Το να σπάσει κανείς το ατομικό του ρεκόρ ίσως έχει να κάνει λιγότερο με την προπόνηση και περισσότερο με τη διατροφή. Η τελευταία μόδα στη διατροφή ακούει στο όνομα «intermittent fasting». Στα ελληνικά θα το απέδιδε κανείς ως «περιοδική νηστεία» ή καλύτερα ως «διαλειμματική». Οι οπαδοί της επαινούν αυτό το διατροφικό στυλ για τα οφέλη του όσον αφορά τον έλεγχο του σωματικού βάρους, αλλα σύμφωνα με μια νέα έρευνα μπορεί να βοηθά και στις δρομιοκές μας επιδόσεις!
Για μια περίοδο έξι εβδομάδων οι ερευνητές έβαλαν 12 άνδρες αθλητές να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα νηστείας μέρα παρά μέρα: Στις ημέρες νηστείας (συνολικά τρεις την εβδομάδα) περιορίζονταν σε μόλις 600 θερμίδες. Στις ελεύθερες ημέρες ακολουθούσαν τη συνηθισμένη τους διατροφή, με κατά μέσο όρο 2.351 θερμίδες ημερησίως. Πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, ο κάθε αθλητής έκανε εργομέτρηση σε ηλεκτρικό διάδρομο, ώστε να καταμετρηθεί η μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου (VO2max) στην αρχή της μελέτης και στο τέλος της. Οι μελετητές ανακάλυψαν ότι μετά τις έξι εβδομάδες περιορισμού των θερμίδων ο καρδιακός ρυθμός των συμμετεχόντων που εκτελούσαν τις ίδιες δραστηριότητες και στο ίδιο επίπεδο έντασης ήταν χαμηλότερος από αυτόν στην αρχή της μελέτης. Το σώμα τους έγινε πιο ενεργειακά αποδοτικό. Οι ίδιοι ένιωθαν λιγότερο κουρασμένοι, ενώ είχαν χαμηλότερα επίπεδα γαλακτικού στο αίμα και έδειξαν βελτιωμένη αντοχή, που σημαίνει ότι το σώμα τους μπορούσε να χειριστεί περισσότερη ένταση. Οι άνδρες έχασαν επίσης σημαντικό σωματικό λίπος (15,1%), ενώ έχασαν ελάχιστο μυϊκό βάρος (2,91%).
Τι είναι όμως η διαλειμματική νηστεία; Οπως υποδηλώνει το όνομά της είναι ένα διατροφικό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο καταναλώνει κανείς τροφή μόνο μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά «παράθυρα». Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκδοχές κατανομής των ωρών διατροφής. Οι πιο κοινές ωστόσο είναι η μέθοδος 16:8 (τρως για 8 ώρες, νηστεύεις για 16), η μέθοδος «φάε – σταμάτα – φάε» (νηστεία 24 ωρών, έως και 2 φορές την εβδομάδα) και η μέθοδος 5:2 (μείωση της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων σε 500-600 για δύο φορές την εβδομάδα). Παρόλο που η ιδέα της νηστείας δεν είναι κάτι καινούργιο (εξάλλου στην Ελλάδα πολλοί είναι εκείνοι που νηστεύουν για θρησκευτικούς λόγους), η νηστεία ως τρόπος ζωής μάλλον είναι. Οπως και οι περισσότερες δίαιτες που έγιναν μόδα, έχει χαρακτηριστεί ως πανάκεια για δεκάδες προβλήματα: εκτός από τη διαχείριση του βάρους, η διαλειμματική νηστεία έχει ειπωθεί ότι βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, τη λειτουργία μνήμης και ακόμη μειώνει τα αρνητικά σημάδια της γήρανσης. Δυστυχώς, όταν αναζητήσει κανείς τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία για αυτά τα συμπεράσματα, διαπιστώνει ότι οι περισσότερες μελέτες είτε είναι πολύ μικρές είτε έχουν εκτελεστεί σε τρωκτικά ή χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Μερικά από αυτά που βρέθηκαν, όπως η πιθανότητα μείωσης του κινδύνου χρόνιων ασθενειών, όπως αναφέρθηκε στη γνωστή επιθεώρηση «Κυτταρικός Μεταβολισμός» («Cell Metabolism», www.cell.com), είναι πράγματι ελπιδοφόρα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να αρχίσουμε αύριο να νηστεύουμε, προειδοποιεί το αμερικανικό περιοδικό «Competitor Running».
Η νεοϋορκέζα διατροφολόγος και πιστοποιημένη προπονήτρια δρομέων αντοχής Κλερ Σόρσταϊν υποστηρίζει ένα πιο παραδοσιακό πλάνο διατροφής. Στην ιστοσελίδα της www.eatforendurance.com ενθαρρύνει την επιλογή μη επεξεργασμένων τροφών και τη δημιουργία ισορροπημένων γευμάτων που ικανοποιούν, τροφοδοτούν τις προπονήσεις και βοηθούν στην αποκατάσταση των μυών. Οσον αφορά τη διαλειμματική νηστεία, προειδοποιεί τους δρομείς να είναι προσεκτικοί. «Ανεπαρκής πρόσληψη τροφής σημαίνει κατά συνέπεια αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού και ασθένειας»,εξηγεί. «Με τη μέθοδο 5:2 μπορεί ο δρομέας να μην παίρνει αρκετά θρεπτικά συστατικά, δεδομένου ότι δύο ημέρες την εβδομάδα τρώει ελάχιστα, για να μην αναφέρουμε ότι η προπόνηση εκείνες τις ημέρες δεν θα βγαίνει. Και αν και μπορεί κανείς να πάρει συμπληρώματα διατροφής, ένα χάπι δεν περιλαμβάνει όλα τα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στις πραγματικές τροφές». Παρόμοιες ανησυχίες προκύπτουν και για τις άλλες μορφές διαλειμματικής νηστείας. «Με τη μέθοδο 16:8 πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να παραλείπουν το πρωινό, κάτι που δεν είναι καλή ιδέα αν κάποιος προπονείται το πρωί» εξηγεί η Σόρσταϊν. «Η προπόνηση με άδειο στομάχι είναι εφικτή αν είναι σχετικά σύντομη (<60-90 λεπτά) ή/και χαμηλής – μέτριας έντασης.
Δεν είναι καθόλου έξυπνο όμως να βγει κάποιος για προπόνηση νηστικός αν σκοπεύει να τρέξει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή/και σε υψηλότερη ένταση». Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαλειμματική νηστεία θα πρέπει να θεωρηθεί άχρηστη. Απλά θα πρέπει να γίνει επαρκής έρευνα και αξιολόγηση των ατομικών αναγκών και στόχων του καθενός πριν ακολουθήσει αυτό το μοτίβο διατροφής. Και ενώ η αμερικανίδα διατροφολόγος δεν τη συνιστά σε κάποιον που προπονείται συστηματικά για έναν συγκεκριμένο αγώνα – στόχο, επισημαίνει ωστόσο πως μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμη σε λιγότερο αγωνιστικά δραστήριες περιόδους. «Πράγματι η μελέτη της διαλειμματικής νηστείας σε γενικές γραμμές φέρνει ενδιαφέροντα στοιχεία στο φως, αλλά εξακολουθεί να αφήνει αρκετά θολά σημεία» καταλήγει.