Στις 29 Μαρτίου συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ημέρα που η βρετανή πρωθυπουργός, Τερίζα Μέι, ενεργοποίησε το Αρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, εκκινώντας έτσι την επίσημη διετή νομική διαδικασία αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρέπει να πούμε πως αυτή την πρώτη χρονιά, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit είχαν τα πάνω και τα κάτω τους. Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος. Καταρχήν, ένα σχέδιο συνθήκης αποχώρησης ανάμεσα στη Βρετανία και την ΕΕ πλησιάζει πλέον στην ολοκλήρωση, παρότι και οι δύο πλευρές έχουν καταστήσει σαφές ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί έως ότου συμφωνηθούν τα πάντα. Απαξ και οριστικοποιηθεί, η συνθήκη αυτή θα καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο πλευρών σε μια σειρά θεμάτων, συμπεριλαμβανομένου του «νομοσχεδίου για το Brexit» –δηλαδή, τις εκκρεμούσες υποχρεώσεις της Βρετανίας από την εποχή της ως μέλους της ΕΕ –καθώς και τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών που ζουν στη Βρετανία και αντιστρόφως.
Ευρωπαίοι και βρετανοί διαπραγματευτές έχουν επίσης συμφωνήσει σε ένα μεταβατικό στάδιο 21 μηνών, από τις 29 Μαρτίου του 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2020, κατά το οποίο η Βρετανία θα παραμείνει ουσιαστικά κράτος-μέλος της ΕΕ, αν και χωρίς εκπροσώπηση στο Ευρωκοινοβούλιο ή οποιοδήποτε άλλο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΕ. Η βασική εκκρεμότητα που μένει να επιλυθεί –και που θα κυριαρχήσει στις συνομιλίες τους ερχόμενους μήνες –είναι τα σύνορα ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, που θα παραμείνει στην ΕΕ.
Η Μέι έχει επιβεβαιώσει πως η Βρετανία θα εγκαταλείψει τόσο την ενιαία αγορά της ΕΕ όσο και την τελωνειακή ένωση. Από την πλευρά της ΕΕ, αυτό είναι εξαιρετικά λυπηρό. Οπως έχουν αρχίσει πολλοί να συνειδητοποιούν, υπάρχει πολύ μικρό περιθώριο ελιγμών ανάμεσα στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ΕΕ και τις κόκκινες γραμμές που έχει χαράξει η Βρετανία.
Η ΕΕ κατηγορεί από την αρχή τη Βρετανία ότι θέλει «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο». Αντιστοίχως, η Βρετανία κατηγορεί την ΕΕ ότι προτείνει μια κακή συμφωνία: «την πρόσβαση του Καναδά στην αγορά, με τις υποχρεώσεις της Νορβηγίας». Αν πρόκειται ωστόσο να σφυρηλατήσουμε τη στενή μελλοντική σχέση που επιθυμούν και οι δύο πλευρές, θα πρέπει να προχωρήσουμε πέραν των αλληλοκατηγοριών.
Το Ευρωκοινοβούλιο έχει υιοθετήσει ένα πιο αναλυτικό πλαίσιο αρχών όσον αφορά τους όρους της μελλοντικής σχέσης ΕΕ – Βρετανίας, που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή μιας συμφωνίας σύνδεσης. Η εγγενής ελαστικότητα των συμφωνιών σύνδεσης της ΕΕ είναι οικεία και στους Ευρωπαίους και στους Βρετανούς. Στο τέλος-τέλος, η πρώτη συμφωνία σύνδεσης, το 1954, είχε στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβακαι τη Βρετανία, μετά την αποχώρηση της τελευταίας από τις επίσημες διαπραγματεύσεις της συνθήκης.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα επόμενα στάδια των διαπραγματεύσεων για το Brexit θα είναι περίπλοκα. Είμαι πεπεισμένος όμως ότι ένα μοντέλο συμφωνίας σύνδεσης που αποδείχθηκε επιτυχημένο στο παρελθόν θα επιτρέψει στις δύο πλευρές να κρατήσουν στο μέλλον μια ειδική βαθιά σχέση.
Ο Γκι Φέρχοφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, είναι πρόεδρος της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και επικεφαλήςδιαπραγματευτήςτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Brexit