική είναι όμως και η αφύπνιση εντός της ίδιας της Ελλάδας. Επιτέλους, για πρώτη φορά οι πάντες κατανοούν τις τρεις παραμέτρους επί των οποίων θα κριθεί το μέλλον και που για χρόνια εδώ έκαναν ότι δεν έβλεπαν:
Πρώτον, ότι η Αγκυρα έχει αληθινές και άμεσες βλέψεις αλλαγής συνόρων εις βάρος της Ελλάδας. Δεν είναι κουβέντες, δεν είναι εσωτερική κατανάλωση, είναι η πεποίθηση της Τουρκίας ότι το μισό Αιγαίο της ανήκει και η απόφασή της να το διεκδικήσει μέχρι και με σύρραξη.
Δεύτερον, ότι είναι αδύνατον να απαντηθεί αυτή η πολιτική με λόγια και με επιχειρήματα καλής θέλησης. Οι Τούρκοι λένε με κάθε δυνατό τρόπο ότι απαιτούν αλλαγή συνόρων και εμείς, επιτέλους, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν αντιμετωπίζεται με παραμύθια και ζεϊμπέκικα. Απαιτείται άμεση και διαρκής στρατιωτική ετοιμότητα στο μέγιστο δυνατό βαθμό και, κυρίως, απαιτείται η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας να διατάξει την υπεράσπιση της πατρίδας αν και εφόσον αυτή απειληθεί στρατιωτικά σε οποιοδήποτε επίπεδο ή μέτωπο.
Τρίτον, εξίσου ουσιώδες αν όχι και περισσότερο, απαιτείται να καλλιεργηθεί η στενότερη δυνατή σχέση με τους συμμάχους μας και να αξιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αντιδυτική στάση της Τουρκίας που δεν είναι πια μία ευκαιριακή πραγματικότητα, αλλά η γνήσια και πάγια έκφραση της ιστορικής και γεωπολιτικής της συνείδησης. Ομως, εδώ, απαιτείται κάτι ακόμα: πρέπει να έχουμε πείσει τους συμμάχους μας για δύο πράγματα: πρώτον, ότι αν προκληθούμε θα αντιδράσουμε στρατιωτικά και, δεύτερον, ότι είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε εμείς το ρόλο του συνόρου του δυτικού κόσμου για τα συμφέροντα όλων μας. Και τα δικά τους και τα δικά μας.
Αν δεν τους πείσουμε για αυτά, ο κίνδυνος είναι τεράστιος. Γιατί τότε δεν θα μπορούν να ρίξουν ούτε οι ίδιοι το βάρος τους εδώ. Αν δεν τους πείσουμε, είμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο να διαπραγματευθούν με την Τουρκία κυριαρχικά δικά μας δικαιώματα και εθνικά συμφέροντα. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουν ότι αν η Τουρκία επιτεθεί, θα πληρώσει το κόστος με τον πιο άμεσο και αποφασιστικό τρόπο που μπορεί να γίνει.
Και για να τους πείσουμε, ένας τρόπος υπάρχει: να πείσουμε πρώτα τον εαυτό μας. Και, σε αυτό, που είναι εξαιρετικά κρίσιμο, είναι που φαίνεται, ευτυχώς, να μας έχει βοηθήσει ο Ερντογάν. Να ναι… καλά ο άνθρωπος που βγάζει την Ελλάδα και τη Δύση από τις αυταπάτες τους.