Εστω ότι δεν θα υπάρξει ένα δραματικό επεισόδιο με την Τουρκία, πράγμα που θα άλλαζε τη ροή των σημερινών εξελίξεων. Και χωρίς αυτό, η επόμενη περίοδος θα είναι ένα επικίνδυνο πέρασμα. Τριών, τεσσάρων, πέντε χρόνων; Αγνωστο. Κατά τη διάρκειά του θα ελλοχεύει ο εγκλωβισμός σε μια κατάσταση εθνικής στασιμότητας. Θα υπάρχει όμως και η ελπίδα για την απαρχή μιας περιόδου εθνικής ανασυγκρότησης.
Η δημόσια συζήτηση για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος διαστρεβλώνει το πρόβλημα ή το περιορίζει στην οικονομική διάσταση και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Τα περί «καθαρής εξόδου» είναι απλώς μια κυβερνητική προπαγάνδα που θα εκπέσει, αν δεν έχει ήδη εκπέσει. Η συνέχιση μιας αυξημένης επιτήρησης είναι δεδομένη. Η συγκεκριμένη μορφή της είναι υπό αίρεση, κρίσιμο ασφαλώς ζήτημα, αλλά μέρος μόνο του προβλήματος. Καμία επιτήρηση δεν μπορεί να προστατέψει μια χώρα από τον εαυτό της, κανένας επιτηρητής δεν μπορεί να σώσει την Ελλάδα από τους Ελληνες. Αυτή είναι η ουσία του επικίνδυνου περάσματος. Εχει η κοινωνία συνειδητοποιήσει τις αιτίες της χρεοκοπίας ώστε να μην πέσει στα ίδια λάθη; Κάνει το πολιτικό σύστημα την αυτοκριτική του για την παράταση των Μνημονίων και της κρίσης; Το τολμούν οι συριζαίοι, σιωπηλά έστω, όταν μιλούν με τον εαυτό τους; Υπάρχουν τα σπέρματα μιας νέας αυτογνωσίας που θα συντείνει στην ανασυγκρότηση; Αν η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ήταν ναι, τότε θα είχαμε «καθαρή έξοδο». Αλλά η απάντηση είναι ίσως, μπορεί, ή όποια άλλη λέξη μετεωρίζεται μεταξύ του ναι και του όχι.
Μετέωρη και αντιφατική είναι καταρχάς η αντίληψη της κοινωνίας για την περιπέτεια που πέρασε και εξακολουθεί να περνάει. Το δείχνουν εύγλωττα τα στοιχεία της νέας έρευνας της ΔιαΝΕΟσις. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι η αποδόμηση του αντιμνημονιακού αφηγήματος που κυριάρχησε από το 2011. Οι κωλοτούμπες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι αυταπάτες, αλλά κυρίως οι απάτες, ξέφτισαν την πειστικότητα και τη συνοχή της προηγούμενης αφήγησης. Δεν έχει όμως γεννηθεί το νέο αφήγημα της εθνικής ανασυγκρότησης. Εμφανίζονται ωστόσο τα πρώτα δείγματα. Με αιχμή αυτό που διακυβεύτηκε κατά την προηγούμενη περίοδο: τη συναίνεση στο ευρώ και στην Ευρώπη. Ενισχύεται η συνείδηση ότι οι αιτίες της χρεοκοπίας δεν οφείλονται στους ξένους, αλλά συναρτώνται και με εθνικές παθογένειες. Ενστικτωδώς σχεδόν αυτές εντοπίζονται στις υπερβολές του κρατισμού, του αλόγιστου καταναλωτισμού και του συντεχνιασμού, και έτσι διαμορφώνονται ευνοϊκότερες αντιλήψεις για την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική οικονομία. Αυτό που ισχυροποιείται ωστόσο είναι η επιθυμία αποκατάστασης μιας κανονικότητας. Αποδυναμώνεται έτσι η ακραία και αντιθεσμική «αγανάκτηση» καθώς εξελίσσεται μια αργή κίνηση σύγκλισης προς έναν νέο πλειοψηφικό κοινωνικό αίσθημα. Στον πυρήνα του έχει ένα αίτημα ασφάλειας. Πολυδιάστατης ασφάλειας: οικονομικής, εργασιακής, κοινωνικής, εθνικής, πολιτισμικής, ψυχολογικής. Τι πιο φυσικό άλλωστε δεδομένου του μεγέθους της κρίσης. Αναμενόμενο είναι εξάλλου ότι θα ενισχύονται οι τάσεις συντηρητισμού και κομφορμισμού, οι βαθύτερες ανορθολογικές δοξασίες, ακόμα και το άμεσο ή έμμεσο αίτημα ενδυνάμωσης της εξουσίας. Αυτές οι τάσεις εκδηλώνονται σήμερα στις περισσότερες δυτικές χώρες. Πόσω μάλλον στην Ελλάδα όπου οι πνευματικές και κρατικές ελίτ έχουν χάσει μεγάλο μέρος του κύρους τους και της δυνατότητας να διαχέουν προς τα κάτω μια περισσότερο ορθολογική – ανεκτική κουλτούρα. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι αυτό το πλειοψηφικό αίσθημα εκφράζει μια φτωχοποιημένη κοινωνική πλειοψηφία χωρίς εσωτερικό δυναμισμό και αναπτυξιακή έφεση. Λαϊκά στρώματα που αγωνιούν για επιβίωση και απασχόληση. Μεσαία στρώματα που έχουν συμπιεστεί προς τα κάτω και έχουν χάσει τα εφόδια να λειτουργούν εκσυγχρονιστικά μιμούμενα τα ευρωπαϊκά πρότυπα και γούστα. Από τη μια, λοιπόν, αυτή η κοινωνική πλειοψηφία αντιλαμβάνεται πλέον ότι η αντιμνημονιακή προσδοκία ήταν αυταπάτη και αρχίζει να πιστεύει ότι η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να γίνει πάλι κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Από την άλλη, όμως, δεν έχει εσωτερικό δυναμισμό και φιλόδοξες προσδοκίες ώστε να διαβεί ομαλά το επικίνδυνο πέρασμα προς την επόμενη φάση. Είναι σαν να δηλώνει τη διαθεσιμότητά της, αλλά να επιζητεί ταυτόχρονα ένα ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο και μια κατάλληλη εθνική πολιτική κατάσταση.
Αυτό το διαθέσιμο και αντιφατικό πλειοψηφικό αίσθημα θα εξελιχθεί στο νέο κοινό πεδίο (middle ground) κομματικού ανταγωνισμού στο προσεχές διάστημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθούν οι κομματικές στρατηγικές. Το διακύβευμα δεν είναι «πρόοδος ή συντήρηση» με το παραδοσιακό περιεχόμενο των όρων. Το πλειοψηφικό κοινωνικό αίσθημα έχει θέσει άμεσα ή έμμεσα το δίλημμα «ανάπτυξη ή στασιμότητα». Ανάπτυξη, απασχόληση, και ασφάλεια συνιστούν την επιθυμητή πρόοδο στα μάτια της κοινωνίας.
Πώς κινούνται τα κόμματα σε αυτό το σχηματιζόμενο νέο πλαίσιο; Η ΝΔ ευνοείται σαφώς από τη νέα κοινωνική διαθεσιμότητα και την επιθυμία της κανονικότητας. Υπό άλλες συνθήκες θα είχε ήδη την αυτοδυναμία στο τσεπάκι. Το πρόβλημά της δεν είναι οι ανεπάρκειες της ηγεσίας της, όπως συνήθως λέγεται, αλλά οι αδυναμίες που δείχνει συνολικά ως παράταξη. Στο στελεχικό δυναμικό, στην ικανότητα κεφαλαιοποίησης των αδυναμιών του αντιπάλου, στην επιβολή μιας δικής της πολιτικής ατζέντας, στην αδυναμία να αναδείξει το τεράστιο κόστος που είχε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στα λαϊκά στρώματα. Η Δημοκρατική Παράταξη (ΚΙΝΑΛ) έχει επίσης τις προϋποθέσεις να κερδίσει από το διαφαινόμενο νέο κοινωνικό κλίμα. Αρκεί να αξιοποιήσει συντονισμένα το πλούσιο πολιτικό προσωπικό που διαθέτει, το σημαντικό απόθεμα προγραμματικού λόγου και κυβερνητικής εμπειρίας, αλλά και να πείσει ότι θα μπορέσει να συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που είναι αναγκαία για τη νέα περίοδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη έχει ουσιαστικότερο πρόβλημα, μεγαλύτερο από όσο δείχνουν οι δημοσκοπικοί αριθμοί. Η τρίχρονη εξουσία του αποτελεί μνημείο αναποτελεσματικότητας και οπισθοδρόμησης ως προς τη διακυβέρνηση, αλλά με ένα επίτευγμα. Ενσωμάτωσε την αντιμνημονιακή «αγανάκτηση» στη μνημονιακή αναγκαιότητα. Κατά τούτο ωφέλησε τη χώρα, αλλά άδειασε από περιεχόμενο την «αντισυστημικότητα» και τον εαυτόν του. Πράγματι, από τη στιγμή που εξέπνευσε η αντιμνημονιακή εναλλακτικότητα οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ πολύ λίγο διαφοροποιούνται από τους κοινωνικούς μέσους όρους στα ζητήματα που χαρακτήριζαν παλαιότερα την αριστερή φυσιογνωμία του (Μεταναστευτικό, Μακεδονικό, ευρώ).
Εξαιτίας αυτής σύγκλισης άλλωστε, έχει διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο στο οποίο συγκλίνει ο κομματικός ανταγωνισμός. Θα τραβήξει αυτό το νέο πλαίσιο τον ΣΥΡΙΖΑ όταν χάσει την εξουσία ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποδειχτεί διαρκές πρόβλημα στη φάση του δύσκολου περάσματος; Αυτό θα είναι ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα. Την απάντηση θα δώσει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που θα κληθεί να διαχειριστεί ως αντιπολίτευση τις αντιφάσεις του, το άδειασμα της προηγούμενης φυσιογνωμίας του. Αυτό θα είναι το πεδίο σύγκρουσης που θα ανοίξει στο εσωτερικό του μετά τις εκλογές. Ομως η επιλογή που θα κάνει τότε κρίνεται τώρα. Και εξαρτάται από το πώς θα χειριστεί τους τελευταίους μήνες της εξουσίας του.
Η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα πλησιάζουν το επικίνδυνο πέρασμα όπου οι φόβοι και οι ελπίδες συμβιώνουν αβέβαια.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου