Ελάτε, το έχετε νιώσει κι εσείς. Εκείνο τον κόμπο στον λαιμό. Το σφίξιμο στο στομάχι. Και την αναγκαιότητα του να εκφράσεις αυτό που έχεις μόλις ανακαλύψει: Το σώμα σου και την ανάγκη του να ενωθεί με ένα άλλο. Αραγε τι θα γραφόταν αν η «Ζωή της Αντέλ» («προπαγάνδα του λεσβιακού έρωτα» σύμφωνα με κάποια έντυπα) αφορούσε ένα αγόρι και ένα κορίτσι και, κατά τα άλλα, ήταν στημένη ως έχει; Πόσο «προβοκατόρικη» θα την έβρισκαν ακόμη και κάποιοι που δηλώνουν οπαδοί της; Γιατί μπορεί η ταινία του Κεσίς να ενδιαφέρεται και για τη διαφορετικότητα που προκύπτει από τον ομοφυλοφιλικό έρωτα της Αντέλ Εξαρχοπουλός για τη Λεά Σεϊντού, αλλά περισσότερο απ’ όλα επιζητεί να καταγράψει το σκίρτημα του πρώτου έρωτα, μα και την οδύνη που περιμένει στο τέλος του. Δοσμένα με μια κινηματογράφηση που σε γραπώνει με ορμή σχεδόν κασσαβετική: Στόματα που αγωνιούν πριν από το πρώτο φιλί και σώματα γυμνά που σπαρταρούν από την ηδονή απεικονίζονται σε πλάνα ασφυκτικά κοντινά.
Η δε ερωτική συνεύρεσή τους, που βαστά περίπου δέκα λεπτά, είναι άκρως αποκαλυπτική –σε σάρκα, όχι όμως και σε ειλικρίνεια, και εδώ υπάρχει ένα θέμα. Κακά τα ψέματα, το όλο στήσιμο είναι μεν γνώριμο στους ετεροφυλόφιλους θεατές (έτσι έχουν δει να το κάνουν και στις, προορισμένες γι’ αυτούς, λεσβιακές τσόντες), κόβει όμως πόντους από την ειλικρίνεια και τον αβίαστο –σχεδόν… τρυφερό –ρεαλισμό του υπέροχου πρώτου μέρους. Αν και η αλήθεια είναι πως το κακό είναι μικρό. Γιατί στην αβάσταχτα επώδυνη τελευταία πράξη η κάμερα αποτυπώνει όλο τον παραλογισμό του μονόπλευρου πάθους, του πάθους που σε παρασέρνει στη δίνη ενός έρωτα χωρίς ελπίδα. Η δε ερμηνεία της Αντέλ Εξαρχοπουλός αγγίζει επίπεδα αμεσότητας που σπάνια συναντάμε πλέον στο ευρωπαϊκό σινεμά (αχ και να ‘ταν στα ντουζένια του ο Ζουλάφσκι τότε, τι ταινία θα έστηνε πάνω της!) και το βλέμμα της δεν μπορεί να σε οδηγήσει πουθενά αλλού, παρά μόνο εκεί: Στην κατάμαυρη βεβαιότητα του τέλους. Που δύσκολα χωνεύεται και ποτέ δεν ξεπερνιέται.
ΧΡΥΣΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑΣ. Στο Φεστιβάλ των Καννών, το 2013, η ταινία κέρδισε ομόφωνα τον Χρυσό Φοίνικα από την επίσημη επιτροπή και από το Fipresci. Είναι η πρώτη φορά που ο Χρυσός Φοίνικας απονεμήθηκε ταυτόχρονα και στον σκηνοθέτη καθώς και στις πρωταγωνίστριες, με τη Λεά Σεϊντού και την Αντέλ Εξαρχόπουλος να γίνονται οι μοναδικές γυναίκες μετά τη σκηνοθέτρια Τζέιν Κάμπιον που κέρδισαν ποτέ αυτό το βραβείο. Σημειώστε πως «Η ζωή της Αντέλ» βασίζεται σε ένα γαλλικό κόμικ του 2014 με τον τίτλο «Το Μπλε είναι το πιο ζεστό χρώμα» της Ζιλί Μαρό, το οποίο κυκλοφορεί μεταφρασμένο στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο του 2013. Τον Σεπτέμβριο του 2013 η Λεά Σεϊντού και η Αντέλ Εξαρχοπουλός παραπονέθηκαν για τη συμπεριφορά του Κεσίς κατά τα γυρίσματα. Περιέγραψαν την εμπειρία τους ως «φρικτή» και ανέφεραν ότι δεν πρόκειται να δουλέψουν μαζί του ξανά. Ομως, σε συνέντευξή της τον Ιανουάριο του 2014 η Σεϊντού ξεκαθάρισε ότι: «Μου αρέσει να δοκιμάζομαι. Η ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη. Είναι πολύ ειλικρινής σκηνοθέτης και λατρεύω το σινεμά του. Πραγματικά ο Κεσίς μου αρέσει ως σκηνοθέτης. Τι και αν μας συμπεριφέρθηκε έτσι;».
Σκηνοθεσία: Αμπντελατίφ Κεσίς.
Σενάριο: Αμπντελατίφ Κεσίς, Γκαλιά Λακρουά.
Πρωταγωνιστούν: Αντέλ Εξαρχοπουλός, Λεά Σεϊντού.
Διάρκεια: 180’.