Τη φωτογραφία που βλέπουν τα ωραία σου μάτια, Κυρία, την έχει τραβήξει η Nelly, μικρασιάτισσα φωτογράφος, στην πεδιάδα της Μεσσαράς, της νήσου Κρήτης. Μήνα Ιούνιο του έτους 1939, ώρα μεσημβρινή. Προσδιορίζω σχεδόν με βεβαιότητα τον χρόνο της φωτογράφισης επειδή, όπως βλέπεις, δίπλα στα πόδια μιας μάνας που πλέκει πανέρια, βρίσκεται ένα δεμάτι από στάχυα ξερά έτοιμα να χρησιμοποιηθούν. Είναι λοιπόν εποχή θερισμού. Τα στάχυα που θα πλέξουν το πανέρι (βλέπεις κάποια πάνω στην ποδιά της) στα μέρη εκείνα που ζούσε τα λένε «ράπες». Οι κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου δεν την ξέρουν τη λέξη, αλλά η καθισμένη γυναίκα ξέρει πώς πλέκει πανέρια με ράπες. Αλλες από αυτές έχουν το χρυσαφένιο χρώμα που έχουν τα στάχυα, άλλες είναι βαμμένες με χρώματα φυσικά κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια τόσο που τα φτωχά αγροτικά πανέρια λάμπουν πολυτελή.
Η φωτογράφιση έγινε ώρα μεσημβρινή επειδή, όπως βλέπεις κι εσύ, η σκιά του χεριού της γυναίκας πέφτει σχεδόν κάθετα επάνω στην ποδιά της. Το πρόσωπό της είναι σκιασμένο. Ετσι καθώς σκύβει το κεφάλι μοιάζει μορφή σκοτεινή. Δεν είναι. Αντίθετα μάλιστα: γελά αυτό το πρόσωπο το σκοτεινό. Τα χέρια μαυρισμένα από τον ήλιο. Οπως δείχνει η στάση της, η γυναίκα φαίνεται να κοιτάζει τα λίγα στάχυα πάνω στην ποδιά της. Σα να κοιτάζει την ύλη του εργοχείρου της. Οχι! Οχι, Κυρία. Το βλέμμα της φεύγει ίσια και χαμηλά. Συντονίζεται με το βλέμμα ενός μωρού παιδιού που κάθεται μπροστά στα πόδια της. Το μωρό είναι μέσα σε ένα πανέρι. Πανέρι πλεγμένο από τη μάνα του. Γιατί αυτή είναι η Γυναίκα των Πανεριών, φως μου. Αυτό είναι το λίκνο του μωρού –ένα πανέρι καμωμένο από τα στάχυα του κάμπου της Μεσσαράς. Ιούνιο μήνα του 1939. Κοίτα τώρα το μωρό προσεκτικά. Κάθεται ντυμένο τα άσπρα μωρουδίστικα ρούχα του. Το αριστερό του χέρι κινημένο ενστικτωδώς ακουμπά στο χείλος του πανεριού. Το δεξί του χαμηλά πάνω στο γυμνό του πόδι. Με ερωτάς: αγόρι ή κορίτσι;
Ω Κυρία εσύ των ανοιξιάτικων αγρών. Εσύ που δεν έχεις ζήσει σε αυτά τα φλεγόμενα χώματα μιας γης που τη λύνει και τη δένει ο ήλιος. Αγόρι είναι, καλέ. Ενα μωρό αγόρι που κάθεται μέσα σε ένα πανεράκι της μάνας του. Εκεί κάθεται, εκεί μεγαλώνει. Μέσα στη μητρική κατασκευή ετοιμάζεται. Να σηκωθεί. Να περπατήσει στο παχύ, μαύρο χώμα, στη λάσπη του χειμώνα της Μεσσαράς. Μετά θα βηματίσει πάνω στο ξασπρισμένο χώμα του καλοκαιρινού κάμπου. Εκεί στο χώμα αυτό θα ορθωθεί αυτός. Θα οργώσει, θα σπείρει, θα παρακολουθεί το σπαρτό να φυτρώνει μέσα από τους σβώλους της γης. Θα βλέπει να μεγαλώνουν τα στάχυα, να μεστώνουν, να ορθώνουν κεφάλια καρποφόρα. Και ύστερα εκείνος, αυτός ναι, αυτός που τώρα κάθεται μέσα στο πανεράκι θα πάρει το δρεπάνι του βίου. Θα βγει κάτω από τον ήλιο να θερίσει. Δίπλα του, κοίτα, ιδού, ω Κυρία, η γυναίκα εκείνου του νέου άνδρα εργάτη. Φορεί κι εκείνη άσπρο κεφαλομάντιλο που σκιάζει το πρόσωπό της. Θερίζει μαζί με τον άνδρα κι ύστερα μόνη μαζεύει τις ράπες να πλέξει πανέρια. Αγόρι είναι, λοιπόν, Κυρία, το καθισμένο μωρό. Αγόρι μέσα στο πανεράκι του. Εχει το πρόσωπο ηλιοκαμένο. Κοιτάζει ψηλά την καθισμένη γυναίκα των πανεριών. Δεν μιλά. Δεν γελά. Δεν κλαίει. Κοιτάζει. Τα στήθη τα μητρικά φουσκωμένα στο γάλα του θηλασμού. Βλέπεις; Κοίτα καλά, ω εσύ Μορφή από τον κόσμο των αστών. Εσύ η λικνισμένη, η νανουρισμένη σε κούνιες πολυτελείς. Κοιμισμένη κάτω από τούλια αραχνοΰφαντα. Ξαπλωμένη πάνω στα απαλά σεντονάκια. Βλέπε.
Η ωραία ματιά σου ας μείνει στραμμένη πάνω στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της Nelly. Δες πάλι. Αριστερά ο άσπρος τοίχος. Η ασπροντυμένη γυναίκα. Το ασπροντυμένο μωρό. Στρίψε τώρα τα ωραία σου μάτια κάτω στο χώμα της αυλής. Εδώ το δεμάτι οι ράπες που θα γίνουν πανέρια. Δίπλα φύλλα πεσμένα πράσινα. Νωπά. Φαίνονται πράσινα ακόμη και μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Είναι φύλλα μουριάς, ω Κυρία εσύ των μεταξωτών ενδυμάτων. Με αυτά τα φύλλα ταΐζουν τις κάμπιες του μεταξιού. Ακου πίσω από τον τοίχο το μετάξι να τρώει στα σκοτεινά. Εδώ οι κάμπιες του μεταξιού. Τρώνε. Μεγαλώνουν. Κλείνονται μέσα στο κουκούλι τους καμωμένο από το μεταξένιο τους σάλιο. Εξω στην αυλή ένα μωρό παιδί κοιτάζει τη μάνα του που το κοιτάζει.
Δίπλα στη γυναίκα πάλι φέρε το βλέμμα. Κοίτα απέναντι και δίπλα στη γυναίκα. Τι βλέπεις; Πάνω από το εκστατικό μωρό ένας πήλινος κώνος. Μεγάλο πιθάρι καμωμένο από τα χώματα της Μεσσαράς. Ψημένο σε φούρνο ανθρώπου που φτιάχνει πιθάρια. Ετσι ως στάθηκε η Nelly πήρε ο φακός της ένα μισό πιθάρι που θαρρείς αιωρείται πάνω από το μωρό. Μισό στο φως, μισό έξω από το φως. Παιγνίδια του φωτός, θα πεις, Κυρία εσύ που βλέπεις το φωτογραφισμένο πιθάρι. Ναι. Αλλά ποιος ένωσε σε μια φωτογραφία αυτόν τον μαύρο πήλινο κώνο με μια μητέρα που βλέπει καθισμένο μπροστά της ένα μωρό που την κοιτάζει; Ποιος σκηνοθέτης; Δες καλά, Κυρία, παρακαλώ. Δες το νοητό τετράγωνο όπου μέσα μάνα, μωρό, πιθάρι. Βλέπεις το νοητό τετράγωνο; Οπου ένας κώνος ψημένου πηλού αιωρείται πάνω από το μωρό. Ωσάν να το σκεπάζει. Ωσάν να θέλει να το πάρει μαζί του, ως τύμπανο ουράνιο. Το σκέπει, άραγε, ή το απειλεί; Κι εσύ, ω Nelly, ω Nelly, πώς έτσι σημαδεύεις με τον φακό σου, πώς έτσι αρπάζεις στο σκοτεινό σου τον θάλαμο μήτρα, μάνα, παιδί, πιθάρια, ράπες, πανέρια, φύλλα μουριάς; Και τρία πανεράκια; Ενα δείχνει την τέχνη. Αλλο παραδίπλα μισό. Κι ένα μπροστά στα πόδια εκείνης που πλέκει με τέχνη πανέρια. Μέσα στο πανεράκι κάθεται ένα μωρό. Το πρόσωπό του προφίλ. Το πρόσωπο της μάνας προφίλ. Απέναντι όρθια η φωτογράφος. Κοιτάζει. Καδράρει. Μετρά. Βλέπει χωρίς να φαίνεται. Προσηλωμένη στο θέαμα πριν αυτό γίνει εικόνα. Εικόνα για τα μάτια σου. Κοίτα. Ανοίγει το σιδερένιο καπάκι του φακού. Εισρέει το θέαμα, γίνεται εικόνα. Εσύ εξακολουθείς να στέκεις πίσω από τη Nelly. Τώρα. Τώρα δα. Τα βλέπεις όλα, αλλά όχι εμένα.