Ανήκω σε αυτούς που είχαν έντονες ιδεολογικοπολιτικές επιφυλάξεις για τον ανορθόδοξο τρόπο ανασυγκρότησης της «κεντροαριστεράς». Ωστόσο, έπειτα από πολλή σκέψη αποφάσισα να συμβάλω στην εκλογική διαδικασία, αναλαμβάνοντας τον οργανωτικό συντονισμό της προκειμένου να δοθεί μια νέα ευκαιρία για αναστοχασμό και εκλογική ανάκαμψη.
Παρότι όμως η διαδικασία υπήρξε πράγματι ελπιδοφόρα τόσο ως προς τη γνησιότητα όσο και ως προς την προσέλευση, η συνέχεια δεν υπήρξε ανάλογη στο πρόσφατο «Συνέδριο» (εξού και δεν μετείχα). Η μεν εκλεγείσα επικεφαλής δεν σηματοδότησε, με τις εν γένει πολιτικές και προσωπικές επιλογές της, την πολιτική κεφαλαιοποίηση της νέας δυναμικής, τα δε υπόλοιπα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου είτε επέβαλαν εκβιαστικά είτε ενέδωσαν σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς, που θόλωσαν την εικόνα του όλου εγχειρήματος.
Κατά την άποψή μου, με δεδομένο ότι η ιδεατά ορθότερη λύση –της αυτοδιάλυσης των κομμάτων με απόφαση των μελών τους –δεν έχει ακόμη ωριμάσει, η μόνη ρεαλιστική επιλογή ήταν να διατηρηθούν μεν οι ποικίλες συνιστώσες αλλά να ενταχθούν σε μια σφικτή «ομοσπονδιακή» δομή, με ισχυρά κεντρικά όργανα και με διπλή δημοκρατική νομιμοποίηση: αφενός μεν έμμεση, από τα συνιστώντα μέρη (Συμβούλιο Αρχηγών), αφετέρου δε άμεση, από το σύνολο του εκλογικού σώματος του νέου φορέα (Κεντρική Επιτροπή), με την πρόβλεψη όμως συγκεκριμένων εκλογικών εγγυήσεων για αντιπροσώπευση και των μειοψηφιών. Απαρέγκλιτες, βέβαια, συνέπειες θα ήταν τόσο η συναπόφαση για όλα τα κρίσιμα θέματα όσο και η ενιαία έκφραση προς τα έξω…
Αντ’ αυτού, όμως, αποφασίσθηκε στο παρασκήνιο, με μεθοδεύσεις που αναιρούν την εσωκομματική δημοκρατία, μια χαλαρή εκλογική συμμαχία, το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης σε οποιοδήποτε άλλο όργανο πλην της επικεφαλής. Οι σύνεδροι στο σύνολό τους διορίσθηκαν, για να συμμετάσχουν εν τέλει σε Συνδιάσκεψη και όχι σε «Συνέδριο»… Στη συνέχεια δε εκχώρησαν στα κόμματα και τα «σχήματα», εκόντες άκοντες, την ανάδειξη των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, με βάση μια περίεργη ποσόστωση (τη λογική της οποίας δεν κατάλαβε κανείς, εκτός από τους εμπνευστές της…).
Αλλά τα παράδοξα δεν τελείωσαν εδώ. Δεν υπήρξε ούτε καν δέσμευση για μια στοιχειωδώς δημοκρατική διαδικασία στα επιμέρους κόμματα, με αποτέλεσμα μόνο η ΔΗΜΑΡ να διεξαγάγει εκλογές…
Οι εγγενείς αδυναμίες της νέας δομής έπειτα από μια πρώτη προειδοποιητική βολή (συνάντηση Τσίπρα – Θεοδωράκη), φάνηκαν ανάγλυφα στην πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση, που εξελίχθηκε εν τέλει σε πεδίο αναμέτρησης ποικίλων αποκλινουσών στρατηγικών. Υποτίθεται ότι θα υπήρχε μια μόνο πρόταση με βάση την απόφαση του «Συνεδρίου». Τελικά εκτός από αυτήν υπήρξαν άλλες τρεις, με ετερόκλητες αιτιολογίες, που κλιμακώνονται από τη «μίνι αναθεώρηση» του Αλιβιζάτου, στη «διευρυμένη» του Θεοδωράκη –λες και δεν μετείχε στο «Συνέδριο»… –και στη μη αναθεώρηση του Βενιζέλου (που εντάσσεται μεν σε μια προσωπική ατζέντα, αλλά με δικαιολογημένες διαμαρτυρίες για το ότι δεν ρωτήθηκε).
Πλήρης αδυναμία, δηλαδή, να εκφρασθεί ενιαία άποψη, και μάλιστα σε ένα θέμα προνομιακό για τη διατύπωση εναλλακτικής και πράγματι προοδευτικής πολιτικής, που δεν θα ταυτίζεται ούτε με την αμήχανη, συντηρητική –και ψοφοδεή απέναντι στο κρατικοεκκλησιαστικό κατεστημένο- στάση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ούτε και με τις συνεχιζόμενες αμετροέπειες του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επιμένει να καλλιεργεί αυταπάτες περί «ριζικής» και «ταξικής» αναθεώρησης, ερήμην των σημερινών συσχετισμών και των δικών του ασυγχώρητων λαθών…
Εφόσον παραμένουν, λοιπόν, φέουδα και βιλαέτια, δεν μπορεί να είναι κανείς ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον αυτού του χώρου, ο οποίος θα μπορούσε πράγματι, με τις αναγκαίες ιδεολογικοπολιτικές συνθέσεις, να εξελιχθεί σε μια νέα –αξιόπιστη και ρηξικέλευθη –εκδοχή του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες ούτε αγνοώ τα ειδικότερα προβλήματα. Ωστόσο, όταν οι στιγμές είναι τόσο κρίσιμες για το μέλλον του τόπου, οι αποφάσεις πρέπει να είναι ανάλογες. Και αν δεν ληφθούν σύντομα, το νέο σχήμα είτε δεν θα φθάσει καν μέχρι τις εκλογές είτε, αν φθάσει, θα αποτύχει και θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη…
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών