Ο τίτλος της ταινίας είναι «Viva l’ Italia». Δεν ανήκει στο είδος των ταινιών του συχωρεμένου Αμπάς Κιαροστάμι που έκανε τους κριτικούς να ανατριχιάζουν. Δεν είναι ούτε υπερπαραγωγή ούτε βραβευμένη.
Ανήκει ωστόσο στο είδος των ταινιών που σου αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση γιατί μέσα από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών της αντιλαμβάνεσαι τη δική σου μπρούτα πραγματικότητα που αρνείσαι να αποδεχτείς.
Γυρίστηκε πριν από έξι χρόνια στη Ρώμη από τον σκηνοθέτη Μασιμιλιάνο Μπρούνο. Η ιστορία αναφέρεται σε έναν επιφανή ιταλό πολιτικό, τον Μικέλε Σπανιόλο, ο οποίος έχει χτίσει το αφήγημά του πάνω στην ευτυχισμένη οικογένειά του.
Η τύχη τού έπαιξε ωστόσο άσχημο παιχνίδι. Κατά τη συνεύρεσή του με μία από τις ερωμένες του υπέστη εγκεφαλικό. Τίποτε το σοβαρό. Ομως του άφησε το κουσούρι να λέει μόνο αλήθειες.
Αλήθειες για τον τρόπο που αναρριχήθηκε στην πολιτική, αλήθειες για το πώς τακτοποίησε τα τρία του παιδιά σε σημαντικές θέσεις εις βάρος άλλων πιο ταλαντούχων και ικανών. Αλήθειες για την διαλυμένη οικογένειά του. Αλήθειες για το ίδιο του το κόμμα.
Μια ταινία στην οποία καθρεφτίζεται το είδωλο της ιταλικής αλλά και της τόσο όμοιας ελληνικής πραγματικότητας. Χωρίς παραμορφώσεις και κοινωνικούς ναρκισσισμούς, πασπαλισμένη με χιούμορ για να είναι πιο εύπεπτη.
Οπως ήταν και η επίσης ιταλική ταινία «Quo Vando?» που φιλοξενήθηκε στις ελληνικές αίθουσες πριν από δύο χρόνια με τον τίτλο «Πού πάω Θεέ μου;».
και γαντζωμένου στη θέση του στο Δημόσιο Κέκο Τζαλόνε και των πολιτικών ρουσφετιών έμπαιναν σφήνα τα πικρόχολα σχόλια πολλών θεατών.
Στο διάλειμμα κάποιοι κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια. Ο ένας ήταν δημόσιος υπάλληλος που ένιωθε πως η ταινία τον προσβάλλει και εξανίστατο προκαλώντας τη θυμηδία του δεύτερου που υποστήριζε πως η ιταλική δημιουργία αποκάλυπτε και την ελληνική πραγματικότητα.
Οι Ιταλοί έχουν αντιληφθεί πως τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται με τον πιο αστείο τρόπο, ακριβώς το αντίθετο με ό,τι συμβαίνει στον τόπο μας.