Ο χαρακτηρισμός «έκδοση της χρονιάς» ακούγεται ίσως καταχρηστικός στις ημέρες μας, όταν ομολογουμένως η σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή παραδίδει σημαντικούς τίτλους από την εγχώρια και τη διεθνή βιβλιογραφία, συχνά με επιμελημένες σημειώσεις και προσεγμένες μεταφράσεις. Αλλά τα «Ελληνικά έθνη κατά την Εποχή του Χαλκού» του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) είναι μία από τις εκδόσεις της χρονιάς χωρίς αστερίσκους.
Το όνομα του εκλιπόντος συγγραφέα αποτελεί μια εγγύηση από μόνο του («ο σπουδαιότερος έλληνας ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας που ανέδειξε ο 20ός αιώνας» γράφει στον πρόλογο ο ακαδημαϊκός Μιλτιάδης Β. Χατζόπουλος, ομότιμος διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας). Ο Μ. Σακελλαρίου (1912 – 2014) εργάστηκε σε συνθήκες απομονωμένου εργαστηρίου σαν ένας τεχνίτης που έχει κατακτήσει τη δεξιοτεχνία με τα χρόνια. Στον ογκώδη τόμο των 1.050 σελίδων παρουσιάζονται τα 25 έθνη που διαμορφώθηκαν στον ελλαδικό χώρο από την άφιξη των Πρωτοελλήνων (πριν από το 1900 π.Χ.) ώς το τέλος της Εποχής του Χαλκού (περίπου 1100 π.Χ.) και καταγράφονται πρώτη φορά στον περίφημο «Κατάλογο πλοίων» της Ιλιάδας, όπως διασώζεται στη ραψωδία β’ (494 – 759): Αβαντες, Αθαμάνες, Αινιάνες, Αιολείς, Αιτωλοί, Αρκάδες, Αχαιοί, Βοιωτοί, Γραικοί, Δόλοπες, Δωριείς, Ελληνες, Επειοί, Θεσσαλοί, Ιωνες, Κεφαλλήνες, Λαπίθες, Λοκροί, Μάγνητες, Μινύες, Μυρμιδόνες, Περαιβοί, Φθίοι, Φλεγύες και Φωκείς.
Τα έθνη αυτά μελετώνται ως αυτοτελείς ενότητες, αλλά και ως μέρη μιας ευρύτερης οντότητας, η οποία στα ομηρικά έπη αναφέρεται με τρία εναλλασσόμενα ονόματα: Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι. Στο έργο, από την άλλη, δεν περιλαμβάνονται, όπως επισημαίνεται, τα έθνη των Ακαρνάνων, των Ηπειρωτών και των Μακεδόνων, «το πρώτο ελλείψει στοιχείων για την παρουσία τους κατά την Εποχή του Χαλκού και τα άλλα δύο διότι τα στοιχεία των ιστορικών χρόνων δεν επιτρέπουν την ανασύσταση της φυσιογνωμίας τους κατά την Εποχή του Χαλκού».
ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ. Σε πρώτη ανάγνωση, και αν βάλουμε στην άκρη τον ρομαντισμό του βιβλιόφιλου, μοιάζει δύσκολο για έναν αναγνώστη –και σε αυτό το σημείο έχουμε κατά νου έναν νέο αναγνώστη –να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει όλες τις ενδείξεις γύρω από την ετυμολογία των ονομάτων, την ταυτότητά τους, τη γλώσσα και το μηνολόγιο, τους ήρωες και τους θεούς τους, τη γεωγραφική τους διασπορά. Αλλά όσο πιο κοντά πλησιάζει κανείς στο αφηγηματικό ιδίωμα τόσο μεγαλύτερη εξοικείωση αποκτά.
Το έργο αφορά κατά κύριο λόγο τον εξειδικευμένο γνώστη, αλλά αιφνιδιάζει ευχάριστα και τον ανύποπτο αναγνώστη που θα ανακαλύψει, για παράδειγμα, ότι οι Αβαντες «…διαφέρουν από τους άλλους Ελληνες ως προς την κόμμωση: περιγράφονται ως όπισθεν κομόωντες, ενώ οι Αχαιοί, με την ευρεία έννοια του όρου χαρακτηρίζονται πάντα ως κάρη κομόωντες. Οπως εξηγούν ορισμένα μεταομηρικά κείμενα, οι Αβαντες… ξύριζαν το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού». Ή, ότι σε μία από τις 18(!) υποθέσεις που καταγράφει ο Σακελλαρίου για την ταυτότητα των Αχαιών μία τους θέλει Κέλτες, στους οποίους μάλιστα οφείλεται η εισαγωγή στην Ελλάδα του σιδήρου και του γεωμετρικού ρυθμού.
Πουθενά αλλού, όμως, δεν είναι πιο συναρπαστική η αφήγηση όσο στα σημεία που φωτίζονται η λατρεία, τα έθιμα και η θέση των φύλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λατρεία του Αχιλλέα ως θεότητας των Αχαιών: «Η γιορτή στην Ηλιδα ήταν νυκτερινή· σε αυτή συμμετείχαν μόνο γυναίκες. Ανάμεσα σε άλλες τελετουργίες, θρηνούσαν και χτυπούσαν το στήθος τους, πιθανόν σε ένδειξη πένθους. Στον Κρότωνα, μια παρόμοια γιορτή ελάμβανε χώρα στο άλσος της Ηρας, όπου γυναίκες ντυμένες έχυναν δάκρυα… Το γεγονός ότι ο Αχιλλεύς τιμόταν αποκλειστικά από γυναίκες τον κατατάσσει στους θεούς της βλάστησης που θεωρούνται ότι πεθαίνουν και αναγεννώνται…».
Ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η καταγωγή του ονόματος των Βοιωτών από τη Βόρεια Πίνδο, η οποία συνδέεται με ένα έθιμο που αφορά τη Δωδώνη και όχι το γειτονικό μαντείο των Δελφών, όπως επισημαίνει ο Σακελλαρίου: «Οι Βοιωτοί έστελναν κάθε χρόνο στη Δωδώνη έναν τρίποδα. Τα πρόσωπα που ήταν επιφορτισμένα άρπαζαν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι έναν από τους ιερούς τρίποδες, τον κάλυπταν με ρούχα και τον έστελναν κρυφά στη Δωδώνη…». Αλλά και μια επισήμανση για την ιστορική μνήμη των Αθηναίων της κλασικής εποχής δείχνει πως οι τελευταίοι είχαν «αποκοπεί» από τους προγονικούς δεσμούς τους με το φύλο των Ιώνων (15ο κεφάλαιο): «Ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ισοκράτης απηχούν όλοι την ιδέα ότι οι Αθηναίοι κατάγονταν από αυτόχθονες ή από Πελασγούς και ότι είχαν πάρει το όνομα Ιωνες από τον Ιωνα, τον γιο του Ξούθου και της Κρέουσας, της κόρης του Ερεχθέα», πληροφορία την οποία καταγράφει ο Ησίοδος γύρω στο 700 π.Χ.
Το σημείωμα για την έκδοση είναι ολοκληρωμένο μόνο αν αναφέρει κανείς τις σημειώσεις στο τέλος (225 σελίδες) και κυρίως τον μεταφραστικό άθλο της Νατάσας Παπαδοπούλου, καθώς η μεταγραφή των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης έγινε από τη γαλλική έκδοση του 2009 («Ethne grecs a l’ Age du Bronze»), από το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών και το Κέντρο της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Ενας τόμος που, σε μια αντίστροφη ανάγνωση, υπενθυμίζει την έλλειψη αντίστοιχων μελετών από σύγχρονους πανεπιστημιακούς. Αλλά και την καταγραφή της ιστορίας χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, βασισμένης στο μόνο αξιόπιστο κριτήριο διαψευσιμότητας: τη μεθοδολογία ως προς τη συγκέντρωση των πληροφοριών.