Όταν το 2013, το Ίδρυμα Μπούκερ, υπεύθυνο για το ομώνυμο λογοτεχνικό βραβείο, ανακοίνωνε ότι θα διευρύνει τα κριτήρια του προκειμένου να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο αγγλόφωνους συγγραφείς από την Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Κοινοπολιτεία αλλά και αμερικανούς, οι επιφυλάξεις που ακούστηκαν δεν ήταν λίγες.
Αν δε, αναλογιστεί κανείς ότι τις δύο τελευταίες χρονιές οι νικητές προήλθαν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (ο Πολ Μπέιτι και ο Τζορτζ Σόντερς), η πρόσφατη αναζωπύρωση των αντιδράσεων εξηγείται ευκολότερα: η αρχή έγινε τον Φεβρουάριο από τριάντα, βρετανούς κυρίως εκδότες, που με επιστολή τους στο Ίδρυμα Μπούκερ επισήμαναν τον κίνδυνο ενός «ομογενοποιημένου λογοτεχνικού μέλλοντος».
Προ ημερών, σειρά είχαν συγγραφείς-μέλη του οργανισμού που απονέμει το λογοτεχνικό βραβείο Rathbones Folio, όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Ίαν Μακγιούαν και η Ζέιντι Σμιθ, που επίσης κάλεσαν το Ίδρυμα Μπούκερ να επαναφέρει τα παλιά του κριτήρια.
Το Rathbones Folio συστήθηκε το 2011 ως το αυστηρότερο αντίπαλο δέος στο Μπούκερ (του οποίου οι επικεφαλής δήλωναν τότε θα στραφούν σε «διαβαστερά» μυθιστορήματα), στο πλευρό του όμως στάθηκαν και λογοτέχνες όπως ο Τζον Μπάνβιλ.
«Ήταν μοναδικό στην αρχική μορφή του, έχασε όμως αυτή τη μοναδικότητα», δήλωσε ο ιρλανδός συγγραφέας στον Guardian σχετικά με το Μπούκερ, το οποίο ο ίδιος κέρδισε το 2005. «Πλέον είναι απλώς ένα βραβείο μέσα σε τόσα άλλα. Είμαι βέβαιος ότι οι διαχειριστές του θα βρουν το θάρρος να παραδεχτούν ότι η αλλαγή των κριτηρίων ήταν λάθος και θα επανέλθουν στα προηγούμενα».
Ο βρετανός δοκιμιογράφος και λογοτέχνης Φράνσις Σπούφορντ παρατήρησε ότι, όπως τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία των ΗΠΑ δέχονται μόνο αμερικανούς συγγραφείς ως υποψηφίους, ανάλογες προφυλάξεις θα έπρεπε να παρθούν και για ομοτέχνους τους από άλλες χώρες.
«Το άνοιγμα του βραβείου Man Booker σε αμερικανούς συγγραφείς», δήλωσε ο Σπούφορντ, «χωρίς την αντίστοιχη μεταβολή στα Πούλιτζερ ή στα Εθνικά Βραβεία Βιβλίου κ.λπ. έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ευκαιριών για βρετανούς, ιρλανδούς, ινδούς, καναδούς, αυστραλούς, νεοζηλανδούς και νοτιοαφρικανούς συγγραφείς, ενώ παράλληλα δεν επιφέρει κάποια αισθητή βελτίωση στις ΗΠΑ».
»Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μετά την “αμερικανοποίηση” του Μπούκερ, οι αμερικανοί αναγνώστες έχουν εν μέρει στερηθεί έναν οδηγό προς την καλή λογοτεχνία, για την οποία δεν μπορούν να ενημερωθούν αλλιώς. Δεν βλέπω κάποιον κερδισμένο από την παρούσα κατάσταση».
Από τη μεριά του, ο κριτικός λογοτεχνίας Σαμ Λέιθ συμφωνούσε με την επίμαχη αλλαγή των κριτηρίων του βραβείου: «νομίζω ότι, όσο κι αν αυτό εξοργίζει τους βρετανούς συγγραφείς κι εκδότες, υπάρχει ένα καθαρά λογοτεχνικό κριτήριο στην επιλογή του Man Booker να έχει ως πεδίο του την αγγλική γλώσσα και όχι μια εδαφική επικράτεια που προέρχεται από έναν ξεπερασμένο, μετααποικιακό εμπορικό συνασπισμό».
Με ανακοίνωσή του, το Ίδρυμα Μπούκερ σχολίασε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις για τυχόν αρνητικές επιδράσεις στην ποικιλομορφία του: «το διοικητικό συμβούλιο πιστεύει ότι η αποστολή του βραβείου δεν μπορεί να περιοριστεί ή να τεθεί σε κίνδυνο λόγω εθνικών ορίων» δήλωσε.