Δημήτρης Αντωνίτσης,εικαστικός

Η «Ιστορία του έρωτα και της αναρχίας»

Στα δεκαέξι μου πρωτοείδα την «Ιστορία του έρωτα και της αναρχίας» τηςΛίναΒερτμίλερ, εντελώς απροετοίμαστος για να καταλάβω την υπεροχή του έρωτα και της διαίσθησης πάνω από κάθε πολιτική θεώρηση.Η διπολικότητα της Λίνα αμέσως με γοήτευσε: ορκισμένη αναρχική που είχε γεννηθεί στους κύκλους της ιταλικής αριστοκρατίας, φεμινίστρια που όμως συχνά εξαγρίωνε τις ομοϊδεάτισσές της με την απεικόνιση της θηλυκής σεξουαλικότητας, πολιτικοποιημένη δημιουργός που δεν δίσταζε να περάσει το προσωπικό σχόλιό της μέσα από άκρως κωμικές ιστορίες.

Το παράδειγμα της σχέσης τουάπειρουΤζιανκάρλο Τζιανίνι και τηςπερπατημένης Μαριάντζελας Μελάτο αλλά και η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι είναι ένας ύμνος ανθρωπιάς αποθεώνοντας τον έρωτα ως την απόλυτη πηγή έμπνευσης και ζωής. Θεωρώ ότι η ταινία με σημάδεψε καθότι μου έδειξε την αλήθεια: πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζεις δηλαδή και να κατανοείς την προσωπική (συν)αισθηματική σου εξέλιξη μέσα στη συνεχή ροή των κοινωνικών – πολιτικών καταστάσεων. Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι η ανατροπή των τελευταίων. Τι γίνεται όμως με τις προσωπικές μας αξίες;

Μαρία Κίτσου,ηθοποιός

Η «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι

Θυμάμαι ήμουν έξι χρονών. Το θυμάμαι σαν σήμερα. Ηταν ένα από αυτά τα ατελείωτα, μελαγχολικά απογεύματα της Κυριακής. Θυμάμαι ότι ήμουνα λίγο αρρωστούλα κι είχα ξαπλώσει στον καναπέ του σαλονιού χαζεύοντας τηλεόραση. Τότε δεν υπήρχανε οι άπειρες επιλογές των καναλιών. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, λοιπόν, κάποια στιγμή ακούω από το κρατικό κανάλι μια θεσπέσια μουσική, μια μουσική έξω από τα ανθρώπινα που δεν έμοιαζε με τίποτα από ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε ή θα άκουγα αργότερα. Αυτό που παρακολουθούσα ήταν το μπαλέτο της «Λίμνης των κύκνων» και η συνταρακτική μουσική του Τσαϊκόφσκι. Θυμάμαι ότι, όσο προχωρούσε η ιστορία και κορυφωνόταν η αγωνία και η θεϊκή μουσική, άρχιζαν να κυλούν αμέτρητα δάκρυα από τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί. Η μουσική αυτή είχε αιχμαλωτίσει την ψυχή μου και την είχε σημαδέψει για πάντα. Μου συντάραξε όλο μου το είναι και επηρέασε καθοριστικά την αισθητική μου και το γούστο μου σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης. Η τραγική ρομαντική ιστορία του παραμυθιού μαζί με την μοναδική μουσική του Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι με συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα τόσο όσο συγκλόνισαν κι εκείνο το εξάχρονο κοριτσάκι κάποτε.

Γιώργος Δρίβας,εικαστικός κινηµατογραφιστής

Το «Εργαστήρι του δρος Καλιγκάρι»

Από πολύ μικρός, όσο πραγματικά θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν παθιασμένος με τον κινηματογράφο. Εβλεπα ταινίες όσο και όπου μπορούσα αλλά καμία από αυτές δεν είχε προκαλέσει μια τόσο δυνατή και σχεδόν συγκλονιστική εμπειρία όσο αυτό που ένοιωσα όταν είδα «To εργαστήρι του δρος Καλιγκάρι» του γερμανού εξπρεσιονιστή Ρόμπερτ Βίνε σε ένα αφιέρωμα, αν θυμάμαι καλά, στην Ιριδα της Ακαδημίας και «Το χρώμα του ροδιού» του Παρατζάνοφ, πιθανότατα, στην εκπομπή «Κινηματογραφική βραδιά» του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στην τηλεόραση της ΕΡΤ. Πρέπει να ήμουν στα τέλη του σχολείου ή στην αρχή των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο και η αίσθηση που αποκόμισα από την θέαση αυτών των ταινιών θα μου μείνει αξέχαστη. Ηταν σαν να μου έδειχναν μια εντελώς νέα προοπτική, μια νέα δυνατότητα στην αισθητική και την αφηγηματική δυναμική της κινούμενης εικόνας. Ηταν σαν να με γνώριζαν με ένα εντελώς νέο είδος κινηματογράφου, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα. Αυτές οι δύο ταινίες διαμόρφωσαν τη σχέση μου με το μέσο κατ’ αρχάς ως θεατή και κατ’ επέκταση ως δημιουργό και καλλιτέχνη της κινούμενης εικόνας. Τι ακριβώς ήταν αυτά τα έργα; θυμάμαι να αναρωτιέμαι. Αν αυτό θεωρείται σινεμά, είχα σκεφτεί, τότε αυτό είναι το είδος του σινεμά που θα ήθελα να βλέπω. Ακόμα περισσότερο αυτό ήταν το σινεμά που ίσως θα ήθελα να κάνω. Δεν ξέρω αν αυτές οι δύο ταινίες μου άλλαξαν τη ζωή, σίγουρα όμως μου άλλαξαν τον τρόπο που έβλεπα αυτό που αγαπούσα. Κι αυτό με τη σειρά του με οδήγησε σε αποφάσεις και επιλογές που επηρεάζουν τη ζωή μου κάθε μέρα από τότε.

Γιάννης Κίζης,αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ

Το παλιότερο σπίτι της Βυζίτσας Πηλίου

Ενα ηλιόλουστο απομεσήμερο του Γενάρη του 1975 ο έρωτας για ένα κομψοτέχνημα άλλαξε τη ζωή μου: ήταν το παλιότερο σπίτι της Βυζίτσας. Μισόγερνε κουρασμένο από τα διακόσια χρόνια του, με το ξύλινο δοξάτο του ν’ αγναντεύει, πέρα από τη θάλασσα, την Οθρυ χιονισμένη. Ελαμπε ο Παγασητικός κι άστραφταν τα τζάμια στα εξώστεγα των πυργόσπιτων: όπως όταν ήμουν παιδί στην αμφιθεατρική αγκαλιά της Καβάλας του ’50, κι έβλεπα σα φαναράκια να λαμπυρίζουν τα παράθυρα στα ξύλινα σπίτια στο κάστρο πάνω από τη θάλασσα, εξάπτοντας την παιδική φαντασία κι εμφυτεύοντας, ανεπαισθήτως, το σπέρμα της αρχιτεκτονικής.

Η «αναστήλωση» ξεκίνησε με την άγνοια του γαλουχημένου στον μοντερνισμό αρχιτέκτονα. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά με τούτη τη μυστήρια οικοδομή, φτιαγμένη από πέτρα, ξύλο και χώμα: ο ξύλινος σκελετός είχε στραβώσει, οι γωνιακές κολόνες είχαν τιναχτεί έξω, το δάπεδο κατηφόριζε.

Τα μυστικά της ξύλινης οικοδομικής είχαν ξεχαστεί εδώ και πολλές γενιές. Αναζήτησα τις απαντήσεις στα μεσαιωνικά ξύλινα σπίτια της Αγγλίας, με νέο ξεκίνημα στην εγκυρότερη σχολή αναστηλώσεων της εποχής.

Η εικοσαετία μετά το 1978 κύλισε με επισκευές σε αργό ρυθμό, με νέα γνώση και μεράκι: ξύλα υλοτομημένα την κατάλληλη εποχή, με μακρόχρονη φυσική ξήρανση· μέταλλα σφυρηλατημένα στο καμίνι· αρμολογήματα με παλιόν, αργασμένον ασβέστη. Εμαθα να σκαλίζω το ξύλο, να διαλέγω καστανίσια στραβόξυλα στο βουνό, να ξαναδένω σπασμένες ξυλοδεσιές.

Ακολούθησε η συγγραφή της «Πηλιορείτικης Οικοδομίας», με συγκριτική ανασύνθεση των ψηγμάτων της αρχιτεκτονικής της «καθ’ ημάς Ανατολής».

Εμπειρίες που σφράγισαν τη διδασκαλία και την αρχιτεκτονική δημιουργία μου, σε επίμονη αναζήτηση της σχέσης του νέου με το παλιό, με αντιστικτικές συνθέσεις.

Αχιλλέας Κυριακίδης,συγγραφέας, µεταφραστής

Οι «Λαβύρινθοι» του Μπόρχες

Να μια ωραία παγίδα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια ερώτηση σοφιστική σε διαλεκτικό αγώνα: Πώς μπορείς να ξεχωρίσεις ένα ή πέντε ή είκοσι έργα τέχνης που σου άλλαξαν τη ζωή, όταν αυτή η ίδια η ζωή έχει διαμορφωθεί (και συνεχίζει να διαμορφώνεται, δηλαδή να αλλάζει) με κάθε άνθρωπο που γνωρίζεις ή απλώς συναντάς στο δρόμο, με κάθε πράξη σου και κάθε επιλογή σου, πόσω μάλλον με κάθε μουσική που ακούς, κάθε βιβλίο που διαβάζεις, κάθε ταινία που βλέπεις. Κάθε μέρα.

Η ζωή μου, λοιπόν, όπως και η ζωή όλων μας, άλλαξε και αλλάζει συνεχώς με εκατοντάδες διαβάσματα, ακούσματα και θεάματα, καλά ή κακά -κυρίως τα κακά, γιατί αυτά είναι που διαμορφώνουν, μέσα από μια ιδιότυπη διά τής εις άτοπον συλλογιστική, την κρίση και το γούστο.

Επειδή, όμως, δεν θέλω να προσβάλω το έντυπο που με τίμησε ζητώντας την απάντησή μου στο ερώτημα, και για την οικονομία του πράγματος, θ’ αποκριθώ παραθέτοντας κάποια έργα απ’ αυτά όχι που άσκησαν επίδραση στη ζωή μου είτε ακαριαία είτε βραδυφλεγώς, αλλά ανέτρεψαν παγιωμένες απόψεις μου για την ίδια την τέχνη στην οποία ανήκουν (οι Μαύροι Πίνακες του Γκόγια, η μουσική του Μπάρτοκ, οι ταινίες του Ταρκόφσκι), και θα καταλήξω με ένα σχόλιο που δεν θα πάψει ποτέ να με αντιπροσωπεύει:

Στις αρχές της δεκαετίας 1970, ένας αμερικανός φίλος μου χάρισε ένα βιβλιαράκι Penguin με τον προκλητικό τίτλο «Labyrinths» κάτω από ένα ευγενές και, ταυτοχρόνως, εξωτικό όνομα (Jorge Luis Borges) και πάνω από έναν ψυχεδελικό πίνακα κάποιου κουβανού (!) ζωγράφου, φωτογραφισμένο από τον Chris Marker! Ηταν η πρώτη μου επίσκεψη στον Πλανήτη Τλον, η πρώτη μου συνδρομή στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, η πρώτη μου παρουσία στην κλήρωση του βαβυλωνιακού λαχείου, η αρχή μιας θητείας που δε λέει να «έχει τέλος» και μου έμαθε να διαβάζω αλλιώς τον κόσμο.

Soloup,γελοιογράφος, δηµιουργός κόµικς

Συναντώντας τον Αλμπέρ Καμί

Κάποιες φορές, στις μικρές ζωές μας καταλαβαίνουμε τη δύναμη του πολιτισμού, καθώς ταυτιζόμαστε απρόσμενα με κείμενα και έργα ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Κάτι γίνεται σε αυτά και ξαφνικά συνειδητοποιούμε κάτι απ’ τα παράλογα της ζωής. Δεν είναι τα έργα από μόνα τους που μας ανοίγουν το μυαλό. Είναι η δική μας ανάγκη, στη συγκεκριμένη στιγμή, για ξεκάθαρη διατύπωση αυτού που ζούμε ή θα θέλαμε να ζούμε. Μια διαπίστωση. Κι εκεί, στον διαυγή Λόγο, νιώθουμε ξαφνικά τρομερή συγγένεια με τον συχνά πεθαμένο από καιρό δημιουργό του. Το περιγράφει άριστα ο Φερνάντο Πεσόα στο «Βιβλίο της ανησυχίας», συγγενής και φίλος και συμβουλάτορας από τότε που τον πρωτοδιάβασα. Σύντροφος υπαρξιακός, από εκείνους τους διαλεχτούς, των πέντε – δέκα δακτύλων. Αν θέλετε, σας αποκαλύπτω μερικά ακόμα δάκτυλα: Ηράκλειτος κι Επίκτητος. Πέρασα πολλά χρόνια κουβαλώντας και τους δυο, διαρκώς πάνω μου. Σε τσέπες, κατάσαρκα. Οι πιο δυνατές εικόνες; Μπος, Μπρέγκελ, τα χαρακτικά του Γκόγια, τα σκίτσα του Ντα Βίντσι. Το απόλυτο υπαρξιακό συναίσθημα, παραδόξως σ’ εμένα είναι ήχος: Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Η διαπίστωση όμως, που περιλαμβάνει και όλες τις παραπάνω, κρύβεται διατυπωμένη στον «Μύθο του Σίσυφου» του Αλμπέρ Καμί. Εκεί, το παράλογο της ζωής, οι τυραννικές αντιφάσεις μας περιγράφονται με εντυπωσιακή διαύγεια: Η «ομορφιά» που αναζητούμε –στην τέχνη, στον λόγο, στη μουσική, στις ανθρώπινες σχέσεις –καθώς ακυρώνεται βίαια μέσα στους «-ισμούς» και τις βεβαιότητες της κοινωνίας. «Παράλογο: το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που δεν δικαιολογείται και στον πόθο του ανθρώπου για σαφήνεια». Για να καταλήξει παρακάτω ο Καμί στη διατύπωση ενός (σχεδόν) «νοήματος ζωής» ή μιας παράλογης «ηθικής». Στην αξιοπρέπεια, που μπορεί να εμπεριέχεται στη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου και του παράλογου: «Μπορεί να είναι κανείς ενάρετος από βίτσιο».

Κώστας Βαρώτσος,γλύπτης, καθηγητήςΑριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης

Καραβάτζιο και Πάουντ

Τέσσερις ήταν οι κομβικοί σταθμοί για μένα. Πρώτον, το 1973, όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με τον Καραβάτζιο και με την Αναγέννηση εν γένει διότι έγιναν αιτία να συνειδητοποιήσω την αλλαγή χώρου – χρόνου που έχει συμβεί και τη χρονικοποίηση του χώρου. Ο δεύτερος ήταν όταν είδα τη σειρά έργων του Λούτσιο Φοντάνα «Conzetti Spaciali» και ήρθα αντιμέτωπος με το πρόβλημα της διόγκωσης του χρόνου. Ο τρίτος ήταν όταν έφτιαξα ένα δικό μου έργο, τον «Ποιητή στην Πύλη Αμμοχώστου», διότι κατάλαβα ότι είναι εφικτό να ισορροπήσεις την έννοια του χώρου και του χρόνου, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι είναι αδύνατο. Πίστευα ότι είχε πάρει μια τέτοια τροπή η Ιστορία που θα ζούμε σε μια ανισορροπία. Και τέλος η ποίηση του Εζρα Πάουντ διότι είναι διαπολιτισμική, ενεργειακή, εκτός μιας γήινης πραγματικότητας. Διαβάζοντας τα ποιήματά του κατάλαβα ότι η τέχνη φτάνει σε μερικά σημεία που δεν περιγράφονται, που ξεπερνά τα φυσικά φαινόμενα.

Ιωάννα Παππά,ηθοποιός

Ενας πίνακας από την Μπλε Περίοδο

Είναι στιγμές, που νιώθει κανείς ότι σταματάει ο χρόνος και κάπου μεταφέρεται, ενώ παραμένει ακίνητος. Το μέρος ζωντανεύει. Ερείπια μιας εποχής φωτεινής, ό,τι απέμεινε, αποκτά για λίγα δευτερόλεπτα ξανά, την παλιά του εικόνα. Η αρχαία Αγορά στην Πλάκα γίνεται ακριβώς όπως ήταν πριν από χιλιάδες χρόνια και τα δρομάκια γεμίζουν από κόσμο και ζωή. Εκείνη την στιγμή δεν μπόρεσα να κατανοήσω τι συνέβη. Τι σημασία έχει όμως, αν το δημιούργησε η φαντασία μου ή αν συνέβη κάτι άλλο, το οποίο θα παραμείνει ανεξήγητο; Ακριβώς το ίδιο συναίσθημα ένιωσα όταν βρέθηκα στην Tate Modern στο Λονδίνο, μπροστά σε έναν πίνακα του Πικάσο από την Μπλε Περίοδο. Η ενέργεια που έβγαινε από τον σπουδαίο αυτό πίνακα ήταν τόσο έντονη, που οι γραμμές άρχισαν να χορεύουν. Είδα τις δυο μορφές να αναπνέουν. Δεν μπορούσα να κινηθώ. Ενιωσα πως επικοινωνούσα με τον ίδιο τον δημιουργό. Πως ήταν παρών. Και θαρρώ πως ήταν. Γιατί μέσα σε αυτά τα σπουδαία έργα, υπάρχει η ψυχή του καλλιτέχνη, που παραμένει αθάνατη. Γιατί η τέχνη έχει αυτή την σπάνια δύναμη. Σε ανύποπτη στιγμή, αποκτάς μια εμπειρία που σε φέρνει πολύ κοντά στον εαυτό σου και στον κόσμο. Νιώθεις ότι υπάρχει σύνδεση με το πριν, με αυτό που προηγήθηκε, ότι είσαι κομμάτι μιας δημιουργίας που έχει συνέχεια. Ολα τα ιδιαίτερα ερεθίσματα διαμορφώνουν την αισθητική και τον τρόπο της σκέψης και της λειτουργίας μας. Οπως όταν πρωτοείδα την «Λίμνη των Κύκνων», παιδί ακόμα και δεν μπορούσα να σταματήσω να θρηνώ για τον θάνατο του κύκνου. Όπως όταν βλέπω ξανά τον «Άνθρωπο ελέφαντα» και θλίβομαι για την σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης.

Δημήτρης Καταλειφός,ηθοποιός

«Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» και «Καταιγίδα»

Το 1986, όταν η Αθήνα ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, είχα τη μεγάλη τύχη να δω δύο παραστάσεις-ορόσημα. Το «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ιψεν σε σκηνοθεσία Μπέργκμαν και μία εβδομάδα αργότερα την «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία του Στρέλερ. Παίχθηκαν και οι δύο στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θέατρου. Αν και ήταν απολύτως διαφορετικές μεταξύ τους παραστάσεις, τις συνέδεε κάτι κοινό: ήταν μεγάλο θέατρο, ήταν πνευματικά γεγονότα. Στον «Μπόρκμαν» υπήρχε μια πυκνή δραματική ένταση δομημένη με αριστοτεχνική λιτότητα. Στην «Καταιγίδα» θριάμβευε η απόλυτη θεατρική μαγεία. Δύο σπουδαία θεατρικά κείμενα που οι σκηνοθέτες και οι συνεργάτες τους ανέδειξαν σε υψηλή ποίηση. Εκτοτε, αυτές οι δύο παραστάσεις αποτελούν για μένα την προσωπική μου «Ιθάκη». Οσο και αν γνωρίζω πως δεν πρόκειται ποτέ να τη φτάσω, ούτε καν να την αντικρίσω από μακριά. Ωστόσο, δίνουν παρηγοριά, ελπίδα, κίνητρο, νόημα στη θεατρική μου ονειροπόληση. Είδα μπροστά στα μάτια μου να πραγματεύεται η ιδέα ότι το θέατρο είναι μια μεγάλη τέχνη που μπορεί να συγκλονίσει τους ανθρώπους και να τους πλημμυρίσει από ομορφιά. Από τότε, έχουν αλλάξει φυσικά πολύ τα πράγματα. Καινούργιες ιδέες, καινούργια κείμενα, καινούργια αισθητική. Κάποια από αυτά καλοδεχούμενα, κάποια όχι. Για μένα όμως αυτές οι δύο παραστάσεις εξακολουθούν να παραμένουν ο άξονας, το μέτρο, το σημείο αναφοράς στο τι σημαίνει να βλέπει κανείς ή να κάνει θέατρο.

Ακις Βλουτής,ηθοποιός, σκηνοθέτηςκαι καλλιτεχνικός διευθυντήςτού Από Μηχανής Θεάτρου

Η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι

Το 1983 ήμουν 20 χρόνων. Σπούδαζα Σημειωτική του Θεατρικού Λόγου στην Μπολόνια με τον μάγο του είδους Ουμπέρτο Εκο. Τότε ήταν λοιπόν που είδα πρώτη φορά ταινία του Ταρκόφσκι, τη «Νοσταλγία». Η ταινία αυτή με συντάραξε και ίσως με κάποιο τρόπο με απελευθέρωσε. Τότε μπήκε μέσα μου το ότι μάλλον είμαι άνθρωπος της πράξης και όχι της θεωρίας. Ηταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με την υποκριτική τέχνη. Οι εικόνες με κατέκλυσαν, ήταν κυριολεκτικά ένας κατακλυσμός μέσα μου. Αρχισα να αναγνωρίζω και να επιβεβαιώνω τις σκέψεις μου. Οτι υπάρχει ένας κόσμος –ένας αόρατος κόσμος γύρω μας –που όμως είναι πάντα εκεί. Πως δεν είσαι τρελός όταν αντιλαμβάνεσαι κάτι το οποίο δεν φαίνεται. Ενας κόσμος που μπορεί να βρίσκεται μόνο στη σιωπή ίσως. Αυτή η βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο, μια αγάπη σχεδόν μεταφυσική, με απελευθέρωσε από τον φόβο του χάους. Με συμφιλίωσε με την τρέλα της ανθρώπινης ύπαρξης. Την τρέλα που μόνο αυτή λέει αλήθεια. Η σκηνή που ο Ντομένικο ανεβαίνει στο άλογο και θυσιάζεται για να σώσει την ανθρωπότητα είναι χαραγμένη στη μνήμη μου. Με συντροφεύει η πράξη αυτή όλα αυτά τα χρόνια.

Μέμος Φιλιππίδης,αρχιτέκτονας

Η Casa Mila του Γκαουντί

Δεκάδες επιρροές, ναι, μπορεί να υπάρχουν, αλλά και αυτό είναι συζητήσιμο (δύσκολο να πεις ότι κάτι από όλα αυτά που κοιτάμε με θαυμασμό αφομοιώθηκε τόσο ώστε να φτάσει να χαρακτηριστεί επιρροή). Στην εποχή του Instagram και του Pinterest, νομίζω, κινούμαστε περισσότερο ανάμεσα σε μικρές εικόνες χαμηλής ανάλυσης, ενσταντανέ από ταξίδια άλλων, δανεικές ματιές, συνοπτικά σχόλια, φωτογραφίες ξεκομμένες από λεζάντες, αντικείμενα των οποίων (φαινομενικά) αγνοείται η προέλευση. Ολοένα λιγότερο αντικρίζουμε με υπομονή «μεγάλα» επώνυμα έργα, ικανά να εντυπωθούν μέσα μας, να γίνουν κατανοητά και να μας αλλάξουν. Και την ίδια στιγμή, συνεχίζω με αμείωτη περιέργεια να κοντοστέκομαι σε αρχιτεκτονικά έργα –μερικές φορές κιόλας ξαφνιασμένος (όπως μπαίνοντας στο αίθριο της Casa Mila του Γκαουντί πέρυσι στη Βαρκελώνη), αρχιτέκτονες συνεχίζουν να με εντυπωσιάζουν με το πνεύμα τους (ειδικά) παρότι δεν με συναρπάζουν τόσο με το έργο τους (ο Δανός Bjarke Ingels των BIG). Υπάρχουν ταινίες με αινιγματικό περιεχόμενο αλλά μαεστρική φωτογραφία (όπως το περσινό «On Body and Soul» της Ildikó Enyedi) ή σειρές που οι τίτλοι τους από μόνοι τους συνιστούν ένα ρεσιτάλ χώρου και μοτίβων (στην αρχή της σειράς «Counterpart» του Starz).

Στέλιος Γιαμαρέλος,αρχιτέκτονας

«Τυχαιότητα, ειρωνεία, αλληλεγγύη» του Ρόρτι

Δεν είμαι σίγουρος ότι τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μας. Ισως όμως αλλάζουν τον τρόπο μας να σκεφτόμαστε γι’ αυτήν. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα με απασχολούσαν από μικρό. Στα σχολικά μου χρόνια κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνος στην άτσαλη αναμέτρησή μου μαζί τους. Ξεκίνησα έτσι να διαβάζω περιστασιακά φιλοσοφικά κείμενα. Ηταν κάτι που με ένωνε τότε και με τους καλύτερους φίλους των φοιτητικών μου χρόνων. Ωστόσο, τα αναγνώσματα στα οποία με παρωθούσαν οι σπουδές μου στην Αρχιτεκτονική άνοιγαν πολύ διαφορετικούς φιλοσοφικούς κόσμους από εκείνους που συζητούσαν οι φίλοι μου που σπούδαζαν Μαθηματικά. Τότε έπεσε στα χέρια μου και το βιβλίο του αμερικανού φιλοσόφου Richard Rorty, «Τυχαιότητα, Ειρωνεία, Αλληλεγγύη». Στις σελίδες του βρήκα μια διανοητική γενναιοδωρία που μου ταίριαζε. Ο Rorty υποστήριζε ότι καλλιτέχνες, επιστήμονες και φιλόσοφοι διαφορετικών σχολών συνεισέφεραν από κοινού στην ίδια ανθρώπινη συζήτηση. Κανείς τους δεν διατηρούσε την προνομιακή πρόσβαση ή την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή της γνώσης. Ολοι τους παρήγαγαν διαρκώς νέα λεξιλόγια, αναπεριγραφές του κόσμου που αντικαθιστούσαν τις προηγούμενες και τελικά καθιστούσαν πιο ευρύχωρη την έννοια του «εμείς». Βάζοντας έτσι σε μια σειρά πολλά σποραδικά μου διαβάσματα, η «μεταμοντέρνα» σκέψη του Rorty με διαμόρφωσε καθοριστικά. Και κατά κάποιον τρόπο, 15 χρόνια μετά, τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα ακόμη αναμετρώνται μαζί της.

Μενέλαος Χαραλαμπίδης,ιστορικός

Ο πρώτος δίσκος των Clash

Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πολλά. Υπάρχει όμως και κάτι ξεχωριστό: υπάρχει η μέρα που, πιτσιρίκος βέβαια, άκουσα τον πρώτο, ομώνυμο δίσκο των Clash. Από τότε, αν ασχολούμαι με τη μουσική, παράλληλα με την ιστορία, οφείλεται σε εκείνη, την πρώτη μου μεγάλη αποκάλυψη. Ετσι ξεκίνησα να συλλέγω βινύλια και να ασχολούμαι με το punk ή με άλλα μουσικά ιδιώματα. Εξαιτίας του καινούργιου ήχου εκείνου του άλμπουμ, της αμεσότητάς του.

Ηταν κομμάτια όπως τα «White riot», «What’s my name», «London’s burning», «I’m so bored with the USA», «Career oportunities»: από τους τίτλους και μόνο φανερώνονται οι έντονα πολιτικοποιημένοι στίχοι. Προκύπτουν από μια Βρετανία που, στην περίοδο του θατσερισμού, σπαράσσεται από έντονες κοινωνικές αναταραχές και αντανακλούν όλο το άγχος και τη διάθεση ανατροπής της εποχής. Από πίσω ωστόσο βρισκόταν κάτι ακόμα πιο σημαντικό: το πώς κάποιοι μουσικοί μετέτρεπαν όσα ζούσαν, σε τέχνη. Μια τέχνη που έδωσε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές και στον δικό μου τρόπο να βλέπω τα πράγματα.

Το πρώτο άλμπουμ των Clash έβαλε τα μουσικά πράγματα σε κίνηση κι εμένα σε σκέψεις. Το άκουσα γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σχεδόν παράλληλα με την εμφάνιση της μπάντας στο Rock In Athens (που δεν είχα μπορέσει να παρακολουθήσω και με στοιχειώνει ακόμα), σε μια Ελλάδα που, παρά τις εμφανίσεις των Police ή του Νικ Κέιβ και των Birthday Party, δεν είχε ακόμα την κουλτούρα των συναυλιών μεγάλων ξένων συγκροτημάτων. Περίπου εκείνη την περίοδο αρχίζουν να ανοίγουν η ξένη μουσική σκηνή, τα πρώτα δισκάδικα, οι πρώτοι χώροι για live, αλλά και τα λεγόμενα «ορθάδικα». Ημουν τυχερός που, όλα αυτά τα έζησα όταν ακριβώς χρειαζόταν: ούτε στα 10 ούτε στα 35 μου, αλλά στα 17-18. Οταν ψάχνεσαι, όταν είσαι ανοιχτός σε ερεθίσματα.

Είναι λοιπόν η ευθύτητα εκείνου του δίσκου που με συνοδεύει μέχρι τώρα. Ακόμα και στην επιστήμη μου, την ιστορία. Κάποια πράγματα μέσα μας, ο τρόπος που σκεφτόμαστε, είναι κοινά –είναι οι «μεγάλες γραμμές». Είτε γινόμουν ιστορικός, είτε οικονομολόγος, είτε κιθαρίστας, ύστερα από την εμπειρία με το punk και τους Clash, έτσι ακριβώς θα δούλευα τα πράγματα στο μυαλό μου: δίνοντας έμφαση στην άμεση σχέση του βιώματος με τη δημιουργία. Εχοντας ως άξονα την αμεσότητα.

Νίκος Ξυδάκης,συνθέτης

Η «Ασκηση στον Αθω»

Το πρόσφατο δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη για την ποίηση του Τάκη Παπατσώνη «Αρχή σοφίας και κατακόκκινα όνειρα» (εκδ. Πόλις) αποκαθιστά και τον ποιητή και την ποίησή του. Το βιβλίο αυτό με έκανε να ξαναδιαβάσω την ποίηση του Τάκη Παπατσώνη από την αρχή. Με ξαναέστειλε σε αυτόν τον ποιητή να τον μελετήσω χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς φανατισμό και χωρίς δογματισμό. Επανεξέτασα την σχέση μου μαζί του και έπιασα ξανά στα χέρια μου το βιβλίου που μου είχε αρέσει τόσο πολύ: «Ασκηση στον Αθω» από τις εκδόσεις Ικαρος.

Ελένη Κοκκίδου,ηθοποιός

Ο «Ηλίθιος» του Ντοστογέφσκι

Η λογοτεχνία έχει επιδράσει πολύ πάνω μου και μου έχει αλλάξει την ζωή. Ακόμη περισσότερο ο Ντοστογέφσκι. Είναι ένας φοβερός ακτινολόγος της ανθρώπινης ψυχής. Η δουλειά του ηθοποιού είναι να σκάβει στην ανθρώπινη ψυχή και ο Ντοστογιέφσκι είναι ο οδηγός. Το πρώτο του βιβλίο που διάβασα ήταν «Ο ηλίθιος». Γιατί αυτό; Με είχε διαπεράσει η αθωότητά του που ταίριαζε με την αθωότητα της ηλικίας που είχα τότε. Διαπίστωσα εντυπωσιασμένη πως αυτή η αθωότητα μπορεί να επηρεάσει τους γύρω γιατί στη ουσία αυτό γινόταν. Ο ήρωας έμεινε αλώβητος σε αυτή την διαδρομή που έκανε. Η αθωότητα είναι ένα υλικό στο οποίο μπορεί να καταφεύγουμε πάντα όσο και αν μας παίρνει η δίνη της καθημερινότητας και των αναγκών.

Κόρα Καρβούνη,ηθοποιός

Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη

Το βιβλίο που με είχε συνταράξει όταν το διάβασα είναι ο «Ζορμπάς» του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν έχω δει ποτέ την ταινία. Ισως από φόβο μη χάσω ό,τι μου γέννησε το διάβασμα του συγκεκριμένου έργου. Είδα πώς αναδύθηκε μέσα από αυτό τον ήρωα η χαρά της ζωής, η επιθυμία να ζει κανείς το παρόν του, να απολαμβάνει τον πόνο του, να ρουφάει κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του. Ηταν το βιβλίο που με ενέπνευσε. Επέδρασε λυτρωτικά μέσα μου όπως και όλη η γραφή του Καζαντζάκη. Φοβάμαι ότι αν το δω όλο αυτό οπτικοποιημένο μέσα από μια ταινία, θα χάσω όλα τα δώρα που πήρα από τον Ζορμπά.

ΜενέλαοςΚαραμαγγιώλης,σκηνοθέτης

Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι, Μπίκοφ

Δεν ξέρω αν το σινεμά είναι τέχνη και για αυτό δεν δήλωσα ποτέ καλλιτέχνης. Ξέρω όμως ότι ο κινηματογραφος που αγαπώ επιδρά στη ζωή μου καταλυτικά. Θυμάμαι πάντα δύο ταινίες που είδα στα 17 μου και για έναν ανεξήγητο λόγο τις κράτησα στο μυαλό μου τη μία σαν συνέχεια της άλλης, καθώς έγιναν βασικά εργαλεία για να διαχειριστώ εφηβικές αγωνίες και αδιέξοδα, δίνοντάς μου ριζοσπαστικές απαντήσεις σε απορίες που δεν τολμούσα να πω φωναχτά. Κυρίως όμως ησύχαζαν τις επερχόμενες θύελλες της ψυχής μου, σε μια ζωή που διάλεξα να μην είναι «κανονική»: όπου «μη κανονική» είναι μια ζωή που διεξάγεται καθημερινά σαν σκηνή μιας ταινίας όπου ζεις την ιστορία ως ήρωας και παθαίνεις, αλλά μπορείς συγχρόνως να αποστασιοποιείσαι και να παρακολουθείς όσα συμβαίνουν ως παρατηρητής, να αλλάζεις τους διαλόγους, να στήνεις αλλιώς τους ήρωες σαν να είναι ηθοποιοί, να αλλάζεις τα σκηνικά, να βρίσκεις τις μουσικές που κάνουν τη ζωή σινεμά αυτόματα.

Το «Φάνι και Αλέξανδρος» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν ήταν η ταινία που με βοήθησε να διαχειρίζομαι αποτελεσματικά τα άλυτα, όπως η ορφάνια, οι προσδοκίες των άλλων από μας, τα οικογενειακά πένθη και με επινοητικούς τρόπους μου έδειξε πώς να εξολοθρεύω τους τυραννικούς δυνάστες όταν εισβάλλουν στις ζωές μας ύπουλα. Το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Αντρέι Ταρκόφσκι με διαπαιδαγώγησε ερωτικά –και κυρίως σεξουαλικά –απενοχοποιώντας με και δείχνοντάς μου τους τρόπους που η λίμπιντο γίνεται δημιουργική και λύνει καίρια τα μεταφυσικά μπερδέματα.

Στις αρχές του νέου αιώνα ο «Ηλίθιος» του Γιούρι Μπίκοφ ήρθε και συμπλήρωσε την τριλογία αυτή με μια ταινία που με έκανε συνειδητοποιήσω γιατί οι δύο προηγούμενες ταινίες με «κυνηγάνε» χρόνια τώρα: γιατί αποδεικνύουν πως σε τόπους σαν αυτόν που ζούμε η τέχνη και η ζωή μπορούν να γίνουν ένα αδιανόητα αποτελεσματικό όπλο ενάντια στα στερεότυπα, στις προκαταλήψεις, στις πλάνες, στους θρησκευτικούς διαχωρισμούς, στα περιοριστικά σύνορα, στις μαφίες και σε ό,τι απειλεί επικίνδυνα και τελειωτικά τη ζωή μας και τις ελευθερίες μας αυτή τη στιγμή.

Mαριάννα Κάλμπαρη,σκηνοθέτρια, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν

Τα μεγάλα κλασικά κείμενα

Στη Σορβόννη, είχα έναν εκπληκτικό καθηγητή στο μάθημα της Κοινωνιολογίας. Αυτός ο άνθρωπος που δε θα ξεχάσω ποτέ και του οποίου το μάθημα ήταν εξαιρετικά δημοφιλές σε πολλές σχολές του Πανεπιστημίου, συνήθιζε να κάνει το εξής: πριν ξεκινήσει το έτος (είχαμε έτη και όχι εξάμηνα όπως εδώ), μοίραζε στους φοιτητές έναν κατάλογο με τα “απολύτως απαραίτητα” κατά τη γνώμη του κείμενα που οφείλει να έχει διαβάσει κάθε άνθρωπος που επιθυμεί να αντιληφθεί τον κόσμο και φυσικά το μάθημα της Κοινωνιολογίας που δίδασκε. Ο κατάλογος περιείχε: την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” του Ομήρου, την “Ορέστεια” του Αισχύλου, την “Πολιτεία” του Πλάτωνα, την “Ποιητική” του Αριστοτέλη, τις “Μεταμορφώσεις” του Οβιδίου, την “Βίβλο”, την “Κόλαση” του Δάντη, τον “Δον Κιχώτη” του Θερβάντες, τον “Αμλετ” του Σαίξπηρ, την “Αναζήτηση του χαμένου χρόνου” του Προυστ, το ”Εγκλημα και τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι, τον “Οδυσσέα” του Τζέιμς Τζόις. Σε αυτά τα ανυπέρβλητα κείμενα εγώ θα προσέθετα και την “Μήδεια” του Ευριπίδη, τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή, οπωσδήποτε ένα από τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, όλα τα θεατρικά έργα αλλά και τα υπέροχα διηγήματα του Τσέχοφ, όλον τον Ντοστογιέφσκι αλλά και Τολστόι, Φλομπέρ, Ρουσό, Μπαλζάκ και, και, και… Δεν φτάνει μια ζωή για να προλάβει κανείς να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει όλα τα μεγάλα κλασικά κείμενα. Για να μη μιλήσω για τα σύγχρονα. Από παιδί λάτρευα τη λογοτεχνία και είμαι από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν κυριολεκτικά να περάσουν τη ζωή τους διαβάζοντας. Θεωρώ ότι όλα τα σημαντικά κείμενα που διάβασα άφησαν μέσα μου κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο βλέπω τη ζωή. Κατά τη γνώμη μου τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μαγική διαδικασία που ενεργοποιείται μέσα μας κάθε φορά μπαίνουμε στον κόσμο ενός καλού συγγραφέα και ταυτιζόμαστε μαζί του.

Δημήτρης Ζούρας,σκηνοθέτης

Το «American beauty»

Οταν ήμουν παιδί άκουγα συχνά πως μια ταινία (και γενικότερα η τέχνη) δεν μπορεί να σε αλλάξει ή να σε επηρεάσει πραγματικά. Ενιωθα τόσο περίεργα. Είμαι μικρός έλεγα, κάτι θα ξέρουν. Δευτέρα λυκείου. Ισως η καλύτερη φάση του σχολείου. Νέες παρέες, βόλτες… αλλά οι ημικρανίες έχουν θερίσει. Προφανώς κάτι σιγοψηνόταν μέσα μου αλλά δεν έδινα σημασία. Και τότε έφτασε η στιγμή που η θερμοκρασία ανέβηκε απότομα και η πυρκαγιά ήταν πια μονόδρομος, η στιγμή που είδα το «American beauty». Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Υπάρχει τέτοια υποκρισία; Τέτοια θλίψη; Αλήθεια αυτή είναι παρθένα; Πώς γίνεται να φέρεσαι έτσι στο παιδί σου ενώ νιώθεις όλα αυτά ; Μα πώς γίνεται αυτός να είναι γκέι; Πώς φέρεσαι έτσι στον εαυτό σου; Μα γιατί είναι όλοι τόσο ψεύτικοι; Ερωτήσεις σκάνε στο κεφάλι μου κατά τη διάρκεια της ταινίας. Δυο ώρες, ένας αγώνας δρόμου. Και με το τέλος της ταινίας ξεκινάει το κλάμα. Κλάμα όχι λυτρωτικό, κλάμα για το μέλλον. Οχι της κοινωνίας… το δικό μου. Γιατί πολύ απλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδοτοποίησα ότι βλέπω τον εαυτό μου σε 20 χρόνια, μία τέλεια φαντασίωση, μια αψεγάδιαστη εικόνα (η κλασική σκηνή με τα τριαντάφυλλα) χωρίς καμία αλήθεια, ένα υποκατάστατο ζωής. Ναι, μπορεί ένα έργο τέχνης να μη σου αλλάζει τα μυαλά, μπορεί όμως να σε χαστουκίσει τόσο δυνατά που ίσως τα μετακινήσει λίγο.

Ταρκόφσκι και Μπέργκμαν.

Ο Ινγκµαρ Μπέργκµαν και ο Αντρέι Ταρκόφσκι είναι δύο δηµιουργοί που «πρωταγωνιστούν» στις προτιµήσεις του αφιερώµατος. Αξίζει να θυµηθούµε την άποψη του Μπέργκµαν για τον κορυφαίο οµότεχνό του:

«Ο μεγαλύτερος όλων»

«Οταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στον χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί, αλλά και τι να εξηγήσει; Είναι ένας μάντης που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ μόνο μερικές φορές κατάφερα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τελείωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες».

Με τη σειρά του ο Ταρκόφσκι είχε κατονοµάσει τις 10 σηµαντικότερες ταινίες το 1972, σε συνέντευξή του στον κριτικό κινηµατογράφου Λεονίντ Κοζλόφ:

Μπρεσόν και Μπέργκμαν

1. «Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου» του Ρομπέρ Μπρεσόν (1951)

2. «Χειμερινό φως» («Κοινωνούντες») του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1963)

3. «Ναζαρέν» του Λουίς Μπουνιουέλ (1959)

4. «Αγριες φράουλες» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1957)

5. «Τα φώτα της πόλης» του Τσάρλι Τσάπλιν (1931)

6. «Ουγκέτσου Μονογκατάρι»

του Κένζι Μιζογκούτσι (1953)

7. «Επτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα (1954)

8. «Περσόνα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1966)

9. «Μουσέτ» του Ρομπέρ Μπρεσόν (1967)

10. «Γυναίκα στους αμμόλοφους» του Χιρόσι Τσιγκαχάρα (1964)