Τα 7.937,88 μίλια που χωρίζουν, σε ευθεία γραμμή, το Λονδίνο, μία από τις βορειότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, από τα νησιά Φόκλαντ, ένα από τα πιο νότια κατοικημένα σημεία του Ατλαντικού Ωκεανού δίπλα στις ακτές της Αργεντινής είναι απόσταση μεγαλύτερη κατά περίπου 1.200 μίλια από εκείνη που χωρίζει την Αθήνα από το Σαν Φρανσίσκο των δυτικών ακτών των ΗΠΑ. Απόσταση που, όμως, δεν κατέβαλε τη Μάργκαρετ Θάτσερ και την κυβέρνησή της όταν την Παρασκευή 2 Απριλίου 1982 το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό και η Αεροπορία επιτέθηκαν στην Αργεντινή, η οποία βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς, διεκδικώντας την κυριαρχία στο μικρό αυτό νησιωτικό σύμπλεγμα και όχι μόνον σε αυτό: την επομένη, 3 Απριλίου, επίθεση εκδηλώθηκε και στις Νήσους Νότια Γεωργία και Νότιες Σάντουιτς, σχεδόν 2.000 μίλια νοτιοανατολικότερα των Φόκλαντ.
Ολα ξεκίνησαν όταν στις 25 Μαρτίου 1982 ένα βρετανικό σκάφος απώθησε 50 αργεντινούς εμπόρους σιδηρομεταλευμάτων και, ως αντίποινα, η χούντα της χώρας υπό τον στρατηγό Γκαλτιέρι διέταξε στρατιωτική εισβολή στην οποία και απάντησε το Λονδίνο με την επίθεση των αεροναυτικών δυνάμεων. Σύμφωνα πάλι με μηδέποτε επιβεβαιωθείσες διαρροές ρώσων διπλωματών, ο πόλεμος ξεκίνησε όταν υποβρύχιο της Αργεντινής βυθίστηκε από αγγλική νάρκη στην περιοχή.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ. Σε κάθε περίπτωση η σύγκρουση υπέβοσκε έτσι κι αλλιώς: λίγο νωρίτερα το ίδιο έτος η Αργεντινή είχε εκδώσει γραμματόσημο ονομάζοντας τα νησιά Μαλβίνες και το Λονδίνο αντέδρασε αμέσως απαιτώντας την απάλειψη του ονόματος που υποδήλωνε επεκτατικές διαθέσεις. Ο Πόλεμος των Φόκλαντ ήταν ο πιο απομακρυσμένος μετά τον Β’ Παγκόσμιο καθώς και ο πρώτος, τουλάχιστον σε τέτοια κλίμακα, ευρωπαϊκής εναντίον άλλης δύναμης από το 1945 και μετά. Στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους απο 250 Βρετανούς και 650 Αργεντινούς για να λήξει έπειτα από δυόμισι μήνες αεροναυτικών συγκρούσεων, με νίκη του Λονδίνου: η Αργεντινή, παρά το μέγεθός της και την ασύγκριτη εγγύτητα του πεδίου της σύγκρουσης στις ακτές της σε σχέση με εκείνη της Αγγλίας, παραδόθηκε τελικά στις 14 Ιουνίου του ίδιου έτους και η βρετανική εξουσία επεκράτησε οριστικά στα πολύφερνα νησιά, την ύπαρξη των οποίων μέχρι εκείνη τη σύγκρουση αγνοούσαν οι περισσότεροι σε Ευρώπη και Αμερική.
Επίγονοι βρετανών εποίκων που είχαν εγκατασταθεί εκεί για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1840, οι κάτοικοι των νησιών ήταν υπέρ της Βρετανίας. Στην Αργεντινή, παρά το γεγονός ότι το κοινό αίσθημα ήταν υπέρ της χώρας και εναντίον της Αγγλίας, ο πόλεμος πυροδότησε την έκφραση της αντιδικτατορικής διάθεσης της κοινής γνώμης, γεγονός που δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο στρατιωτικά τη θέση της χώρας στη σύγκρουση την ώρα που οι αργεντινοί δικτάτορες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνον την ισχυρή δύναμη πυρός του Λονδίνου, αλλά και την ουσιαστική στήριξη που παρείχαν στους σημαντικότερους συμμάχους τους οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι και η Αργεντινή ήταν σύμμαχός τους.
ΜΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ 35 ΕΤΩΝ. Η κοινή γνώμη στη Μεγάλη Βρετανία ξέχασε πολύ γρηγορότερα από εκείνη στην Αργεντινή τα γεγονότα του 1982. Ομως, αν και, με πρωτοβουλία της Ισπανίας, το 1989 οι σχέσεις των δύο κρατών αποκαταστάθηκαν [άλλωστε πόλεμος με την τυπική καθολική έννοια δεν κηρύχθηκε ποτέ από τις δύο χώρες], η Αργεντινή ακόμα και σήμερα δεν έχει δεχθεί τυπικά την αγγλική κυριαρχία στα νησιά.
Αντιθέτως, η διεκδίκησή τους έλαβε, στη δεκαετία του 1990, και συνταγματική μορφή.
Επιπλέον, μόλις πριν από δύο χρόνια, το 2016, ο ΟΗΕ έλαβε ουσιαστικά θετική θέση στη ληφθείσα μονομερή απόφαση της Αργεντινής να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα περιλαμβάνοντας και τα νησιά: στο Λονδίνο, το Φόρεϊν Οφις δήλωσε ότι τα Ηνωμένα Εθνη δεν έχουν αρμοδιότητα επί ζητημάτων εθνικής κυριαρχίας της χώρας, ενώ στα ίδια τα νησιά το 2012 οι λιγότεροι από 3.000 κάτοικοι είχαν εκφραστεί σε ποσοστό περίπου 99% υπέρ της βρετανικής κυριαρχίας.
Πέραν των νεκρών, ο πόλεμος στοίχισε πάνω από 1,5 δισ. στερλίνες και την απώλεια κάποιων μονάδων της αεροπορίας και του στόλου. Η βρετανική κοινή γνώμη αποδέχθηκε χωρίς αμφισβητήσεις αυτό το κόστος ως αυτονόητο για τη διατήρηση της υπερπόντιας κυριαρχίας της σε εδάφη με βρετανική ιστορία, βρετανούς κατοίκους και καθολική βρετανική εθνική συνείδηση.