Κοντεύεις τα ενενήντα και έχεις μια κόρη –την άλλη την έχασες σε αυτοκινητικό το 1991. Σού τηλεφωνεί δυό φορές την εβδομάδα, για να εξακριβώσει -υποψιάζεσαι –ότι επιμένεις να αναπνέεις. Σε καλεί σπίτι της σε γιορτές μονάχα, Χριστούγεννα και Πάσχα, άντε και Καθαρά Δευτέρα και Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου. Σε καθίζει στην κεφαλή του τραπεζιού, φέρνει μπροστά σου ένα μισογεμάτο πιάτο –«μην τρως πολύ μπαμπά, δεν επιτρέπεται». Αρχίζουν έπειτα την πάρλα μεταξύ τους, για τα δικά τους. Κανείς δεν σε ρωτάει τη γνώμη σου, έτσι κι αλλιώς δεν ακούς ούτε τα μισά από όσα λένε –ανάθεμα τα βουλωμένα σου αφτιά –και δεν καταλαβαίνεις ούτε τα μισά των μισών. Γιατί τσακώνεται ξανά η κόρη σου με τον γαμπρό σου; Από πού βαστάει η σκούφια του κρεμανταλά που κουβάλησε η εγγόνα σου; Αρραβωνιαστικός της είναι; Και τι τα θέλει τόσα τατουάζ στα χέρια του; Απ’ τα καράβια ήρθε;
Η γυναίκα σου τα έπιανε όλα στον αέρα κι όχι απλώς σ’ τα εξηγούσε με το νι και με το σίγμα αλλά σε έπρηζε κιόλας πότε με τα προβλήματα της Βούλας στη δουλειά, πότε με τα ύποπτα μηνύματα στο κινητό του Νίκου –«ο γαμπρός σου έχει γκόμενα! Κάνε κάτι!» σού φώναζε, «χέστηκα» απαντούσες –πότε με την αποτυχία της Ελενίτσας στις Πανελλαδικές, «ας γίνει κομμώτρια» σήκωνες τους ώμους. Μα η γυναίκα σου πέθανε πρόπερσι…
Σε επιστρέφει απομεσήμερο η κόρη σου στην Καλλιθέα, σε όλη τη διαδρομή φουμάρει κι αλλάζει νευρικά σταθμούς στο ραδιόφωνο. «Παίρνεις, μπαμπά, τα φάρμακα σου;» σε ρωτάει, «ντύνεσαι ζεστά;». Η αγωνία της είναι μην καταπέσεις. Πού θα βρεθούν λεφτά για γηροκόμα; Γεωργιανή – ξεγεωργιανή θα θέλει ένα πεντακοσάρικο μες στο νερό…
Μένεις στον πρώτο όροφο, σε ευρύχωρο τριάρι με μπαλκονάκι στον φωταγωγό –όχι από τα μπροστινά που υποφέρουν απ’ το καυσαέριο κι από τους θορύβους του δρόμου. Μετά τον θάνατο της γυναίκας σου μετακινήθηκες από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι. Κοιμάσαι πια στον καναπέ, δεν μπαίνεις καν στο δωμάτιο όπου εκείνη ξεψύχησε. Εχεις βολευτεί φίνα. Στο τραπεζάκι ακουμπάς τα χάπια, τα γυαλιά σου και το τηλεκοντρόλ. Στη μια καρέκλα στηρίζεις το μπαστούνι σου, στην άλλη στρώνεις τα ρούχα σου. Δύο κοστούμια σού έχουν μείνει –χειμωνιάτικο και καλοκαιρινό -, τρία πουκάμισα και μια γραβάτα μαύρη, τα φοράς πάνω από τις πιζάμες και ξεπορτίζεις κάθε πρωί κούτσα κούτσα για το καφενείο. Στην επιστροφή κάνεις στάση στο μαγέρικο και παίρνεις φαγητό σε κεσέ. Λες μία καλησπέρα και στον προπατζή παραδίπλα. Παλιά συμπλήρωνες δελτία με μανία ώσπου βαρέθηκες, τώρα ούτε παρακολουθείς ποδόσφαιρο καλά καλά.
Μια φορά τον μήνα μαζεύονται όλα τα γερόντια έξω από την τράπεζα να εισπράξουν τις συντάξεις τους. Πηγαίνεις απ’ τους πρώτους –αξημέρωτα σχεδόν –σε τρώει η ορθοστασία, έχει όμως χάζι, λέτε τα νέα σας, ποιος πέθανε, ποιος ξεμυαλίστηκε με τη γυναίκα που τον ξεσκατώνει και τής έκανε πρόταση γάμου με αντάλλαγμα να της γράψει κάτι χωράφια στο χωριό του, για κορόιδο την πέρασε;
«Δεν χρειάζεται να στέκεστε στην ουρά. Μπορεί η σύνταξη να κατατίθεται αυτόματα στον λογαριασμό σας» σού επαναλαμβάνει κάθε φορά ο ταμίας. Δεν καταλαβαίνει ότι θες να σου δίνει τα λεφτά στο χέρι; Πως εκείνα τα κολλαριστά χαρτονομίσματα, τα γυαλιστερά κέρματα, αποτελούν τη μόνη απτή απόδειξη ότι κάτι κατάφερες κι εσύ στη ζωή σου; Οι παλιοί σου μαθητές δεν σε γνωρίζουν στον δρόμο. Ή και να σε γνωρίζουν, δεν σε χαιρετούν. Το υπουργείο όμως σέβεται την προσφορά σου στην Εκπαίδευση. Κι αν τα χίλια τετρακόσια ευρώ κατήντησαν σκάρτα οκτακόσια, ας όψονται τα Μνημόνια. Οι λεχρίτες που μάς χρεοκόπησαν.
Διπλώνεις το ματσάκι, το χώνεις στη μαξιλαροθήκη. Κάθε πρωί και βράδυ το ελέγχεις, όπως παιδί μετρούσες τα φραγκοδίφραγκα που είχες μαζέψει από τα κάλαντα και λυπόσουν να τα ξοδέψεις. Τι μεσολάβησε;
H διδασκαλική ακαδημία που σε έστειλε με το στανιό ο μπάρμπας σου ο δεσπότης για να διοριστείς εγγυημένα και ας μην είχες καμία κλίση στα παιδαγωγικά. Ο Στρατός –εικοσιτέσσερις μήνες στην παραμεθόριο, να ξεπατώνεις τους φαντάρους και να κορδώνεσαι μες στη στολή του δόκιμου αξιωματικού. Ο γάμος σου με νοικοκυροκόριτσο –την αδελφή της ορεγόσουν εσύ, μα σού παράπεφτε ωραία, το παραδέχεσαι…
Οι μοναδικές μέρες που αληθινά γλέντησες στη ζωή σου ήταν όταν πήγαινες για κυνήγι με τους φίλους σου –μέχρι το Σούνιο φτάνατε για να χτυπήσετε πουλιά –περνούσατε στον γυρισμό κι από ένα «σπίτι» στις Τζιτζιφιές, για την πλάκα περισσότερο, για τα πρόστυχα αστεία σας… Οι φίλοι σου έχουν πεθάνει. Μονάχα η καραμπίνα σού έχει μείνει. Οσο ζούσε η γυναίκα σου, την έκρυβες στην ντουλάπα. Τώρα την έχεις φόρα παρτίδα, μόνο όταν έρχεται η κόρη σου τη γλιστράς κάτω απ’ τον καναπέ.
Σαν γκόμενα την έχεις. Τη γυαλίζεις, τη χαϊδεύεις, της γλυκομιλάς. Γεμάτη την έχεις. Και να εκπυρσοκροτήσει, ποιον θα πάρουν τα σκάγια μες στη μοναξιά;
Ενα όνειρο έχεις τελευταία. Να τρυπώσει στο σπίτι κάποιος, να τη σηκώσεις και να του την αδειάσεις εν ψυχρώ στα μούτρα. Κλέφτης θα είναι; Ο Χάρος; Το ίδιο κάνει. Θα καταλάβει στο πετσί του ότι δεν έχει απέναντι του ένα σακί με κόκαλα. Αλλά έναν άντρα με ψυχή.