Την εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφαλείας είχε την ευκαιρία να συζητήσει ο τομεάρχης Εξωτερικών και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργος Κουμουτσάκος, κατά τη διάρκεια επαφών που πραγματοποίησε την Πέμπτη στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Από τις συναντήσεις που είχε στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στον Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο κ. Κουμουτσάκος διαπίστωσε την ουσιαστική αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η οποία, όπως εκτίμησε, οφείλεται στην ανάγκη που έχουν οι ΗΠΑ για έναν αξιόπιστο και σταθερό συνομιλητή σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη και ταραγμένη περιοχή. Παράλληλα, παρατήρησε ότι σε μια σειρά από κρίσιμα περιφερειακά θέματα υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στην ανάλυση της ελληνικής και της αμερικανικής πλευράς.
«Από όλα αυτά, το πρώτο που συγκρατώ είναι ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αποκτούν πραγματικά στρατηγικό χαρακτήρα και έχουν πλέον βάθος. Και αυτό νομίζω ότι θα φανεί ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Και πρέπει να σας πω ότι πολλές από τις ανησυχίες μας, ένα πολύ μεγάλο μέρος από την ανάλυση μας, συμπίπτει με αυτή των συνομιλητών μας εδώ στην Ουάσινγκτον».
Μιλώντας σε εκδήλωση που πραγματοποίησε η Kapa Research σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνισμού του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στην Ουάσινγκτον, ο τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας ανέλυσε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που καθιστούν την Ελλάδα ως έναν βασικό εταίρο και σύμμαχο των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
«Μαζί με την Κύπρο και το Ισραήλ, είμαστε οι μόνες τρεις δυτικού τύπου δημοκρατίες σε μια ταραγμένη περιοχή. Μαζί μπορούμε να συνεργαστούμε περαιτέρω για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς και την ενεργειακή ασφάλεια για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να ενισχύσουμε και να εμβαθύνουμε τη στρατηγική συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ και να εργαστούμε με άλλους εταίρους όπως είναι η Αίγυπτος».
Νωρίτερα είχε προηγηθεί συνάντηση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου τέθηκαν επί τάπητος όλα τα θέματα της τρέχουσας γεωπολιτικής επικαιρότητας. Από αμερικανικής πλευράς, το «παρών» έδωσαν ο Γουές Μίτσελ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρμόδιος για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις, μαζί με τον αναπληρωτή υφυπουργό Εξωτερικών, Τζόναθαν Κόεν και την επικεφαλής, «desk officer», του γραφείου Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον κ. Κουμουτσάκο, κατά τη διάρκεια της συζήτησης και οι δύο πλευρές εμφανίστηκαν προβληματισμένες για την πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης εκ μέρους της Άγκυρας, αλλά και τον ευρύτερα αποσταθεροποιητικό ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία.
Σε αυτό το σημείο, συμφώνησαν πως απαιτούνται προσεχτικοί χειρισμοί προκειμένου η Τουρκία να μην απολέσει περαιτέρω τον προσανατολισμό της και να παραμείνει προσκολλημένη στο άρμα της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Κουμουτσάκος υποστήριξε πως πρέπει να σταλεί ένα μήνυμα και μάλιστα αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα πολιτικά εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Δύση ως μοχλό πίεσης προκειμένου να εναρμονίσει τη συμπεριφορά της Τουρκίας με τις δυτικές αρχές και αξίες.«Τόνισα ότι η Ελλάδα επιθυμεί η Τουρκία να παραμείνει αγκυροβολημένη στην Δύση.
Ταυτόχρονα, όμως, υπογράμμισα ότι και η Δύση και η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ πρέπει να στείλουν ξεκάθαρα μηνύματα στην Τουρκία ότι η συμπεριφορά της δεν μπορεί να συνεχιστεί ως αυτή που τον τελευταίο καιρό είναι μέσω μιας συνεχούς παραβατικότητας και προκλητικότητας. Η Τουρκία δυστυχώς εξελίσσεται σε έναν απρόβλεπτο γείτονα, σε έναν αβέβαιο σύμμαχο, και τελικά, όπως είδαμε στην κυπριακή ΑΟΖ, σε εμπόδιο για την υλοποίηση της πολιτικής ενεργειακής ασφάλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τέλος, ο κ. Κουμουτσάκος έθεσε και το θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται χωρίς την απαγγελία κατηγοριών στις τουρκικές φυλακές της Αδριανούπολης.
Οι αμερικανοί αξιωματούχοι φάνηκαν ενημερωμένοι, διαβεβαιώνοντας παράλληλα τον τομεάρχη πως το συγκεκριμένο θέμα απασχολεί την Ουάσινγκτον που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις.
«Συμμερίζονται την ανάγκη ότι αυτή η κατάσταση ιδιότυπης ομηρίας πρέπει να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν, διότι όσο παραμένει, δηλητηριάζει αρνητικά τις ευρωτουρκικές σχέσεις και βεβαίως τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Χρειαζόμαστε όλους τους φίλους και σύμμαχους να στηρίξουν το αίτημα μας για την απελευθέρωσή τους γιατί δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι θα συνεχίσουν να στερούνται την ελευθερία τους χωρίς καμία αιτία».