«Va où il est impossible d’aller»: «Πήγαινε όπου είναι αδύνατο να πας» τιτλοφορεί ο Κώστας Γαβράς την αυτοβιογραφία του, εμπνευσμένος από τη φιλοσοφία του Νίκου Καζαντζάκη. Μια αυτοβιογραφία που χωράει πολλές εμπειρίες από τα 85 χρόνια του διεθνούς Ελληνα. Από τα αποσπάσματα, που κατ’ αποκλειστικότητα δημοσιοποίησε πρώτος ο Nouvel Observateur, περνούν οι αναμνήσεις από τις χρυσές δεκαετίες του κινηματογράφου, αλλά και τις πολιτικές ή κοινωνικές ταραχές μιας μεταπολεμικής Ευρώπης σε εγρήγορση. Ενας καφές με τον πρώην πρόεδρο της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε, μια θερμή χειραψία κι ένα βλέμμα πολλαπλών υπαινιγμών της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, μία ανταλλαγή απόψεων για το χρώμα ενός φορέματος σε μια ταινία της Σιμόν Σινιορέ, η έλξη για το πολιτικό «Ζ».

Το άθροισμα των αναμνήσεων του Κώστα Γαβρά που πρόκειται να κυκλοφορήσουν στις 5 Απριλίου από τις γαλλικές εκδόσεις Seuil είναι συναρπαστικό. Οπως και η καριέρα του από τη στιγμή που στα 19 του χρόνια έφυγε από την Ελλάδα και μαζί με μία χορευτική ομάδα παραδοσιακών χορών έφτασε στη Γαλλία. Στη χώρα που επρόκειτο να γίνει η δεύτερη πατρίδα του κι έφτασε να γίνει πρόεδρος της Γαλλικής Ταινιοθήκης, από τις σημαντικότερες στην Ευρώπη, ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτης στους Ρενέ Κλερ, Ιβ Αλεγκρέ, Κλοντ Πινοτό, Ζαν Τζιόνο. Ο γεννημένος το 1933 στα Λουτρά Ηραίας Αρκαδίας Γαβράς σπούδασε Συγκριτική Φιλολογία στη Σορβόννη και κινηματογράφο στην IDHEC. Σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία «Διαμέρισμα δολοφόνων» το 1965, υπήρξε υποψήφιος για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας με το «Ζ» το 1969, ενώ το 1982 κέρδισε το Οσκαρ σεναρίου καθώς και τον Χρυσό Φοίνικα Καννών με τον «Αγνοούμενο». Μία, δε, από τις πολλές προτάσεις που του έγιναν χωρίς να ευοδωθεί ήταν ο «Νονός»!

«Λέγε με Σιμόν». «Η πρώτη μου συνάντηση με τη Σιμόν Σινιορέ έγινε στη Ρουλότ, όπως ήταν γνωστό το διαμέρισμα του ζευγούς Σινιορέ – Μοντάν στην πλατεία Ντοφίν στο Παρίσι. Περίμενα να ανακαλύψω ένα μεγάλο και πολυτελές διαμέρισαμ ισάξιο των δύο σταρ. Βρέθηκα στο ισόγειο διαμέρισμά τους, η μικρή είσοδος του οποίου έβγαζε σε ένα μικροσκοπικό γραφείο, μία κουζινίτσα κι ένα στενόμακρο καθιστικό –όλα τους χαμηλοτάβανα. Υπήρχε ένα πιάνο με ουρά κι ένα έπιπλο – μπουφέ από κοκκινωπό ξύλο πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο το Οσκαρ που είχε κερδίσει το 1960 η Σιμόν για το «Chemins de la haute ville»… Η Σιμόν μου έκανε νεύμα να καθίσω ρωτώντας με αν είμαι Ελληνας. «Μάλιστα κυρία» της είπα. «Λέγε με Σιμόν». Μιλήσαμε για ενδυματολογικά κοστούμια, για άπειρες καταστάσεις και πιθανές αλλαγές. Καθώς αναχωρούσα, εκείνη μου είπε να της μιλήσω για την Ελλάδα. Της απαντώ: «Ευχαρίστως, Σιμόν». Το να μιλάω στον ενικό με το μικρό της όνομα, σε μία μεγάλη ηθοποιό η οποία είχε κερδίσει ένα Οσκαρ, ήταν το σοκ της ζωής μου. Αισθανόμουν λίγο χωριάτης, αλλά ειλικρινής».

Διαβάζοντας το «Ζ». «Μέσα στο αεροπλάνο δεν είχα δει τον Ωνάση. Βγάζω το βιβλίο από το σακίδιό μου. Ενα μεγάλο «Ζ» κοσμεί το εξώφυλλο, συγγραφέας του ο Βασίλης Βασιλικός. Πρώτη αυθόρμητη, ασυνείδητη αντίδρασή μου: «ηλίθιος τίτλος». Το αεροπλάνο αποκολλάται από την πίστα για να πετάξει πάνω από μία υδάτινη επιφάνεια χρώματος μπλε και λείας σαν καθρέφτη. Επιστρέφω με λύπη στις σελίδες του βιβλίου με τον αινιγματικό τίτλο αναζητώντας τη σημασία του. Μπαίνω στην ανάγνωσή του, πατώντας στις μύτες, όπως μπαίνουμε σε ένα μέρος απορώντας «τι γυρεύω τώρα εδώ»; Ανακαλύπτω καθώς περνάω τις σελίδες τις λεπτομέρειες μιας δολοφονίας, για την οποία είχα μάθει αόριστα πραγματα. Στη μεταπολεμική Ελλάδα υπήρχαν δολοφονίες για κάθε γούστο. Πολιτικών, κακούργων, εξτρεμιστών. Αυτή εδώ όμως ήταν πρωτόγνωρη. Η έρευνά της είναι παθιασμένη, με απρόβλεπτες αποκαλύψεις, με πρωταγωνιστές μίας ακλόνητης αλήθειας. Ενα πρώτο τράνταγμα, ένα δεύτερο κούνημα, μία παύση. Φτάσαμε. Από το φινιστρίνι βλέπω μία σκάλα να πλησιάζει, τον Ωνάση να κατεβαίνει και να μπαίνει σε μια λιμουζίνα. Δεν είχα τελειώσει το βιβλίο. Σηκώνομαι δυσαρεστημένος και προβληματισμένος από την ανάγνωσή του. Βγαίνω από έναν ανυποψίαστο κόσμο, έναν πολύ πιο ανθρώπινο κόσμο εξαιτίας της ανομίας του κρατικού μηχανισμού του και της προδοσίας του προς κάθε ηθική. Τελειώνω την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Το πρωινό της Κυριακής, γύρω στις 6, ο Χόρχε Σεμπρούν (σ.σ. ο σπουδαίος συγγραφέας που θα έγραφε τελικά το σενάριο του «Ζ») μου τηλεφωνεί: «Βάλε ραδιόφωνο: οι έλληνες στρατιωτικοί ανέτρεψαν την κυβέρνηση και ανέλαβαν την εξουσία». Λίγο αργότερα, το τηλεφώνημα του Κρις Μαρκέρ μου ανακοίνωσε τη «γέννηση της ελληνικής δημοκρατικής δικτατορίας!». Περνάω όλη τη μέρα ακούγοντας ειδήσεις, ενώ μεγαλώνει συνεχώς ένα συναίσθημα θυμού και οργής. Η Ελλάδα επιστρέφει σε εμένα με μία ένταση και επιμονή που δεν μου αρέσει διόλου… Αφού πέρασα τη νύχτα μέσα σε ένανλαβύρινθο αντιφατικών σκέψεων, σηκώθηκα νωρίς. Πήγα για καφέ στο ντε Φλορ και κοίταζα προς τα παράθυρα του Χόρχε, ο οποίος έμενε απέναντι. Στις επτά άνοιξε τα παντζούρια. Ανεβαίνω. Στην είσοδο τού λέω ότι λέω να κάνω μια ταινία με αυτό το βιβλίο, το «Ζ». Ηδη του είχα μιλήσει γι’ αυτό. Η εισβολή μου δεν τον ξάφνιασε. Του κάνω περίληψη των κεφαλαίων. Η προσοχή με την οποία με ακούει με ενθαρρύνει. Στο τέλος της αφήγησης μου, λέει απλά: «Ας κάνουμε την ταινία»».

Η πρόταση της Τέιλορ. «Εκείνη τη χρονιά (σ.σ. 1969) το πάρτι μετά την απονομή των Οσκαρ γινόταν στη μεγάλη αίθουσα του Χίλτον στο Μπέβερλι Χιλς. Μόλις πέρασα το πλήθος, είδα στο διπλανό μας τραπέζι τον Γκρέγκορι Πεκ, τον οποίο είχαμε συναντήσει με τον Χόρχε στο Παρίσι. Εκείνος σηκώνεται, έρχεται προς το μέρος μας και μας κάνει τη φιλοφρόνηση που συνήθως εκφράζει κανείς με τη λύπη του προς τους μη κερδισμένους την ύψιστη διάκριση: «Δεν θα έπρεπε να σας το πω αλλά πλησιάσατε πολύ κοντά να κερδίσετε την καλύτερη ταινία». Λέξεις και χειρονομίες παρηγοριάς, λέω στον εαυτό μου. Ο Πεκ συνεχίζει: «Ελάτε Κώστα, κάποιος θέλει να σας γνωρίσει». Στο τραπέζι του μού χαμογελάνε πολλά πρόσωπα. Ξαφνικά παρατηρώ ακριβώς μπροστά μου ένα πρόσωπο με πασίγνωστα μάτια και με μοναδικό χρώμα σε όλο τον κόσμο του σινεμά : την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Είχα την αίσθηση ότι την ήξερα από πάντα. Ο Πεκ με συστήνει πρώτα σε εκείνη λέγοντας κάτι που δεν το καταλαβαίνω. Εκείνη μου λέει κάτι για την ταινία κρατώντας το χέρι μου και μετά με πολύ έντονο βλέμμα μού είπε αν κατάλαβα καλά: «With you, anything, anytime, anywhere…».