Η προστασία των πολιτών είναι το ζητούμενο αυτή την περίοδο παγκοσμίως. Δυστυχώς το κράτος δεν έχει πάντα τη δυνατότητα ούτε άμεσης ούτε αποτελεσματικής παρέμβασης για να προστατεύσει τους πολίτες του από παράνομες πράξεις τρίτων εις βάρος τους. Γι’ αυτό προσπαθεί να θωρακίσει με νομικό πλαίσιο την αυτοπροστασία των πολιτών μέσα από τα πλαίσια της νομικής έννοιας της «άμυνας». Εκχωρεί δηλαδή εξουσία στον πολίτη όταν κάποιος επιτίθεται στον ίδιο ή και σε τρίτο να αυτοπροστατευθεί ή να προστατεύσει άλλον μέσω πράξης που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν παράνομη.
Παρότι όμως θεσμοθετείται η άμυνα στον Ποινικό Κώδικα και δίνει το δικαίωμα στον πολίτη να προβεί σε προσβολή του επιτιθεμένου (ληστή, βιαστή κ.λπ.), για να καταστεί αυτή μη άδικη και για να μη διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά ο πολίτης-θύμα πρέπει η προσβολή να είναι αναγκαία και η επίθεση να διαπράττεται εκείνη τη στιγμή. Απαιτεί δηλαδή ο νόμος μία αυτοσυγκράτηση ώστε η προσβολή να διαθέτει το «μέτρο της αναγκαιότητας» και να μην υπερβαίνει τα όρια της άμυνας. Ουσιαστικά ο νόμος από το θύμα απαιτεί «λογική» αντιμετώπιση του θύτη.
Ομως παρά την ύπαρξη νομοθετικού οπλοστασίου αυτοπροστασίας τα δικαστήρια στη χώρα μας σπάνια εφαρμόζουν και δέχονται τις ενστάσεις άμυνας με αποτέλεσμα να εξισώνουν στην πράξη τους θύτες με τα θύματα, τιμωρώντας πολλές φορές τον αμυνόμενο λόγω υπέρβασης της άμυνας, μη δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην ταραχή του, στον αιφνιδιασμό και στην ψυχολογική του κατάσταση. Με δύο λόγια η «άμυνα» υπάρχει στον νόμο, αλλά δεν «υφίσταται» στην πράξη.
Δεν γίνεται το ίδιο στο εξωτερικό. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Νότια Αφρική, η Αυστραλία, ο Καναδάς και πολλές ευρωπαϊκές χώρες εκτός της νομοθετικής θωράκισης των πολιτών με την άμυνα στη νομολογία των δικαστηρίων εμφανίζεται εξαιρετικά συχνά η απαλλαγή κατηγορουμένων κάτω από την ομπρέλα προστασίας της έννοιας της άμυνας.
Εκτιμώ ότι τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν στους σύγχρονους δύσκολους καιρούς να προασπίζουν αποτελεσματικότερα το δικαίωμα των πολιτών στην αυτοπροστασία τους, αφού είναι δεδομένη η αδυναμία του κράτους να το πράξει.
Ο Βασίλης Χειρδάρης είναι ποινικολόγος