Τι θα μπορούσε να φέρει στο ίδιο τραπέζι τον Νίκο Κοτζιά, τον Σταύρο Θεοδωράκη και τον Βαγγέλη Βενιζέλο; Μα η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Μέρτζου, με τίτλο «Το Μακεδονικό», που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στο αμφιθέατρο Γιάννος Κρανιδιώτης.
«Ο Νίκος Μέρτζος προέρχεται πολιτικά από τον ακριβώς αντίθετο χώρο από εμένα. Εχουμε όμως το ίδιο σθένος και την ίδια παρρησία, όσες σφαίρες κι αν θέλουν να μας ρίξουν κάποιοι» τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς αναφερόμενος στον συγγραφέα. Απαντώντας εμμέσως πλην σαφώς σε όσους δεν θέλουν τον όρο Μακεδονία, υπογράμμισε ότι «δεν είναι αβάπτιστο το παιδί, όνομα υπάρχει». Κι αυτό για να εξηγήσει σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή ότι ο όρος υπάρχει εδώ και 70 χρόνια σε πολιτική οντότητα, αλλά και ως ομόσπονδο κράτος. «Μέχρι τη δεκαετία του ’40 δεν υπήρχε μακεδονική γλώσσα. Αυτή όμως αναγνωρίστηκε με την ανοχή μας στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα το 1977» είπε. Επανέλαβε δε ότι στόχος είναι ένας «έντιμος και όχι σάπιος» συμβιβασμός που θα περιλαμβάνει σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις και αλλαγή του Συντάγματος της γείτονος χώρας.
«Βγάζω το καπέλο στον Μέρτζο γιατί θα μπορούσε να μείνει στο χειροκρότημα ενός ακροατηρίου, αλλά προτίμησε την πατριωτική του αλήθεια» είπε ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης κι εστίασε σε ένα εδάφιο του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου που αναφέρει ότι «είναι κρίμα για τον λαό μας να τον προδώσει ξανά το θερμό του αίσθημα». Ζήτησε «να μην πάει η ευκαιρία χαμένη» και άφησε αιχμές για τις δύο κυβερνητικές γραμμές στο Μακεδονικό.
Καχυποψία. Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος επισήμανε ότι δεν μπορεί να ξεπεραστεί ένα κλίμα καχυποψίας που οφείλεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η λειτουργία των θεσμών. «Δεν βοηθά ένα ενδοκυβερνητικό πρόβλημα να μετατραπεί σε πρόβλημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η αντίδραση της κοινής γνώμης, που δεν έχει ευανάγνωστα και ορθολογικά κίνητρα, αλλά είναι μια πραγματικότητα» είπε. Εκανε λόγο για «εκδίκηση του εθνολαϊκισμού», υποστηρίζοντας ότι τα συλλαλητήρια ήταν η μετεξέλιξη της πλατείας των Αγανακτισμένων.