Δύο ιδιοκτήτες οίκου ανοχής στην Ινδία καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για το βιασμό, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη διακίνηση παιδιών, μια απόφαση χωρίς προηγούμενο σε μια χώρα όπου λιγότερες από δύο στις πέντε αντίστοιχες υποθέσεις καταλήγουν σε καταδίκη.
Ο εισαγγελέας της πόλης Γκάγια στο κρατίδιο Μπιχάρ δήλωσε ότι ο Πάντσο Σινγκ και η σύζυγός του Τσάγια Ντέβι, ιδιοκτήτες ενός οίκου ανοχής, κρίθηκαν ένοχοι βάσει των στοιχείων που παρείχαν «γενναίες επιζήσασες» και τους επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή που προβλέπεται.
Το δικαστήριο της Γκάγια άκουσε τις μαρτυρίες τεσσάρων από τα εννέα κορίτσια που διασώθηκαν από τον οίκο ανοχής στη διάρκεια επιχείρησης της αστυνομίας το 2015. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, μόλις σωθούν τα κορίτσια, επιστρέφουν στα σπίτια τους και δεν έρχονται να καταθέσουν», δήλωσε ο εισαγγελέας Σούνιλ Κούμαρ.
«Όμως τώρα κάποια από τα κορίτσια επέστρεψαν και περιέγραψαν με λεπτομέρειες τη φρίκη που έζησαν. Είπαν στο δικαστήριο για τις αναγκαστικές αμβλώσεις στις οποίες υποβλήθηκαν, τους βιασμούς και τις αυτοκτονίες κάποιων κοριτσιών», πρόσθεσε.
Μεταξύ των κοριτσιών που κατέθεσαν ήταν και μια έφηβη από το κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης, η οποία έπεσε θύμα απαγωγής σε ηλικία 11 ετών και την οποία ανάγκαζαν να έχει σεξουαλικές επαφές με τουλάχιστον 20 άνδρες κάθε ημέρα επί τρία χρόνια, εξήγησε ο Κούμαρ.
Η έφηβη κέρδισε το 2017 το βραβείο ανδρείας επειδή εντόπισε δύο από τους διακινητές της σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή τους.
Το δικαστήριο έδωσε 450.000 ινδικές ρουπίες (περίπου 5.600 ευρώ) σε κάθε ένα από τα τέσσερα κορίτσια που κατέθεσαν ως αναγνώριση για τη γενναιότητά τους και 300.000 ινδικές ρουπίες (περίπου 3.700 ευρώ) στις άλλες επιζήσασες.
Από τις συνολικά περίπου 20 εκατομμύρια ιερόδουλες στην Ινδία, 16 εκατομμύρια γυναίκες και κορίτσια είναι θύματα διακίνησης, καταγγέλλουν μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ινδικής κυβέρνησης, λιγότερες από τις μισές από τις συνολικά 8.000 υποθέσεις διακίνησης ανθρώπων έφτασαν το 2016 στα δικαστήρια, ενώ το ποσοστό καταδίκης των κατηγορούμενων ήταν μόλις 28%.